Το Σύνταγμα των πολλών και το Σύνταγμα των λίγων

Η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης άρχισε το 2016, με την πρωτοφανή δημόσια διαβούλευση. Συνεχίστηκε στην Ολομέλεια και στην Επιτροπή Αναθεώρησης, η οποία συνεδρίασε δεκαοκτώ φορές. Το επίπεδο της συζήτησης ήταν υψηλό, θύμιζε συχνά πανεπιστημιακό συνέδριο. Σε αντίθεση με τις συνηθισμένες συνεδριάσεις, υπήρξε πλήρης σεβασμός και διαλεκτική αντιμετώπιση των αντίθετων απόψεων.

Η ύψιστη κοινοβουλευτική διαδικασία υπήρξε και ύψιστη έκφραση πολιτικού πολιτισμού. Τα πρακτικά της Βουλής αποτυπώνουν μια σημαντική διαβούλευση, που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για το δίκαιο και την πολιτική της χώρας μας. Η Νέα Δημοκρατία αποκήρυξε αρχικά τη διαδικασία και απείλησε με μη συμμετοχή. Αναγκάστηκε όμως να συμμετάσχει, κατέθεσε δεκάδες προτάσεων, ψήφισε κάποιες του ΣΥΡΙΖΑ και έχει τέσσερις δικές της στην πρόταση που πηγαίνει στην επόμενη Βουλή. Ηταν μια νίκη του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας, κάτι σπάνιο στις μέρες μας.

Οι αναθεωρήσεις του 2001 και του 2008 χαρακτηρίστηκαν «άνευρες» και άφησαν μικρό θεσμικό αποτύπωμα. Αντίθετα, η πρόσφατη πρόταση με τις λίγες συναινετικές ψηφοφορίες και τις ιδεολογικές και πολιτικές αποκλίσεις μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της αντιπολίτευσης σε όλα τα σημαντικά θέματα έχει αποκτήσει δυναμική, ένα momentum που θα την πάει ώς τις εκλογές και την επόμενη Βουλή.

Κι αυτό δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη. Το Σύνταγμα εκφράζει την ισορροπία των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων τη στιγμή της θέσπισης, της αναθεώρησης ή της ερμηνείας του. Οι θεσμικές πράξεις δεν είναι επομένως ιδεολογικά, αξιακά ή πολιτικά ουδέτερες. Αποτελούν πεδίο μάχης μεταξύ συγκρουόμενων ιδεολογιών και αντίπαλων κοινωνικών συμφερόντων, βρίσκονται δηλαδή στον πυρήνα της πολιτικής.

Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ. σκιαγραφούν την Ελλάδα τού αύριο. Δίνουν μια γλαφυρή εικόνα των δύο σχεδίων που θα συγκρουστούν. Από τη μια, το όραμα για μια προοδευτική Ελλάδα δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Από την άλλη, η συνέχεια του παλιού, του business as usual, των ανισοτήτων και της κοινωνικής αδιαφορίας. Το Σύνταγμα της Ελλάδας των πολλών, της κοινωνικής πλειοψηφίας, αντιπαρατίθεται μ’ αυτό των λίγων της παραδοσιακής και της νέας ελιτ.

Δυο αξίες διαπερνούν την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και την κάνουν συνεκτική: η δημοκρατία και η ισότητα. Οι προτάσεις που ψηφίστηκαν έχουν τέσσερις άξονες: κοινωνικό κράτος, εμβάθυνση και διεύρυνση της δημοκρατίας, δικαιώματα και συμμετοχική δημοκρατία, θεσμικός εκσυγχρονισμός. Καθένας αντιμετωπίζει μόνιμες ή πρόσφατες δυσλειτουργίες του πολιτεύματος και συντονίζεται με τις μεγάλες αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία, στην εργασία και στον τρόπο άσκησης της πολιτικής.

