Μακεδονία και ιδεολογία

*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στο opendemocracy.net (09 Ιουλίου 2018). Μεταφράστηκε για την Εποχή από τη Ζωή Γεωργούλα (29 Ιουλίου 2018).

Η ιστορική συμφωνία που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 2018, στις Πρέσπες, μεταξύ της Ελλάδας και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), βάζει τέλος σε μια διεθνή διαμάχη που κακοφορμίζει εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Η συμφωνία διασφαλίζει ένα ειρηνικό μέλλον με αλληλεγγύη και κοινή οικονομική ανάπτυξη για τους δύο λαούς και τα Βαλκάνια γενικότερα. Προβλέπει ότι η νέα ονομασία της ΠΓΔΜ θα είναι σύνθετη με γεωγραφικό προσδιορισμό («Βόρεια Μακεδονία»), ότι θα εφαρμοστεί τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο (erga omnes) και ότι το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ θα τροποποιηθεί αναλόγως.

Η συμ­φω­νία προσ­διο­ρί­ζει με σα­φή­νεια τα πο­λι­τι­κά, ι­στο­ρι­κά και πο­λι­τι­σμι­κά σύ­νο­ρα με­τα­ξύ της Ελλη­νι­κής Μα­κε­δο­νίας και της Βό­ρειας Μα­κε­δο­νίας. Η ο­λο­κλή­ρω­σή της ό­μως ε­ξαρ­τά­ται α­πό μια σει­ρά βή­μα­τα. Η ΠΓΔΜ θα διε­ξά­γει δη­μο­ψή­φι­σμα το φθι­νό­πω­ρο. Εάν οι πο­λί­τες α­πο­δεχ­θούν τη συμ­φω­νία, το Σύ­νταγ­μα θα τρο­πο­ποιη­θεί. Για αυ­τό α­παι­τεί­ται κοι­νο­βου­λευ­τι­κή πλειο­ψη­φία δύο τρί­των και, ε­πί του πα­ρό­ντος, τα κόμ­μα­τα που τάσ­σο­νται υ­πέρ της συμ­φω­νίας δεν την κα­τέ­χουν. Αν αυ­τά τα προ­α­παι­τού­με­να εκ­πλη­ρω­θούν στα βό­ρεια των συ­νό­ρων μας, τό­τε το ελ­λη­νι­κό κοι­νο­βού­λιο θα χρεια­στεί να ε­πι­κυ­ρώ­σει τη συμ­φω­νία. Ο δεύ­τε­ρος σε κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ι­σχύ κυ­βερ­νη­τι­κός ε­ταί­ρος, οι Ανε­ξάρ­τη­τοι Έλλη­νες, εί­ναι α­πο­φα­σι­στι­κά ε­να­ντίον της. Επο­μέ­νως, ο δρό­μος για την ο­λο­κλή­ρω­ση της συμ­φω­νίας εί­ναι γε­μά­τος με ε­μπό­δια. Ωστό­σο, η προσ­δο­κία και α­πό τις δύο πλευ­ρές εί­ναι ό­τι αυ­τή η σχε­δόν α­δύ­να­τη α­πο­στο­λή θα ο­λο­κλη­ρω­θεί με ε­πι­τυ­χία, κα­τά τους πρώ­τους μή­νες του ε­πό­με­νου έ­τους.

Η συμ­φω­νία σέ­βε­ται την α­ξιο­πρέ­πεια και το δι­καίω­μα για αυ­το­προσ­διο­ρι­σμό των Βο­ρειο­μα­κε­δό­νων. Απο­δέ­χε­ται την ύ­παρ­ξη μα­κε­δο­νι­κής γλώσ­σας, μέ­ρους της οι­κο­γέ­νειας των σλα­βι­κών γλωσ­σών (έ­να γε­γο­νός που α­πό και­ρό έ­χει α­να­γνω­ρι­στεί και α­πό τον Ο­ΗΕ και α­πό την Ελλά­δα, αλ­λά ό­χι α­πό τους έλ­λη­νες ε­θνι­κι­στές, οι ο­ποίοι βλέ­πουν α­λυ­τρω­τι­κές α­ξιώ­σεις σε αυ­τό). Προσ­διο­ρί­ζει την ε­θνι­κό­τη­τα ως «Μα­κε­δο­νι­κή/Πο­λί­τες της Βό­ρειας Μα­κε­δο­νίας». Εν γέ­νει η συμ­φω­νία κα­τα­δει­κνύει ό­τι ο σε­βα­σμός για την ταυ­τό­τη­τα των λαών εί­ναι ο μό­νος δρό­μος να α­ντι­με­τω­πι­στεί ο ε­θνι­κι­σμός.

