Στη συζήτηση για τον «Κλεισθένη» η αντιπολίτευση υποστήριξε ότι το μεγάλο πρόβλημα για την τοπική αυτοδιοίκηση, τη χώρα μας και την Ευρώπη είναι η «κυβερνησιμότητα». Εντούτοις, η πολιτική δεν υποφέρει από έλλειψη κυβερνησιμότητας, αυτού του βάρβαρου νεολογισμού, αλλά από υποχώρηση και έλλειψη δημοκρατίας, της πιο ωραίας ελληνικής λέξης και πρακτικής. Το «μίσος της δημοκρατίας», όπως το ονόμασε ο Ζακ Ρανσιέρ, παίρνει σήμερα δύο μορφές: άνοδος σ’ όλο τον κόσμο της «ανελεύθερης δημοκρατίας» και παγίωση της «μεταπολιτικής συνθήκης».
Η ανελεύθερη δημοκρατία διατηρεί τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του δημοκρατικού πολιτεύματος: γίνονται εκλογές, υπάρχουν κόμματα, επιβιώνουν μέσα μαζικής ενημέρωσης, τυπικά ανεξάρτητα αλλά ουσιαστικά υπό τον έλεγχο των φίλων του ηγέτη, σουλτάνου ή τσάρου.
Ταυτόχρονα, η κυρίαρχη ομάδα περιθωριοποιεί όλους τους ενδιάμεσους θεσμούς: τα κοινοβούλια περιορίζονται σε ρόλο κομπάρσου στο υπερθέαμα του «μεγάλου τιμονιέρη», η Δικαιοσύνη υποτάσσεται και γίνεται εργαλείο της εκτελεστικής εξουσίας, ο κριτικός Τύπος φιμώνεται, τα δικαιώματα υποχωρούν, οι μειονότητες βρίσκονται υπό συνεχή επίθεση. Μία Διεθνής της Νέας Δεξιάς, που υιοθετεί τέτοια χαρακτηριστικά, εξαπλώνεται παντού: από τον Τραμπ, στον Ορμπαν και τον Κουρτς, από τον Πούτιν στον Σαλβίνι και τον Ερντογάν. Ολοι τους, «τέρατα» κυβερνησιμότητας, μας κάνουν να αναφωνούμε: «Λιγότερη κυβέρνηση, παρακαλώ».
Τραμπ και η Δεξιά Διεθνής
Η επίσκεψη Τραμπ μπορεί να ήταν χαοτική και αποτυχημένη σύμφωνα με τους συστημικούς σχολιαστές, αλλά ήταν και η στιγμή της συμβολικής ίδρυσης της νέας αυτής Διεθνούς. Οι επιθέσεις στο ΝΑΤΟ, στη Γερμανία και την Ε.Ε. και οι προσωπικές εναντίον της Μέρκελ, της Μέι και του Σαντίκ Καν, δημάρχου του Λονδίνου, σηματοδότησαν το ύφος και το ήθος της Νέας Δεξιάς. Μισεί τους μετανάστες και τους πρόσφυγες και ακουμπάει τα όρια του ρατσισμού.
Οι εκλεγμένοι απόλυτοι μονάρχες καλλιεργούν με τα social media άμεση και αδιαμεσολάβητη σχέση με τον λαό «τους» ενεργοποιώντας τα συναισθήματα πατριωτισμού, φυλετισμού, κοινωνικής ανασφάλειας. Περιορίζουν και επιδιώκουν την κατάργηση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων, θεωρούν την αγορά ως τον μόνο αποτελεσματικό και δίκαιο μηχανισμό κατανομής του πλούτου και εγκαταλείπουν όσους αποτυγχάνουν στη φιλανθρωπία και την αστυνομική καταστολή.
