Μακεδονία και Μίλητος

Η ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου μάς ειδοποίησε, τη δεκαετία του 1990, αν ακούσουμε στο Πανεπιστήμιο, τον δρόμο ή αλλού αναφορά στη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», να διαμαρτυρηθούμε αμέσως και να εξηγήσουμε ότι οι γείτονες δεν δικαιούνται να ονομάζονται έτσι.

Αν αυτό συμβεί σε δημόσιο χώρο, σε κάποιο ακαδημαϊκό συνέδριο ή συμπόσιο, και οι οργανωτές δεν δέχονται να απολογηθούν για την ονομασία ή να αφαιρέσουν το προσβλητικό ταμπελάκι με το απαγορευμένο όνομα, πρέπει να αποχωρήσουμε εκδηλώνοντας την αντίθεσή μας με τον πιο έντονο τρόπο. Για να είμαστε σίγουροι χρειαζόμαστε ένα «Μακεδονόμετρο» λέγαμε, σαν τους ανιχνευτές καπνού στα αεροπλάνα, που θα χτυπούσε κάθε φορά που ακουγόταν το ακατονόμαστο.

Δεν το κάναμε βέβαια. Αλλά όποτε ερχόταν η συζήτηση στο «πρόβλημα», ξένοι πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι ή απλοί άνθρωποι αντιμετώπιζαν την Ελλάδα συγκαταβατικά, περίπου όπως αντιμετωπίζει κανείς μικρά παιδιά που κάνουν παράλογα πράγματα.

Ηταν κομμάτι του ακατανόητου «It’s all Greek to me». Φίλοι διπλωμάτες τότε και τώρα μας διηγούνταν ιστορίες γελοιοποίησης, ταπείνωσης, σαν αυτές που οδηγούν στη σκέψη «να ανοίξει η γη να με καταπιεί». Στην Ελλάδα, πάλι, ήταν η πρώτη φορά μετά τη δικτατορία που αισθανόσουν απειλούμενος αν μιλούσες σε ταβέρνα ή καφενείο για το «Μακεδονικό» διαφωνώντας με την επίσημη ιδεολογία.

Είκοσι χρόνια μετά το τέλος τού «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», επιστρέφαμε στις γελοίες πρακτικές της χούντας. Τώρα, τριάντα χρόνια αργότερα, γυρίζουμε για δεύτερη φορά σε συλλαλητήρια και διαμαρτυρίες που συνδυάζουν το απειλητικό και εκφοβιστικό με το αισθητικά υποβαθμισμένο. Το παράδοξο είναι ότι τώρα έχουμε την καλύτερη δυνατή συμφωνία που όχι μόνο λύνει το πρόβλημα αλλά ανοίγει την προοπτική οριστικού τέλους στη «μακεδονική σαλάτα» και τη δεύτερη «βαλκανοποίηση» της όλης περιοχής.

Οι επιτυχίες της Συμφωνίας των Πρεσπών

Την προηγούμενη περίοδο έξαρσης του «Μακεδονικού» ένιωσα τι σημαίνει να γίνεται η χώρα σου αντικείμενο ακατανοησίας και απαξίωσης. Σήμερα η κατάσταση έχει αντιστραφεί. Είναι σχετικά νέο φαινόμενο η πλειονότητα των αναφορών στη χώρα να είναι θετικές. Μπήκαμε πάλι στις πρώτες σελίδες του διεθνούς Τύπου αλλά με επαίνους όχι τις συνηθισμένες επιθέσεις της τελευταίας δεκαετίας. Η θέση της χώρας μας αναβαθμίστηκε και από δέκτης γινόμαστε δημιουργός των περίφημων «βέλτιστων πρακτικών».

Την περασμένη Δευτέρα ήμουν προσκεκλημένος του Ρουμάνου πρέσβη σε γεύμα εργασίας σε αθηναϊκό ξενοδοχείο μαζί με τους 27 πρεσβευτές της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Συζητήσαμε για τρεις ώρες όλα τα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής με κεντρική αναφορά βέβαια στις Πρέσπες. Δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς τη Σουηδία, τη Νορβηγία ή την Πορτογαλία ότι είναι μέρος ενός ιμπεριαλιστικού σχεδίου ή ότι έχουν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στα Βαλκάνια.

Εν τούτοις, όσοι μίλησαν έδωσαν συγχαρητήρια στην Ελλάδα για τη συμφωνία και εξέφρασαν την αγωνία τους για το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Η χώρα μας είναι το μόνο σημείο σταθερότητας στην περιοχή, τόνισαν, και δίνει μαθήματα καλής γειτονίας. Οι έπαινοι έδιναν την εντύπωση ότι η συμφωνία τούς είχε ξαφνιάσει. Αλήθεια, αν έλεγε κανείς πριν από δύο χρόνια ότι το ονοματολογικό θα λυθεί σύντομα, θα τον έπαιρναν για τρελό, μια και είχε αναχθεί σε άλυτο γρίφο σαν το Παλαιστινιακό ή το Κυπριακό.

Από την καχυποψία και τις επιφυλάξεις, η συμφωνία ανοίγει πρώτη φορά στη μετα-γιουγκοσλαβική εποχή τη δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ λαών, εθνών και πολιτισμών. Και ως έμπειροι διπλωμάτες, οι πρεσβευτές κατήγγειλαν, διπλωματικά και χαμηλόφωνα βέβαια, τη στάση της αντιπολίτευσης.