Τι συ­νι­στά έ­θνος;

Η έ­ντο­νη συ­ζή­τη­ση για το «μα­κε­δο­νι­κό» ζή­τη­μα, κα­τά τις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις και με­τά τη σύ­να­ψη της συμ­φω­νίας τον Ιού­νιο, μας βο­η­θά να κα­τα­νοή­σου­με το σύγ­χρο­νο έρ­γο της ι­δε­ο­λο­γίας. Διά­φο­ρα ε­πι­χει­ρή­μα­τα ε­πι­στρα­τεύ­θη­καν α­πό τις α­ντι­πα­ρα­τι­θέ­με­νες πλευ­ρές στην Ελλά­δα: ο ό­ρος «Μα­κε­δο­νία» α­να­φέ­ρε­ται εί­τε στην ι­στο­ρία και την πα­ρά­δο­ση της πε­ριο­χής, ε­πο­μέ­νως εί­ναι α­πο­κλει­στι­κά ελ­λη­νι­κός, εί­τε εί­ναι γεω­γρα­φι­κός προσ­διο­ρι­σμός, εν τοιαύ­τη πε­ρι­πτώ­σει το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της μα­κε­δο­νι­κής πε­ρι­φέ­ρειας βρί­σκε­ται στην Ελλά­δα -πε­ρί­που το 40% στην ΠΓΔΜ και έ­να μι­κρό μέ­ρος στη Βουλ­γα­ρία. Η Μα­κε­δο­νία εί­ναι εί­τε α­πο­κλει­στι­κά ελ­λη­νι­κή εί­τε έ­νας προσ­διο­ρι­σμός που α­νή­κει και σε άλ­λους λα­ούς. Ο λαός της «Μα­κε­δο­νίας» εί­ναι εί­τε έ­θνος εί­τε μη-ε­θνο­τι­κός πλη­θυ­σμός. Η Μα­κε­δο­νία έ­χει α­νε­ξάρ­τη­τη γλώσ­σα ή πρό­κει­ται για διά­λε­κτο της βουλ­γα­ρι­κής· εί­ναι γεω­γρα­φι­κή πε­ριο­χή ή α­νε­ξάρ­τη­το κρά­τος. Και αυ­τά εί­ναι μό­νο αυ­τά που συ­ζη­τού­νται στην Ελλά­δα.

Εί­ναι σα­φές ό­τι το νό­η­μα του ό­ρου «Μα­κε­δο­νία» τί­θε­ται υ­πό σο­βα­ρή αμ­φι­σβή­τη­ση. Επι­πλέ­ον, η α­ντί­λη­ψή μας για το τι συ­νι­στά «έ­θνος» εί­ναι αρ­κε­τά αμ­φί­ση­μη. Αυ­τός ο πυ­ρή­νας α­το­μι­κής και συλ­λο­γι­κής ταυ­τό­τη­τας πα­ρα­μέ­νει εν πολ­λοίς ο­μι­χλώ­δης και ά­γνω­στος. Μο­λα­ταύ­τα, εί­μα­στε α­πο­φα­σι­σμέ­νοι να κι­νη­το­ποιη­θού­με, να συμ­με­τά­σχου­με σε συ­γκε­ντρώ­σεις και δια­δη­λώ­σεις, να πα­λέ­ψου­με ο έ­νας ε­να­ντίον του άλ­λου, χω­ρίς να γνω­ρί­ζου­με πλή­ρως τι δια­κυ­βεύε­ται.

