Η επιθυμία του χρέους στον ύστερο καπιταλισμό

Πολίτες, επιχειρήσεις και κράτη είναι χρεωμένοι μέχρι τον λαιμό. Ενυπόθηκα και προσωπικά δάνεια, φοιτητικά και επιχειρηματικά, κόκκινα και τοξικά, μια ολόκληρη σημειωτική και ποιητική του δανεισμού και του χρέους κυριαρχεί τη ζωή μας. Έχει υπολογιστεί ότι το παγκόσμιο χρέος είναι 313% του Παγκόσμιου Ακαθάριστου Εισοδήματος.

Στην Ελλάδα τα χρέη του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατακόρυφα από το 2000 έως την αρχή της κρίσης με τον απατηλά «εύκολο» δανεισμό. Οι οφειλές επιχειρήσεων και νοικοκυριών υπολογίζονταν στο 66% του ΑΕΠ το 2000, σε 126% το 2008 και, παρότι μειώθηκε τα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν στο 130% του ΑΕΠ το 2017. Γιατί φτάσαμε εκεί; Γιατί κράτη, επιχειρήσεις και ιδιώτες επιθύμησαν και έγιναν όμηροι του συνεχώς διογκούμενου χρέους;

Ο Φρειδερίκος Νίτσε γράφει στη «Γενεαλογία της ηθικής» ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες ξεπέρασαν την πρωτόγονη μορφή τους με τη δημιουργία ενός τύπου ανθρώπου που μπορεί να υπόσχεται ότι θα ξεπληρώσει τα χρέη του. Η υπόσχεση αυτή δημιουργεί ένα είδος μνήμης για το μέλλον, έναν τρόπο ελέγχου της μελλοντικής συμπεριφοράς. Η υπόσχεση, το χρέος και η αποπληρωμή του ουδετεροποιούν τον χρόνο. Ενώνουν παρόν, μέλλον και παρελθόν κάνοντας το μέλλον όμηρο της παρελθούσας υπόσχεσης.

Οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες έστρεψαν το χρέος προς τον Θεό και το απολυτοποίησαν κάνοντας την εξόφλησή του αδύνατη. Έτσι το χρέος ηθικοποιείται και εσωτερικεύεται, γίνεται μια συνεχής βασανιστική ενοχή. Στις περισσότερες γλώσσες «αυτό που οφείλεται οικονομικά» και «το ηθικά δέον» συγχωνεύονται και δημιουργούν έναν από τους πιο σημαντικούς μηχανισμούς ελέγχου και πειθάρχησης.

Στα ελληνικά χρέος και χρειν, στα γερμανικά schuld (ενοχή) και schulden (οικονομικά χρέη), στα αγγλικά debt (αμαρτία και οικονομική οφειλή). Γι’ αυτό οι αρχαίες κοινωνίες εφηύραν το Ιωβηλαίο και τη Σεισάχθεια για να απελευθερώσουν τις κοινωνίες από το διπλό χρέος.

Το χρέος είναι κοινωνική σχέση και ηθική έννοια και δευτερευόντως ζήτημα της οικονομίας. Ο χρεωμένος άνθρωπος δουλεύει να αποπληρώσει το δάνειο και δέχεται ότι είναι ηθικά ένοχος αν δεν μπορεί να το εξοφλήσει. Για τον οφειλέτη ο χρόνος υποθηκεύεται, γίνεται μετρήσιμος και προβλέψιμος, το παρόν και το μέλλον μια ευθεία γραμμή που πρέπει να οδηγεί ανεπιστρεπτί στην εξιλέωση. Η ηθική συμπύκνωση του χρόνου και η αναστολή του μέλλοντος γίνεται μόνιμο χαρακτηριστικό της ζωής του οφειλέτη.

Η δυνατότητα αντίστασης και ανυπακοής εξαλείφεται, αφού όλες οι ενέργειές του πρέπει να καθοδηγούνται από την υποχρέωση αποπληρωμής. Η ζωή και η συμπεριφορά του χρεωμένου είναι διαφανής, εκτεθειμένη σε συνεχή έλεγχο, αξιολόγηση και αποτίμηση. Ο χρεωμένος άνθρωπος δεν είναι αυτόνομος. Εξαρτάται από τον δανειστή περισσότερο απ’ ό,τι ο εργαζόμενος από τον εργοδότη και καταδιώκεται από ανασφάλεια, τύψεις και αίσθηση αποτυχίας.

