Τα σχέδια της Αριστεράς για τα κοινωνικά δικαιώματα δείχνουν το βαθύ χάσμα που τη χωρίζει από τη Δεξιά. Η αναθεωρητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ αναβαθμίζει τα δικαιώματα στην υγεία, την κοινωνική πρόνοια, εγγυάται τον δημόσιο έλεγχο του νερού και της ενέργειας και κατοχυρώνει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Για τη Νέα Δημοκρατία το μόνο πρόβλημα είναι η τροποποίηση του άρθρου 16 και η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Τη συνοδεύει η συνταγματοποίηση της δημοσιονομικής ισορροπίας και του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Σε μια περίοδο που η χώρα μας βγαίνει από την τεράστια ανθρωπιστική κρίση, η αντιπολίτευση δεν έχει να πει τίποτε για την υποστήριξη του κοινωνικού κράτους και προειδοποιεί για την περαιτέρω συρρίκνωσή του. Είναι η πρώτη φορά μετά την πτώση του «υπαρκτού» που μια επιθετική ιδεολογία, ο νεοφιλελευθερισμός, οι ιδιωτικοποιήσεις και η σμίκρυνση του κράτους, συνταγματοποιείται.
Τα μνημόνια γυρίζουν και γίνονται μόνιμα. Αυτοί που επετίθεντο στην κυβέρνηση για τον κόφτη που της επιβλήθηκε και δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ τον κάνουν συνταγματική επιταγή. Δεν με εξέπληξε. Το σχέδιο Συντάγματος που συνέταξε επιτροπή στην οποία συμμετείχαν συνταγματολόγοι που συμβουλεύουν τη Ν.Δ., αφαιρεί όλα τα υπάρχοντα κοινωνικά δικαιώματα «λόγω επιστημονικής ειλικρίνειας», αλλά αναγνωρίζει ως δικαίωμα την ανταπεργία. Έχουμε έναν προϊδεασμό του εφιάλτη που μας περιμένει, αν δοθεί στη Δεξιά η ευκαιρία να αλλάξει το Σύνταγμα.
Γάμος ευκαιρίας
Το κοινωνικό κράτος που θεσμοθετήθηκε μετά τον Β’ Π.Π. ήταν κατάκτηση εργατικών και συνδικαλιστικών αγώνων αλλά και παραχώρηση του κεφαλαίου για να δημιουργήσει έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Αποτελούσε έναν γάμο ευκαιρίας μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας που συνδυάζει αντίθετους μηχανισμούς διανομής του οικονομικού πλούτου, την αγοραία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Για τους νεοκλασικούς οικονομολόγους, οι τιμές και η ατομική ιδιοκτησία αποτελούν την πιο δίκαιη και αποτελεσματική διανεμητική αρχή. Οσοι αποτυγχάνουν οικονομικά, εγκαταλείπονται και γίνονται αντικείμενο φιλανθρωπίας και αστυνομικής καταστολής.
Για την Αριστερά, οι βασικές κοινωνικές ανάγκες πρέπει να ικανοποιούνται ανεξάρτητα από οικονομική επίδοση στην αγορά. Οι διανεμητικές αποφάσεις επηρεάζονται επομένως από ταξικούς αγώνες, από πολιτισμικούς παράγοντες και τις συλλογικές πίστεις περί ήθους και ηθικής. Η κοινωνική δικαιοσύνη εκφράζεται με τυπικές και άτυπες αποφάσεις δημόσιων και ιδιωτικών θεσμών, με τις εκλογές και την πολιτική. Μ’ αυτόν τον τρόπο διορθώνονται και μετριάζονται η ανεξέλεγκτη δράση των αγορών και η παντοδυναμία των περιουσιακών δικαιωμάτων.
Αλλά από τη δεκαετία του ‘70, το κεφάλαιο άρχισε να σπάει τις «αλυσίδες» που επέβαλε η δημοκρατία. Με το τέλος του ψυχρού πολέμου το διαζύγιο ολοκληρώθηκε. Η φιλελευθεροποίηση του καπιταλισμού, η καταστροφή του κοινωνικού κράτους, οι ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων πόρων και κοινών αγαθών, η απορρύθμιση των αγορών, ο περιορισμός και η περιφρόνηση της δημοκρατίας απελευθέρωσαν την αγοραία από την κοινωνική δικαιοσύνη. Οι κυβερνήσεις δεν ζητούν πια τη συναίνεση των πολιτών, αλλά την αγάπη των αγορών και των δανειστών. Η κοινωνική δικαιοσύνη υποχωρεί μπροστά στην υποχρέωση ασταμάτητης βελτίωσης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας.
Στην Ελλάδα, η λιτότητα και η εσωτερική υποτίμηση επέβαλαν την πιο δραστική μείωση του κοινωνικού κράτους σε περίοδο ειρήνης. Μετά την έξοδο από τα μνημόνια τα μέτρα της κυβέρνησης δρομολόγησαν την επιστροφή των κοινωνικών δικαιωμάτων. Με τη συνταγματική αναθεώρηση προχωράμε άλλο ένα βήμα. Αναβαθμίζουμε την κανονιστική τους «πυκνότητα» ώστε να μπορούν πολίτες να τα απαιτούν στο δικαστήριο.