«Αντί­πα­λοι» ε­θνι­κι­σμοί

Στην Ελλά­δα, οι ε­θνι­κι­στές α­πει­λούν υ­πουρ­γούς και βου­λευ­τές του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που στη­ρί­ζουν τη συμ­φω­νία -ο­ρι­σμέ­νοι έ­χουν δεχ­θεί και α­πει­λές κα­τά της ζωής τους-, ε­πι­χει­ρούν να δια­λύ­σουν εκ­δη­λώ­σεις που ε­ξη­γούν τα ζη­τή­μα­τα γύ­ρω α­πό τη συμ­φω­νία και έ­χουν προ­σπα­θή­σει να εκ­τρο­χιά­σουν τη συμ­φω­νία. Στην ΠΓΔΜ, η α­ντι­πο­λί­τευ­ση έ­χει α­ντι­στοί­χως στη­ρί­ξει δια­δη­λώ­σεις ε­νά­ντια στη συμ­φω­νία και έ­χει α­σκή­σει δίω­ξη ε­να­ντίον υ­πουρ­γών και βου­λευ­τών που τάσ­σο­νται υ­πέρ της συμ­φω­νίας για ε­σχά­τη προ­δο­σία. Οι έλ­λη­νες ε­θνι­κι­στές δεν θέ­λουν τους βό­ρειους γεί­το­νές μας να χρη­σι­μο­ποιή­σουν τη λέ­ξη «Μα­κε­δο­νία» με κα­νέ­να τρό­πο στην ο­νο­μα­σία της χώ­ρας τους. Οι ο­μοϊδεά­τες τους στην ΠΓΔΜ δεν θέ­λουν κα­νέ­να προσ­διο­ρι­σμό δί­πλα στην ο­νο­μα­σία τους. Όπως συμ­βαί­νει συ­νή­θως με τους α­ντί­πα­λους ε­θνι­κι­σμούς, εί­ναι οι δύο ό­ψεις του ί­διου νο­μί­σμα­τος. Αυ­τό που εί­ναι μο­να­δι­κό ό­σον α­φο­ρά τη συμ­φω­νία εί­ναι ό­τι έ­να ζή­τη­μα αμ­φι­σβη­τού­με­νης ταυ­τό­τη­τας, τό­σο συ­νη­θι­σμέ­νο στις πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κές κοι­νω­νίες, έ­χει γί­νει διε­θνής δια­μά­χη και έ­χει ε­πι­λυ­θεί μέ­σω μιας νο­μι­κά δε­σμευ­τι­κής διε­θνούς συμ­φω­νίας. Στη Μα­κε­δο­νία, η πο­λι­τι­κή ταυ­τό­τη­τας ει­σήχ­θη στον τε­τριμ­μέ­νο κό­σμο του διε­θνούς πο­λι­τι­κού ρε­α­λι­σμού.

Ιδε­ο­λο­γία, με­τα­ξύ γνώ­σης και α­συ­νεί­δη­του

Πώς, ό­μως, η ι­δε­ο­λο­γία συμ­φι­λιώ­νει αυ­τές τις ο­ξύ­τα­τες α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις; Η ι­δε­ο­λο­γία λει­τουρ­γεί στον εν­διά­με­σο χώ­ρο με­τα­ξύ της γνώ­σης και του α­συ­νει­δή­του, με­τα­ξύ αυ­τών για τα ο­ποία εί­μα­στε σί­γου­ροι και αυ­τών που α­πο­τε­λούν μυ­στή­ρια τα ο­ποία δεν κα­τα­νοού­με α­πο­λύ­τως, πα­ρό­τι μας κα­θο­ρί­ζουν. Οι πρά­ξεις μας συ­χνά ο­δη­γού­νται α­πό την ε­πι­θυ­μία, το τραύ­μα και το φό­βο. Η πο­λι­τι­κή της Δε­ξιάς στο «μα­κε­δο­νι­κό» α­πο­τε­λεί πα­ρά­δειγ­μα. Πολ­λοί α­πό αυ­τούς που α­πορ­ρί­πτουν τη συμ­φω­νία, ι­διαί­τε­ρα ό­σοι έ­χουν ζή­σει στο ε­ξω­τε­ρι­κό ή γνω­ρί­ζουν α­πό δι­πλω­μα­τία, α­να­γνω­ρί­ζουν, σε ι­διω­τι­κές συ­ζη­τή­σεις και πε­ρι­στα­σια­κά σε δη­μό­σιες, ό­τι έ­χει δη­μιουρ­γη­θεί μια ευ­και­ρία για να λυ­θεί έ­να πρό­βλη­μα που έ­μοια­ζε ά­λυ­το. Συμ­φω­νούν ό­τι αυ­τό πρέ­πει να γί­νει σύ­ντο­μα διό­τι το «τραύ­μα» της ελ­λεί­που­σας ο­νο­μα­σίας κα­κο­φορ­μί­ζει και οι δύο χώ­ρες έ­χουν χά­σει πολ­λά λει­τουρ­γώ­ντας α­διάλ­λα­κτα.