Αλλά οι Πρέσπες αποτελούν και τη μοναδική πρόσφατη επιτυχία για μια Ευρώπη που παραπαίει εσωτερικά και έχει ελάχιστη επιρροή διεθνώς. Η συμφωνία δημιουργεί ένα ανεπανάληπτο διεθνές πρότυπο, ένα μοντέλο για την επίλυση δύσκολων προβλημάτων με ταυτοτικά στοιχεία. Βασικό χαρακτηριστικό της διαμάχης είναι η αντιπαράθεση δύο φαντασιακών κατασκευών –όπως είναι όλα τα εθνικά αφηγήματα– για το όνομα, την ιστορία και την αυτοσυνειδησία των λαών. Αποτελεί, επομένως, τη μεταφορά σε διεθνές επίπεδο του προβλήματος της πολυπολιτισμικότητας: πώς να εξασφαλιστεί η συγκατοίκηση σε κοινό χώρο διαφορετικών ιστορικών, πολιτισμικών και γλωσσικών παραδόσεων.

Η συμφωνία το πετυχαίνει χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που έχει αναπτύξει η κριτική θεωρία για την αντιμετώπιση της ενδοκρατικής πολυπολιτισμικότητας: την αξιοπρέπεια και την αμοιβαία αναγνώριση. Δεν υπάρχει σχέση φιλίας και συνεργασίας σε οποιοδήποτε επίπεδο, από το ζευγάρι και την οικογένεια μέχρι την εργασία και τις διεθνείς σχέσεις χωρίς σεβασμό της αξιοπρέπειας του άλλου. Στον αγώνα για αναγνώριση που χτίζει ταυτότητες, η αποδοχή της αυτο-συνειδησίας αποτελεί κεντρικό εργαλείο. Αυτό είναι το αξιακό θεμέλιο που επέτρεψε αμοιβαίες υποχωρήσεις χωρίς την εγκατάλειψη του ταυτοτικού μας πυρήνα. Η Ελλάδα, σε κατάσταση υλικής υποχώρησης, δίνει μάθημα ηθικής, εξωτερικεύοντας το ηθικό πλεονέκτημα.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση χτίστηκε σε δύο επιτυχίες: τη μεταβολή των πολεμικών συγκρούσεων σε οικονομικό ανταγωνισμό και την απαξίωση των εθνικισμών. Δεύτερον, στη δημιουργία οικονομικών συνθηκών ευημερίας των λαών με έμπρακτη αλληλεγγύη προς τους ασθενέστερους. Και οι δύο βρίσκονται κάτω από θανάσιμη απειλή από ένα μαύρο μέτωπο, μια μαύρη διεθνή που αναδύεται πάνω στις αποτυχίες της Ενωσης.

Σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, που αναγνωρίζεται από όλες τις ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες εκτός των δικών μας, οι Πρέσπες πηγαίνουν αντίθετα στο ρεύμα του εθνικισμού, υψώνοντας φραγμό στην Ακροδεξιά και την ξενοφοβία.

Η Αριστερά δίνει το μήνυμα ότι στην εποχή των τεράτων που ζούμε δεν φτάνουν τα λόγια. Χρειάζονται αντιστάσεις και πράξεις κατά του ακροδεξιού εθνολαϊκισμού. Αντίθετα, η Δεξιά έχει εγκαταλείψει τις ευρωπαϊκές της καταβολές και ενώνεται δυστυχώς με τον Ορμπαν, τον Σαλβίνι και τον Κατσίνσκι. Η Αριστερά είναι σήμερα η μόνη δημοκρατικά πατριωτική και ευρωπαϊκή δύναμη στην Ελλάδα.

«Η άλωση της Μιλήτου»

Ο Ηρόδοτος γράφει ότι οι Πέρσες κατέστειλαν μια εξέγερση των Ιώνων στη Μικρά Ασία το 494. Κατέλαβαν και λεηλάτησαν τη Μίλητο και έκαψαν τους ναούς της. Οι συγκινημένοι Αθηναίοι θρήνησαν το κακό που χτύπησε τους αδελφούς τους.

Οταν ο τραγωδός Φρύνιχος ανέβασε στη Αθήνα την «Αλωση της Μιλήτου», οι θεατές έκλαψαν, πένθησαν πάλι τη συμφορά και μίσησαν την τραγωδία. Ο δήμος επέβαλε πρόστιμο χιλίων δραχμών στον Φρύνιχο και απαγόρευσε την επανάληψη της παράστασης, γιατί, μνημονεύοντας τα πάθη των συγγενών τους, τους είχε θυμίσει τις δικές τους δυστυχίες.

Ο ακατονόμαστος γειτονικός λαός θυμίζει τις δικές μας δυστυχίες και λάθη. Η απαγόρευση της αναφοράς στο όνομα, τη γλώσσα, την ταυτότητά τους προστατεύει τη δικιά μας κοινότητα από την έλλειψη συνοχής και συνέχειας, από τη μνήμη των δικών μας καταστροφών και αποτυχιών. Οσο για τους δεξιούς και κεντροαριστερούς πολιτικούς, η αφωνία τους αποτελεί έκφραση του κυνισμού της εποχής, της ηθικής των ανήθικων.

Ο κυνικός έχει μια «πεφωτισμένη» ψευδή συνείδηση: ξέρει ότι αυτά που λέει –ή δεν λέει– είναι ψέματα, αλλά η κριτική της ιδεολογίας δεν τον αγγίζει, μια που ο κυνισμός προστατεύει αναστοχαστικά το ψεύδος της. Παρότι ξέρουν ότι η Μίλητος έπεσε, απαγορεύουν τις αναφορές στην καταστροφή. Η υποκρισία αποτελεί τον φόρο που το ψέμα και το άδικο πληρώνουν στην αλήθεια και την αρετή.

*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών (21/01/2019).