Ο πραγματικός στόχος του δανεισμού χρημάτων σε κάποιον που χρωστάει ήδη είναι η αδιάλειπτη συνέχιση του χρέους, κάτι που κρατάει τον οφειλέτη σε διαρκή εξάρτηση και υποταγή. Το χρέος είναι μηχανισμός πειθάρχησης και εκπαίδευσης, η οικονομία στην υπηρεσία της πολιτικής.

Χρέος και δανεισμός στον ύστερο καπιταλισμό

Στον ύστερο καπιταλισμό ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας της οικονομίας μεταφέρθηκαν στις αναπτυσσόμενες χώρες και ένα μεγάλο μέρος του κέρδους παίρνει τη μορφή τόκου για δανεισμό και μισθώματος για υπηρεσίες. Οι άνθρωποι, οι εταιρείες και τα κράτη αντιμετωπίζονται ως καταναλωτές που πρέπει να δανειστούν για να ξοδέψουν. Το χρέος δεν είναι ο μεγάλος εχθρός που παρουσιάζουν πολλοί, αλλά ο καταλύτης για την οικονομία των υπηρεσιών και την κατανάλωση.

Γι’ αυτό οι νεοφιλελεύθερες κοινωνίες αποτελούν μηχανές χρέους. Όλοι πρέπει να γίνουμε μικροκαπιταλιστές του εαυτού μας. Να χρησιμοποιούμε τη ζωή μας σαν κεφάλαιο και να ασκούμε μια ψεύτικη «ελευθερία επιλογών» επενδύοντας στην Παιδεία, την Υγεία, την ασφάλεια της οικογένειας, καθώς το κοινωνικό κράτος υποχωρεί από τις υποσχέσεις του, αλλά απαιτεί εμείς να τηρούμε τις δικές μας.

Για να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, ο χρεωμένος πρέπει συνεχώς να δανείζεται για να αγοράσει αυτά που μέχρι σήμερα θεωρούσαμε δικαιώματα και μετά να δανείζεται ξανά για να πληρώσει τα παλιά δάνεια. Δανειζόμαστε από την πιστωτική κάρτα Visa για να πληρώσουμε τη Mastercard. Το χρέος είναι σαν το φροϋδικό υπερεγώ: όσο περισσότερο το υπακούς και το υπηρετείς τόσο γίνεται πιο απαιτητικό, βάναυσο, σαδιστικά αχόρταγο.

Το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος και η κατανάλωση συνέδεσαν το ιδιωτικό συμφέρον με το κοινό καλό. Η ύπαρξη του χρέους και του καταναλωτισμού ήταν η τάξη των πραγμάτων μετά το 1989. Η κυρίαρχη ιδεολογία δήλωνε πως κάθε επιθυμία θα μπορούσε να καταστεί ένα δικαίωμα, κάθε «θέλω ένα Χ» να γίνει «έχω δικαίωμα στο Χ». Είμαστε ίσοι και ελεύθεροι αν μπορούμε να ψωνίζουμε στα ίδια καταστήματα και να αγοράζουμε τα ίδια προϊόντα, παρότι δεν έχουμε χρήματα.

Ο «λαϊκός καπιταλισμός» της Θάτσερ ήταν η προσπάθεια να φέρει κοντά τα συμφέροντα των εργαζομένων με εκείνα των καπιταλιστών, παρά τη διαφορά εισοδήματος που αυξήθηκε σε πρωτοφανή επίπεδα. Οι αποταμιεύσεις μιας ζωής μετατράπηκαν σε οικονομικά «προϊόντα» και οι εργαζόμενοι σε μετόχους είτε άμεσα είτε μέσω επενδύσεων ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών κεφαλαίων.