Η Ελλά­δα θα κερ­δί­σει α­πό τη συμ­φω­νία. Εκα­τόν σα­ρά­ντα τέσ­σε­ρις χώ­ρες, με­τα­ξύ των ο­ποίων η Η­ΠΑ, η Ρω­σία και η Κί­να, έ­χουν α­να­γνω­ρί­σει την ΠΓΔΜ με τη συ­νταγ­μα­τι­κή της ο­νο­μα­σία, ως «Δη­μο­κρα­τία της Μα­κε­δο­νίας». Ο ελ­λη­νι­κός ι­σχυ­ρι­σμός ό­τι ο ό­ρος «Μα­κε­δο­νία» α­να­φέ­ρε­ται α­πο­κλει­στι­κά στην κλα­σι­κή αρ­χαιό­τη­τα, κα­ταρ­ρί­πτε­ται κα­θη­με­ρι­νά σε διε­θνή φό­ρα και ΜΜΕ, που χρη­σι­μο­ποιούν τη συ­νταγ­μα­τι­κή ο­νο­μα­σία. Θυ­μά­μαι ό­τι η α­κα­τα­νό­η­τη ελ­λη­νι­κή άρ­νη­ση της ο­νο­μα­σίας που χρη­σι­μο­ποιού­ταν α­πό ό­λους σε α­κα­δη­μαϊκά συ­νέ­δρια, δη­μιουρ­γού­σε α­πο­ρία και ει­ρω­νι­κά σχό­λια. Η σύν­θε­τη ο­νο­μα­σία με γεω­γρα­φι­κό προσ­διο­ρι­σμό θα α­πο­τρέ­ψει τους ψευ­δείς ι­σχυ­ρι­σμούς των ε­θνι­κι­στών της ΠΓΔΜ για ι­στο­ρία και πα­ρά­δο­ση που κρα­τά χι­λιε­τίες.

Οι γεί­το­νές μας κερ­δί­ζουν α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρα. Θα πά­ψουν να εί­ναι πα­ρίες της διε­θνούς κοι­νό­τη­τας, ε­ξαι­τίας του ελ­λη­νι­κού βέ­το για την ο­νο­μα­σία τους. Η στα­θε­ρό­τη­τα θα εί­ναι εγ­γυη­μέ­νη, τα αι­τή­μα­τα έ­ντα­ξης στο ΝΑ­ΤΟ και την ΕΕ θα προ­χω­ρή­σουν, δια­σφα­λί­ζο­ντας μελ­λο­ντι­κή στα­θε­ρό­τη­τα και α­νά­πτυ­ξη για την πε­ριο­χή. Η συμ­φω­νία εί­ναι ο ο­ρι­σμός της πε­ρί­πτω­σης ό­που και οι δύο πλευ­ρές εί­ναι κερ­δι­σμέ­νες.

Ο πα­ρα­λο­γι­σμός του α­συ­νεί­δη­του

Ωστό­σο, το δε­ξιό α­συ­νεί­δη­το, τραυ­μα­τι­σμέ­νο α­πό την α­πώ­λεια ε­ξου­σίας α­πό τους «ε­πα­να­στά­τες» της ρι­ζο­σπα­στι­κής α­ρι­στε­ράς, δρα ε­νά­ντια στη λο­γι­κή. Η πλέ­ον ση­μα­ντι­κή ε­πι­θυ­μία του εί­ναι να ξε­φορ­τω­θεί την κυ­βέρ­νη­ση και να ε­πα­να­φέ­ρει την ε­ξου­σία στους «νό­μι­μους κα­τό­χους» της, που κυ­βέρ­νη­σαν τη χώ­ρα για σα­ρά­ντα χρό­νια, την χρε­ο­κό­πη­σαν και την γο­νά­τι­σαν το 2010.

Η ε­πι­στρο­φή του κρά­τους στη δυ­να­στι­κή και πο­λι­τι­κή κα­νο­νι­κό­τη­τα εί­ναι πο­λύ πιο ση­μα­ντι­κή α­πό το ε­θνι­κό συμ­φέ­ρον. Η θέ­ση που ε­πι­τεύχ­θη­κε με τη συμ­φω­νία των Πρε­σπών (σύν­θε­τη ο­νο­μα­σία, erga omnes και συ­νταγ­μα­τι­κή τρο­πο­ποίη­ση) σχε­διά­στη­κε α­πό τη δε­ξιά κυ­βέρ­νη­ση του πρω­θυ­πουρ­γού Κώ­στα Κα­ρα­μαν­λή το 2008 και α­πό τό­τε εί­ναι γνω­στή ως η «ε­θνι­κή» θέ­ση ε­πί του ζη­τή­μα­τος. Μο­λα­ταύ­τα, πα­ρά την κα­τα­γω­γή και την κυ­ριό­τη­τα της κυ­βερ­νη­τι­κής θέ­σης, οι δε­ξιοί α­πέρ­ρι­ψαν τη συμ­φω­νία και ε­πι­τέ­θη­καν στην κυ­βέρ­νη­ση, κά­νο­ντας ο­τι­δή­πο­τε μπο­ρούν για να α­πο­τρέ­ψουν μια συμ­φω­νία και, με­τά την υ­πο­γρα­φή της, για να την τορ­πι­λί­σουν α­να­τρέ­πο­ντας την κυ­βέρ­νη­ση.