Στη διεθνή πολιτική: αντιτίθενται στο δίκαιο, στους διεθνείς οργανισμούς, στα ανθρώπινα δικαιώματα και αξιώνουν τη ριζική υποβάθμισή τους. Προτιμούν τις διμερείς εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες και παραβιάζουν ή ζητούν την αναθεώρηση των πολυμερών. Ο Τραμπ, σαν καρτούν του Ντίσνεϊ, εκφράζει όλα τα παραπάνω. Ο προστατευτισμός και ο απομονωτισμός του αποτελούν τρόπο διαχείρισης της παρακμής της Αμερικής και κατ’ επέκταση της Δύσης.
Πώς κατάφεραν οι αποτρόπαιες αυτές ιδέες να γίνουν πλειοψηφικές σε τόσες χώρες; Εδώ βρίσκεται η ευθύνη των ελίτ, αυτών που πίστεψαν ότι θα συνέχιζαν να παραπλανούν τους λαούς με το business as usual. Σε κάθε Τραμπ αντιστοιχεί μία Κλίντον, σε κάθε Σαλβίνι ένας Ρέντσι, σε κάθε Φαράζ ένας Μπλερ.
Ηταν αυτοί που εφηύραν και προώθησαν τη «μεταπολιτική» συνθήκη. Οι κοινωνίες είναι πολύπλοκες –υποστηρίζουν–, η πάλη των τάξεων και η ιστορία τελείωσε, οι κοινωνικές εντάσεις έχουν μειωθεί. Ειδικοί και τεχνοκράτες είναι οι μόνοι που μπορούν να δώσουν τις σωστές απαντήσεις στα μεγάλα οικονομικά, κοινωνικά, αναπτυξιακά και περιβαλλοντικά προβλήματα της εποχής μας.
Αν υπάρχει μια ορθή απάντηση στα μεγάλα προβλήματα δεν χρειάζεται να μπαίνουν σε διαβούλευση και ψήφιση, μια και ο λαός κάνει λάθη. Η οικονομία επιβάλλεται επί της πολιτικής, οι αγορές αντικαθιστούν το κοινωνικό κράτος, οι πολίτες πρέπει να μετατρέψουν τη ζωή και την οικογένειά τους σε μικρομάγαζα που αν δεν πετύχουν χρεοκοπούν.
Αυτά μας έλεγαν και στα χρόνια των παχιών αγελάδων, τα ίδια και στα δύσκολα χρόνια της κρίσης, μια και η Κεντροδεξιά και η Κεντροαριστερά δεν έχουν άλλη πρόταση πέρα από τη σύγκλιση στο «ακραίο» Κέντρο.
Η συμμετοχή των πολιτών αποθαρρύνθηκε, η εκλογική αποχή μεγάλωσε, το πολιτικό σύστημα και οι ίδιοι οι πολιτικοί απονομιμοποιήθηκαν. Σωστά, λοιπόν, κατέληξαν οι πολίτες στην απαξιωτική διαπίστωση «όλοι ίδιοι είστε» – είτε μπλε είτε πράσινο ψηφίσουμε παίρνουμε πάντα το ίδιο αποπνικτικό γκρι. Ογδόντα τοις εκατό των Ευρωπαίων είναι δυσαρεστημένοι με τους από πάνω, με τις διεφθαρμένες και διαπλεκόμενες ελίτ που ενδιαφέρονται μόνο για το συμφέρον τους.
Σε αυτό το σημείο η μεταδημοκρατία άρχισε να μεταμορφώνεται σε ανελεύθερη δημοκρατία. Η αίσθηση ταπείνωσης, αδιαφορίας, εγκατάλειψης που ένιωσαν οι λαοί, μπορούσε να γίνει αίτημα για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, όπως έγινε στην Ελλάδα το 2015. Ή μπορούσε να οδηγήσει σε ξενοφοβία, ρατσισμό, επίθεση σε μειονότητες –ιδεολογικά αλλά και σε ψυχολογικές εκλογικεύσεις: αιτία όλων των δεινών μας είναι κάποιοι «άλλοι» που μας κλέβουν την απόλαυση.