Ο χρεωμένος εργαζόμενος που έχει ένα μικρό χαρτοφυλάκιο μετοχών αρχίζει να πιστεύει ότι η ελευθερία της επιλογής του καταναλωτή και η προσωπική ευθύνη είναι τα βασικά κριτήρια της επιτυχίας. Τα δικαιώματα του καταναλωτή θα επισκίαζαν την υποχώρηση των εργασιακών και πολιτικών δικαιωμάτων. Τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, τα subprime mortgages, που έγιναν καταλύτης για την αρχή της κρίσης, έδειξαν ότι ο χρηματοοικονομικός καπιταλισμός πρέπει να «επενδύσει στη γυμνή ζωή των ανθρώπων που δεν μπορούν να δώσουν καμία εγγύηση, που δεν προσφέρουν τίποτα πέρα από τους εαυτούς τους.1

Η δεύτερη αλλαγή έχει να κάνει με το κέρδος και τους μισθούς. Η προνεωτερική οικονομία των ραντιέρηδων που κατέστρεψε ο βιομηχανικός καπιταλισμός επιστρέφει. Τα προϊόντα της άυλης εργασίας δανείζονται όλο και περισσότερο στους ανθρώπους που τα δημιούργησαν. Τα κοινά του πολιτισμού, της φύσης και ακόμη και της γενετικής πληροφορίας μας ιδιωτικοποιούνται και εμπορευματοποιούνται. Γι’ αυτόν τον λόγο η διανοητική ιδιοκτησία έχει καταστεί τόσο διαφιλονικούμενο πεδίο.

Ο ύστερος καπιταλισμός είναι το εν τη γενέσει ενοίκιο του κέρδους. Σήμερα οι περισσότεροι είμαστε μισθωτοί εργαζόμενοι. Το περιεχόμενο και η αμοιβή της εργασίας διαφέρουν ριζικά, αλλά η μορφή της είναι παρόμοια. Ακόμα και οι καπιταλιστές εμφανίζονται ως μισθωτοί μάνατζερς και επαγγελματίες που διοικούν εταιρείες. Η υποτιθέμενη εμπειρογνωμοσύνη τους δικαιολογεί τους πλεονασματικούς μισθούς και τα μπόνους. Παρά την ηθική κατακραυγή για τα παχυλά μπόνους, οι τραπεζίτες έγιναν πρωθυπουργοί στην Ιταλία και την Ελλάδα και υπουργοί παντού.

Ο εργαζόμενος από την άλλη πλευρά χάνει σε δύο μέτωπα. Πρώτον, κανένας δεν πληρώνεται για τη συνεχή εργασία που πρέπει να κάνει στον εαυτό του για να είναι δυνητικά ικανός να προσληφθεί. Δεύτερον, οι μισθοί υποχωρούν με βίαιο τρόπο με σκοπό τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η χρήση της τεχνολογίας και της ιδιωτικοποίησης της γενικής διανόησης έχει κάνει μεγάλο αριθμό των ανθρώπων δομικά περιττό. Η λήψη μισθού, οποιουδήποτε μισθού, έχει γίνει η πιο δύσκολη επιδίωξη. Καθώς οι μισθολογικές αμοιβές είναι γενικευμένες αλλά δυσεύρετες, η αντικατάσταση ή προσαύξηση των μισθών από ένα διευρυμένο κοινωνικό κράτος και εγγυημένο εισόδημα έχει μπει στην πολιτική συζήτηση.

Ο νόμος για τις 120 δόσεις θα απεγκλωβίσει εκατομμύρια Έλληνες από έναν φαύλο κύκλο συνεχούς μεγέθυνσης των χρεών και νέου δανεισμού για την αποπληρωμή των παλιών χρωστούμενων. Το κούρεμα του κεφαλαίου και των τόκων και η αποπληρωμή των οφειλών, που τα έπνιγαν για χρόνια, θα δώσει μια νέα πνοή σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και την οικονομία. Αλλά για τη μόνιμη απαλλαγή από το χρέος χρειαζόμαστε ριζική κοινωνική αλλαγή.

1 Christian Marazzi, The Violence of Financial Capitalism [Los Angeles, Semiotext(e), 2007], 40.

*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Αυγή της Κυριακής. Δημοσιεύτηκε στις 19/05/2019.