Οι αρ­νη­τι­κές γεω­πο­λι­τι­κές και οι­κο­νο­μι­κές συ­νέ­πειες της α­πο­τυ­χίας εί­ναι γνω­στές ευ­ρέως, αλ­λά αυ­τό δεν στα­μα­τά την α­πορ­ρι­πτι­κή στά­ση πο­λι­τι­κών και σχο­λια­στών. Πρό­κει­ται για έ­να κα­λό πα­ρά­δειγ­μα του πα­ρα­λο­γι­σμού του α­συ­νεί­δη­του: «Ξέ­ρω κα­λά ό­τι οι πρά­ξεις μου θα βλά­ψουν την πα­τρί­δα και τα συμ­φέ­ρο­ντά της, ό­μως συ­νε­χί­ζω να τις ε­κτε­λώ».

Από­κρου­ση κά­θε ε­πί­κρι­σης

Η συ­μπε­ρι­φο­ρά του Κο­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Ελλά­δας δεν δια­φέ­ρει ση­μα­ντι­κά. Οι ε­πι­κε­φα­λής του ε­πι­μέ­νουν να ε­πα­να­λαμ­βά­νουν δογ­μα­τι­κά και α­πλοϊκά α­ξιώ­μα­τα για τα κα­κά του ι­μπε­ρια­λι­σμού και του κα­πι­τα­λι­σμού. Υπο­τί­θε­ται ό­τι υ­πε­ρα­σπί­ζο­νται τα συμ­φέ­ρο­ντα της ερ­γα­τι­κής τά­ξης, αλ­λά την ί­δια στιγ­μή ε­πι­κρί­νουν κυ­βερ­νη­τι­κές πο­λι­τι­κές για τη στή­ρι­ξη των φτω­χών, υ­πο­νο­μεύο­ντας έ­τσι τον ι­σχυ­ρι­σμό τους ό­τι στη­ρί­ζουν τους μη προ­νο­μιού­χους. Η ι­δε­ο­λο­γία δεν εί­ναι πλέ­ον η κλα­σι­κή μαρ­ξι­στι­κή «ψευ­δής συ­νεί­δη­ση»: Οι πο­λι­τι­κοί έ­χουν πλή­ρη συ­νεί­δη­ση ό­τι οι πρά­ξεις τους α­ντι­στρα­τεύο­νται τη γνώ­ση τους, αλ­λά αυ­τό δεν τους στα­μα­τά. Στην πε­ρί­πτω­σή μας πρό­κει­ται για μια πε­φω­τι­σμέ­νη ψευ­δή συ­νεί­δη­ση: Οι πο­λι­τι­κοί δη­μιουρ­γούν μια ζώ­νη α­σφα­λείας γύ­ρω τους, η ο­ποία ε­ξο­στρα­κί­ζει ό­τι γνω­ρί­ζουν αλ­λά δεν μπο­ρούν να δεχ­θούν. Η ι­δε­ο­λο­γία α­να­γνω­ρί­ζει τα λά­θη της αλ­λά η υ­γειο­νο­μι­κή ζώ­νη α­πο­τρέ­πει κά­θε ε­πί­κρι­ση. Οι πο­λι­τι­κοί γνω­ρί­ζουν ό­τι δρουν ε­να­ντίον των συμ­φε­ρό­ντων και των αρ­χών τους, συ­νε­χί­ζουν μο­λα­ταύ­τα.

Η με­τα-ι­δε­ο­λο­γία των κε­νών ση­μαι­νό­ντω­ν

Αυ­τές οι α­ντι­φά­σεις α­ντι­κα­θι­στούν την ι­δε­ο­λο­γι­κή σύ­γκρου­ση με τον κυ­νι­σμό και την υ­πο­κρι­σία. Τα ση­μά­δια τους εί­ναι πα­ντού. Οι πο­λι­τι­κοί αρ­νού­νται ό­τι οι πρά­ξεις τους εί­ναι υ­πο­κρι­τι­κές και κα­τη­γο­ρούν ό­λους τους άλ­λους για αυ­τα­πά­τες και ψέ­μα­τα. Οι πε­ποι­θή­σεις τους εί­ναι στέ­ρεες, οι ι­δέες τους πραγ­μα­τι­κές, των α­ντι­πά­λων τους συ­νή­θως λά­θος. Ο ι­σχυ­ρι­σμός ό­τι έ­χου­με την α­λή­θεια με το μέ­ρος μας εί­ναι η πιο ι­σχυ­ρή ι­δε­ο­λο­γία στην ε­πο­χή που δια­νύου­με, αυ­τήν της με­τα-ι­δε­ο­λο­γίας. Αυ­τό βρί­σκει ε­φαρ­μο­γή ε­ξί­σου και σε αυ­τούς που ε­πι­κα­λού­νται την «α­διαμ­φι­σβή­τη­τη» γνώ­ση τους και σε ε­κεί­νους που α­κο­λου­θούν τα συ­ναι­σθή­μα­τά τους. Πώς;