Οι δεξιοί λαϊκιστές συνδυάζουν ακριβώς την κάθετη απώλεια εμπιστοσύνης στις πολιτικές ελίτ με την οριζόντια διασπορά του φόβου των άλλων. Σε αυτό το έδαφος ευδοκιμεί η Νέα Δεξιά με την τριγωνική διαίρεση της κοινωνίας. Εμείς, ο λαός, είμαστε ενάντια στο κατεστημένο, γιατί οι ελίτ υποστηρίζουν τους άλλους, τους ξένους, που μας κλέβουν τις δουλειές, τα προνόμια, την απόλαυση.
Απάντηση σ’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση, που στη χώρα μας χρησιμοποιεί το Μακεδονικό για να εξαπλωθεί σε όλο το δεξιό και κεντρώο τόξο, αποτελεί η περισσότερη δημοκρατία. Πρέπει και τυπικά και ουσιαστικά να ξαναδοθει στον λαό φωνή· όλες οι κοινωνικές ομάδες πρέπει να αποκτήσουν φωνή –πλειοψηφικές και μειοψηφικές, κεντρικές και περιθωριακές– και αυτή η φωνή πρέπει να ακούγεται.
Εδώ, λοιπόν, ανήκει η συζήτηση για την απλή αναλογική. Και η υποστήριξη και η επίθεση εναντίον της στηρίζονταν στην άρρητη υπόθεση ότι το εκλογικό σύστημα (πρέπει να) απεικονίζει, περισσότερο ή λιγότερο ακριβώς, μια προϋπάρχουσα πολιτική πραγματικότητα.
Αλλά το εκλογικό σύστημα δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο, δεν αντικατοπτρίζει κάτι που υπάρχει ανεξάρτητα και πριν από την εκλογική διαδικασία. Αντίθετα, ο εκλογικός νόμος παρεμβαίνει στην κοινωνία και δημιουργεί ή μεταμορφώνει το πολιτικό πεδίο, δημιουργεί και διαμορφώνει μια νέα κοινωνική, ιδεολογική ή πολιτική ισορροπία.
Συζητώντας, λοιπόν, για το εκλογικό σύστημα, οφείλουμε να βάλουμε στην κουβέντα τη ρουσοϊκή έννοια της δημοκρατικής αυτονομίας. Επέστρεψε στις πρόσφατες αντιστάσεις ως «συμμετοχική» και ως «διαβουλευτική» (deliberative) δημοκρατία. Η πρώτη, υποστηρίζει την εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας και στο αντιπροσωπευτικό και το κοινωνικό επίπεδο. Από τα δημοψηφίσματα μέχρι τις αυτοδιοικητικές λαϊκές συνελεύσεις σε συνοικίες και γειτονιές, η άμεση δημοκρατία μπολιάζει με νέα (και ταυτόχρονα την πιο αρχαία) δυναμική την απισχνασμένη δημοκρατία μας.
Για τη «διαβουλευτική» θεωρία, η δημοκρατία δεν είναι απλώς μηχανισμός πρόσθεσης ψήφων και επιλογής ελίτ. Αντίθετα, βασική λειτουργία της είναι η καλλιέργεια της πολιτικής κρίσης των πολιτών με τη θεσμοποίηση διαδικασιών στοχασμού και αναστοχασμού περί των κοινών.
Το προσωπικό συμφέρον ή η ιδεολογία από την οποία ξεκινάμε όλοι μπαίνει έτσι σε διάλογο και δημιουργεί την έννοια του κοινού καλού. Η λειτουργία των εκλογών, ως μέρους του δημοκρατικού ιδεώδους, είναι να προωθούν την πολύπλευρη λαϊκή συμμετοχή και να βοηθούν στην καλλιέργεια της ατομικής και συλλογικής πολιτικής κρίσης. Αξιακά η δημοκρατία βάζει πρώτα την αυτονομία και μετά την επιλογή κυβερνήσεων. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να σταματήσουμε τη Νέα Δεξιά.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 16 Ιουλίου 2018.