Τρεις γενιές δικαιωμάτων
Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα τα κοινωνικά δικαιώματα ενσωματώνονται στην ιδιότητα του πολίτη και αποσκοπούν να μετασχηματίσουν τον άκρατο καπιταλισμό. Οι οικονομικές ανισότητες δεν πρέπει να περιορίζουν βασικές πλευρές της ανθρώπινης ευημερίας, όπως η υγεία, η παιδεία και η κοινωνική πρόνοια. Τα κοινωνικά δικαιώματα επομένως δεν οργανώνονται βάσει της αρχής της αγοράς. Η ικανότητα πληρωμής δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ικανοποίηση της ανάγκης για ιατρική περίθαλψη ή φοίτηση στο πανεπιστήμιο. Αυτή είναι η θεωρητική αρχή των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Αλλά η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη άποψη που γνώρισα στο Λονδίνο της Θάτσερ και διατρέχει τις προτάσεις της Ν.Δ. μάς γυρίζει πίσω. Τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελούν ένα περιορισμένο δίχτυ ασφαλείας από τη φτώχεια. Τα λίγα που θα επιβιώσουν είναι προνόμια ή «παροχές» του κράτους συμβατές με την αρχή της αγοράς. Ετσι η Νέα Δημοκρατία συρρικνώνει το κοινωνικό κράτος και προτείνει την παροχή ενός ελάχιστου εισοδήματος που θα κατευθύνει τους φτωχούς στις ιδιωτικές υπηρεσίες. Πρέπει να υπάρχει αισθητή ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις «δωρεάν» παροχές του κράτους και τις υπηρεσίες που αγοράζουν οι πλούσιοι. Τα δημόσια πανεπιστήμια και νοσοκομεία πρέπει να υπολείπονται σαφώς από τα ιδιωτικά. Αυτό είναι το μέλλον, αν αλλάξει το άρθρο 16.
Ο νεοφιλελευθερισμός αντιστρέφει τη λογική: όσοι χρησιμοποιούν τις κοινωνικές υπηρεσίες είναι «προνομιούχοι» γιατί παίρνουν δωρεάν ό,τι οι άλλοι πληρώνουν. Τα πραγματικά προνόμια των πλουσίων μεταμορφώνονται σε άχθος, επειδή φορολογούνται για να απολαμβάνουν άλλοι τις κοινωνικές υπηρεσίες. Αλλά το τμήμα της φορολογίας που χρηματοδοτεί το κοινωνικό κράτος δεν είναι ανταποδοτικό, υλοποιεί την αναδιανεμητική αρχή.
Ο νεοφιλελευθερισμός αποστρέφεται τα κοινωνικά δικαιώματα γιατί απονευρώνουν και υποσκάπτουν τον άγριο καπιταλισμό. «Δεν τα αντέχουμε», λένε οι δεξιοί, «είναι ακριβά». Αλλά όλα τα δικαιώματα έχουν κόστος. Με αυτό το κριτήριο, οι εκλογές του 2019 πρέπει να καταργηθούν και το κτηματολόγιο να εγκαταλειφθεί γιατί «κοστίζουν». Τα δικαιώματα αντισταθμίζουν τη δύναμη του κεφαλαίου και οι φόροι την αδικία των αγορών. Στο κοινωνικό κράτος καθένας συνεισφέρει ανάλογα με τις ικανότητές του και καθένας λαμβάνει ανάλογα με τις ανάγκες του. Από εδώ ξεκινάει ο αγώνας για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Τα δικαιώματα κατακτήθηκαν με επαναστάσεις και αγώνες των δημοκρατών και σοσιαλιστών σε διαδοχικά κύματα ή γενιές. Τα ατομικά με τη Γαλλική Επανάσταση, τα πολιτικά με τους μεγάλους αγώνες για την καθολική ψήφο, τα κοινωνικά μετά τον πόλεμο. Κάθε γενιά δικαιωμάτων αναγνωρίζει μια διαφορετική πλευρά της ιδιότητας του πολίτη και προωθεί την κοινή τους αρχή, την ισότητα.
Στα ατομικά δικαιώματα η ισότητα είναι τυπική και επομένως συμβατή με τον καπιταλισμό. Ολοι έχουμε το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, το πρότυπο και θεμέλιο του φιλελευθερισμού, ελάχιστοι μόνο μπορούν να αγοράσουν ένα γιοτ. Τα πολιτικά δικαιώματα επεκτείνουν την ελευθερία και την κάνουν συλλογική, εισάγοντας τις λαϊκές τάξεις στην πολιτική.
Οι αγώνες για τα δικαιώματα νέων κατηγοριών πολιτών ή για την επέκταση του χώρου εφαρμογής τους μπαίνουν στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Με το κοινωνικό κράτος, η αριστερή πολιτική αμφισβητεί την κοινωνική εξουσία, δίνοντας θεσμική μορφή στην αλληλεγγύη. Η συνταγματική νομοθέτηση κάνει την αλληλεγγύη αδιαπραγμάτευτη αρχή. Ο κοινωνικός συνταγματισμός δεν θα επιλύσει βέβαια την αντίφαση δημοκρατίας και καπιταλισμού. Εν τούτοις μπορεί να μας προστατεύσει από τις υπερβολές του καπιταλισμού και να αναγνωρίσει τον ρόλο της ηθικής στην οικονομία.
Για την Αριστερά, τα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι δευτερεύοντα ή παρακατιανά. Δεν αποτελούν απλά δίχτυ ασφαλείας για τους φτωχούς συμπολίτες μας, μια επέκταση ή προέκταση της φιλανθρωπίας. Αντίθετα, το κοινωνικό κράτος αποτελεί καίριο μέρος στο όραμα και το πολιτικό μας πρόγραμμα. Εδώ θα συγκρουστούν τα εναλλακτικά μοντέλα για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών (10/12/2018).