Η ε­πι­θυ­μία εί­ναι η ε­πι­θυ­μία του άλ­λου: τα συ­ναι­σθή­μα­τα ε­νερ­γο­ποιού­νται α­πό α­μοι­βαίες σχέ­σεις με τους άλ­λους. Έχω δυ­να­τά συ­ναι­σθή­μα­τα, πι­στεύω σε κά­τι πα­θια­σμέ­να, ό­ταν γνω­ρί­ζω ό­τι και άλ­λοι το πι­στεύουν ή το ε­πι­θυ­μούν. Πολ­λοί Έλλη­νες δεν κα­τα­λα­βαί­νουν τα λό­για της λει­τουρ­γίας, για πα­ρά­δειγ­μα, διό­τι η εκ­κλη­σια­στι­κή γλώσ­σα εί­ναι αρ­χαΐζου­σα. Ωστό­σο, ό­ταν ο ιε­ρέ­ας τα πα­ρα­θέ­τει στην εκ­κλη­σια­στι­κή λει­τουρ­γία, εί­μα­στε δια­τε­θει­μέ­νοι να τα πι­στέ­ψου­με. Οι εκ­κλη­σια­στι­κές τε­λε­τές, τα λε­γό­με­να «μυ­στή­ρια», εί­ναι ε­ξί­σου και γλωσ­σο­λο­γι­κά μυ­στή­ρια. Ο ιε­ρέ­ας ξέ­ρει το νό­η­μα τους και αυ­τό εί­ναι αρ­κε­τό για τους εκ­κλη­σια­ζό­με­νους.

Αντί­στοι­χα, τε­χνι­κές μα­κροοι­κο­νο­μι­κές ή δη­μο­σιο­νο­μι­κές α­να­λύ­σεις για την κρί­ση ή το χρέ­ος εί­ναι α­κα­τα­νό­η­τες για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους. Ωστό­σο, αν οι οι­κο­νο­μο­λό­γοι τις κα­τα­λα­βαί­νουν, τους πι­στεύου­με δί­χως να ε­ρευ­νού­με πε­ραι­τέ­ρω. Αυ­τό που έ­χει ση­μα­σία εί­ναι ό­τι ο­ρι­σμέ­νοι άν­θρω­ποι -πο­λι­τι­κοί, ε­πι­στή­μο­νες, ει­δι­κοί- ξέ­ρουν τις α­πα­ντή­σεις, α­κό­μα κι αν με­τα­ξύ τους υ­πάρ­χουν δια­φω­νίες. Σε μια κοι­νω­νία ό­που η πλη­ρο­φο­ρία ρέει α­στα­μά­τη­τα, δί­νου­με την ι­σχύ σε άλ­λους να πι­στεύουν για ε­μάς. Όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο η κοι­νω­νία μας συλ­λέ­γει πλη­ρο­φο­ρίες και δε­δο­μέ­να, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο η προ­σω­πι­κή μας ά­γνοια με­γα­λώ­νει, συ­νο­δευό­με­νη α­πό την πί­στη και τη στή­ρι­ξη για κά­ποιους λί­γους ε­κλε­κτούς. Πι­στεύου­με με πλη­ρε­ξού­σιο.

Ο συν­δυα­σμός κυ­νι­σμού και ι­σχυ­ρι­σμών για την α­λή­θεια εί­ναι η κυ­ρίαρ­χη ι­δε­ο­λο­γία της με­τα-ι­δε­ο­λο­γι­κής ε­πο­χής μας. Πα­ρό­λο που δεν πι­στεύω πραγ­μα­τι­κά τί­πο­τα πέ­ρα α­πό το συμ­φέ­ρον μου, προ­σποιού­μαι πί­στη σε αυ­τό που πι­στεύουν οι άλ­λοι και το­πο­θε­τώ την πί­στη μου σε αυ­τούς. Όπως οι α­ντι­προ­σω­πείες αυ­το­κι­νή­των ή λευ­κών ει­δών, εκ­πρό­σω­ποι ι­δεών μού λέ­νε τι να πι­στέ­ψω. Όταν βλέ­πω κά­ποιον να γε­λά­ει ή να κλαίει, γε­λάω ή κλαίω μα­ζί τους. Ομοίως, ό­ταν οι άλ­λοι ε­πα­να­λαμ­βά­νουν έ­να ε­πι­χεί­ρη­μα, το α­πο­δέ­χο­μαι, ώ­στε να μπο­ρώ και ε­γώ να πι­στεύω έ­χο­ντας πλή­ρη ά­γνοια για το θέ­μα.

Το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό νό­η­μα

Η με­τα-ι­δε­ο­λο­γία εί­ναι δο­μη­μέ­νη γύ­ρω α­πό κε­νά ση­μαί­νο­ντα, ό­πως «Μα­κε­δο­νία» ή «έ­θνος». Ση­μαί­νουν δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα για δια­φο­ρε­τι­κούς αν­θρώ­πους. Εφό­σον δεν εί­ναι ε­φι­κτό να τα πε­ρι­γρά­ψου­με ή να τα ο­ρί­σου­με α­να­ντίρ­ρη­τα, κά­θε ο­μά­δα τούς α­πο­δί­δει τις δι­κές της προ­τι­μή­σεις, ε­πι­χει­ρώ­ντας να προσ­δώ­σει έ­να ση­μαι­νό­με­νο στην κε­νή -ή πλή­ρης- νοή­μα­τος λέ­ξη. Η πο­λυ­ση­μία αυ­τών των λέ­ξεων τις κα­θι­στά ι­δα­νι­κό έ­δα­φος για τη δό­μη­ση α­το­μι­κών και συλ­λο­γι­κών ταυ­το­τή­των. Κα­θώς εί­ναι α­νέ­φι­κτο να τις ο­ρί­σου­με λε­κτι­κά, α­να­φε­ρό­μα­στε σε αυ­τές μέ­σω ση­μα­ντι­κών γε­γο­νό­των ή ει­κό­νων. «Για να μπο­ρέ­σεις να κα­τα­λά­βεις το νό­η­μα της Μα­κε­δο­νίας, πρέ­πει να έ­χεις πά­ρει μέ­ρος σε μια δια­δή­λω­ση ε­να­ντίον της συμ­φω­νίας», λέ­νε ο­ρι­σμέ­νοι. Ή δεί­χνου­με μια ει­κό­να: ο ή­λιος της Βερ­γί­νας, το ά­γαλ­μα του Μέ­γα Αλέ­ξαν­δρου, η ε­θνι­κή ση­μαία ή το μνη­μείο του Αγνώ­στου Στρα­τιώ­τη.

Τί­πο­τα α­πό αυ­τά δεν ε­ξη­γεί τι εί­ναι η Μα­κε­δο­νία. Φέρ­νουν, ό­μως, στο νου κι άλ­λες ει­κό­νες χα­ράς, α­νά­τα­σης, συ­ναι­σθη­μα­τι­κής ε­μπλο­κής: ο Παρ­θε­νώ­νας, το ά­γαλ­μα κά­ποιου άλ­λου ή­ρωα, οι πα­νη­γυ­ρι­σμοί για το ευ­ρω­παϊκό πρω­τά­θλη­μα στο πο­δό­σφαι­ρο το 2004, το έμ­βλη­μα της πο­δο­σφαι­ρι­κής σου ο­μά­δας. Ο συν­δυα­σμός τους δη­μιουρ­γεί έ­να συ­νον­θύ­λευ­μα συ­νε­πειών που δί­νει συ­ναι­σθη­μα­τι­κό νό­η­μα στη Μα­κε­δο­νία. Δεν εν­δια­φέ­ρε­ται για λε­πτο­με­ρή ι­στο­ρι­κά, γεω­γρα­φι­κά ή γεω­πο­λι­τι­κά ε­πι­χει­ρή­μα­τα, αλ­λά εί­ναι πο­λύ ι­σχυ­ρό­τε­ρος α­πό αυ­τά. Θα μπο­ρού­σα­με να α­πα­ριθ­μή­σου­με πα­ρό­μοια σύμ­βο­λα και ει­κό­νες που ε­πη­ρέ­α­σαν το δη­μο­ψή­φι­σμα για το Brexit και τη διά­δο­χη συ­ζή­τη­ση.

«Η Μα­κε­δο­νία των ο­νεί­ρων μας»

Η ψυ­χο­λο­γι­κή αρ­χι­τε­κτο­νι­κή που δο­μεί γύ­ρω α­πό λέ­ξεις και ει­κό­νες εί­ναι μέ­ρος της α­το­μι­κής και συλ­λο­γι­κής μας πά­λης για α­να­γνώ­ρι­ση. Η ε­πι­θυ­μία των άλ­λων συ­νι­στά την ταυ­τό­τη­τά μας, α­να­γνω­ρί­ζο­ντας ή α­να­γνω­ρί­ζο­ντας ε­σφαλ­μέ­να τις συ­νι­στώ­σες της. Δεν εί­μα­στε πο­τέ βέ­βαιοι για το νό­η­μα συμ­βό­λων ή για το στέ­ρεο χα­ρα­κτή­ρα της α­το­μι­κής ή της συλ­λο­γι­κής μας ταυ­τό­τη­τας. Έτσι, η ψυ­χα­νά­λυ­ση δί­νει έμ­φα­ση στο ρό­λο των άλ­λων σε αυ­τήν την πά­λη και δια­χω­ρί­ζει με­τα­ξύ δύο τύ­πων ορ­γά­νω­σης της α­ντί­δρα­σής μας, το «ι­δα­νι­κό ε­γώ» και το «ι­δα­νι­κό του ε­γώ».

Στο ι­δα­νι­κό ε­γώ, το α­το­μι­κό φα­ντα­σια­κό, με τις ει­κό­νες και τη φα­ντα­σία του, προ­βάλ­λει μια ι­δα­νι­κή ταυ­τό­τη­τα και α­ντι­σταθ­μί­ζει έ­τσι τις α­πώ­λειες, τη φροϊδι­κή δυ­σα­ρέ­σκεια για τις α­πο­τυ­χίες και τις α­πο­γο­η­τεύ­σεις της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Στην πε­ρί­πτω­ση της Μα­κε­δο­νίας, εί­μαι ε­νη­με­ρω­μέ­νος, μορ­φω­μέ­νος, α­νε­κτι­κός πα­ρά τις δυ­σκο­λίες της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Η α­φο­σίω­ση στη γνώ­ση και τις α­ξίες ε­ξα­σφα­λί­ζει τη δια­νο­η­τι­κή α­νω­τε­ρό­τη­τα.

Το συλ­λο­γι­κό φα­ντα­σια­κό, α­πό την άλ­λη, προ­βάλ­λει την έν­δο­ξη ε­θνι­κή ι­στο­ρία και έ­να λα­μπρό μέλ­λον. Η Μα­κε­δο­νία, ο Μέ­γας Αλέ­ξαν­δρος, οι νί­κες στους Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους α­να­δει­κνύο­νται σε πλευ­ρές της γνώ­σης και της ε­πι­στη­μο­νι­κής κα­τα­νό­η­σης -ο­πό­τε εί­μαι υ­πέρ της συμ­φω­νίας- ή α­να­δει­κνύο­νται ως ε­θνι­κός μύ­θος, πα­ρά­δο­ση, πο­λι­τι­σμός -ο­πό­τε εί­μαι κα­τά της συμ­φω­νίας. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, αυ­τά τα συλ­λο­γι­κά φα­ντα­σια­κά α­ντι­σταθ­μί­ζουν τις ε­θνι­κές τα­πει­νώ­σεις, τη φτω­χο­ποίη­ση των αν­θρώ­πων, τους πε­ριο­ρι­σμούς της ε­θνι­κής κυ­ριαρ­χίας.

Στο ι­δα­νι­κό του ε­γώ, βλέ­πω τον ε­αυ­τό μου α­πό τη θέ­ση του άλ­λου και προ­σπα­θώ να γί­νω ή να κά­νω αυ­τό που ο άλ­λος προσ­δο­κά α­πό ε­μέ­να. Αυ­τό εί­ναι το νό­η­μα της α­ντι-ε­θνι­κι­στι­κής ι­κα­νο­ποίη­σης με την τε­ρά­στια διε­θνή α­πο­δο­χή και της ε­θνι­κι­στι­κής με τις δια­δη­λώ­σεις κα­τά της συμ­φω­νίας σε βορ­ρά και νό­το. Γί­νο­μαι το ί­διο με τους άλ­λους, πι­στεύω ό,τι πι­στεύουν, α­πο­δέ­χο­μαι την ε­πι­θυ­μία του ναρ­κισ­σι­στή που βλέ­πει στους άλ­λους το δι­κό του εί­δω­λο.

Κά­που α­νά­με­σα στη φα­ντα­σία μας, την α­λή­θεια και τις ε­πι­θυ­μίες των άλ­λων, βα­δί­ζου­με, α­πό δια­φο­ρε­τι­κά μο­νο­πά­τια, προς τη «Μα­κε­δο­νία των ο­νεί­ρων μας». Εν τω με­τα­ξύ, η ευ­ρύ­τε­ρη δυ­να­τή α­πο­δο­χή της συμ­φω­νίας των Πρε­σπών εί­ναι ο κα­λύ­τε­ρος τρό­πος για να οι­κο­δο­μή­σου­με Βαλ­κά­νια με φι­λία και ει­ρή­νη. Όχι και μι­κρό ε­πί­τευγ­μα, αν α­να­λο­γι­στού­με ό­τι λι­γό­τε­ρο α­πό τριά­ντα χρό­νια πριν δο­λο­φο­νι­κοί ε­θνι­κι­στι­κοί πό­λε­μοι ε­ξο­λό­θρευαν και ε­ξο­στρά­κι­ζαν α­πό τα σπί­τια τους χι­λιά­δες αν­θρώ­πους.