1. Επανεκκίνηση του κοινωνικού κράτους και ανάσχεση του νεοφιλελευθερισμού. Το κοινωνικό κράτος ήταν μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις την μεταπολεμικής Ευρώπης, ένας γάμος ευκαιρίας μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας. Ηταν νίκη των αριστερών και συνδικαλιστικών αγώνων, αλλά και παραχώρηση του κεφαλαίου για να αποκτήσει «ανθρώπινο πρόσωπο». Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όμως, το κεφάλαιο άρχισε να απελευθερώνεται από τους περιορισμούς της δημοκρατίας και η κοινωνική δικαιοσύνη να υποχωρεί. Η οικονομία επιβάλλεται στην πολιτική, οι κυβερνήσεις δεν ζητούν την αναγνώριση των πολιτών, αλλά την αγάπη των αγορών και των δανειστών.

Στην Ελλάδα το κοινωνικό κράτος ήταν πάντα ασθενικό και, τα χρόνια της λιτότητας, υποχώρησε περισσότερο. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει τη συμβολική του σημασία και ενδυναμώνει την υλική του παρουσία. Εισάγει ή ενισχύει μια σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων και δημοσίων αγαθών στην υγεία και την κοινωνική πρόνοια. Προστατεύει την εργασία και εγγυάται ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Απαγορεύει την ιδιωτικοποίηση του νερού και της ενέργειας.

Δίνει κανονιστική πυκνότητα στα απισχνασμένα κοινωνικά δικαιώματα και τα κάνει δικαστικά αγώγιμα, όπως τα ατομικά και τα πολιτικά. Η ικανότητα πληρωμής δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ικανοποίηση της ανάγκης για ιατρική περίθαλψη ή φοίτηση στα πανεπιστήμια. Για την Αριστερά, τα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι δευτερεύοντα ούτε αποτελούν δίχτυ ασφαλείας για τους φτωχούς συμπολίτες μας, μια παραλλαγή φιλανθρωπίας. Η συνταγματοποίησή τους αποτελεί τμήμα του σταδιακού κοινωνικού μετασχηματισμού προς την ισότητα και τη δημοκρατία, προς τον σοσιαλισμό με δημοκρατία.

Διαμετρικά αντίθετη η Νέα Δημοκρατία επικαθορίζει την κοινωνική πολιτική με τη συνταγματοποίηση των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, της ελευθερίας ανταγωνισμού και των ιδιωτικών κερδοφόρων πανεπιστημίων. Αλλά ο λεγόμενος χρυσός κανόνας είναι χρυσός μόνο για τους σύγχρονους Μίδες. Ετσι, η Ν.Δ. εντάσσει τον νεοφιλελευθερισμό στο Σύνταγμα, όπως απαιτούσε ο κ. Σόιμπλε και το ΔΝΤ. Αν δεν είναι ισοσκελισμένος, θα κοπούν μισθοί και συντάξεις, μας είπαν στην Επιτροπή.

Απέναντι στον αγώνα των αριστερών δυνάμεων για την επανάκτηση της αξιοπρέπειας του λαού, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι οι ανισότητες στηρίζονται στην ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό άραγε διογκώνονται διαρκώς; Το 2017, σύμφωνα με την Oxfam, οκτώ άνθρωποι κατείχαν το 50% του παγκόσμιου πλούτου. Για την Αριστερά, η ανισότητα δεν είναι φυσική, είναι το πιο αφύσικο αποτέλεσμα του καπιταλισμού. Πρώτη υποχρέωση της πολιτικής είναι να τη μειώνουμε συνεχώς, στοχεύοντας στην κατάργησή της.

Μιλώντας για ισότητα και δικαιώματα, συναντάμε ένα παράδοξο. Η συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού από τη Ν.Δ. πηγαίνει χέρι χέρι με την αποφιλελευθεροποίηση, την εγκατάλειψη του πολιτικού φιλελευθερισμού και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Ολα τα δικαιώματα, ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά, κατακτήθηκαν μέσα από επαναστάσεις και αγώνες φιλελεύθερων, δημοκρατών και σοσιαλιστών, και έχουν εσωτερική συνοχή και συνέχεια. Ανήκουν ιστορικά και φιλοσοφικά σε τρεις διαδοχικές «γενιές»: τα ατομικά εγγυώνται την αρχή της ελευθερίας, τα πολιτικά τη συμμετοχή, τα κοινωνικά τις υλικές προϋποθέσεις της αυτονομίας. Κάθε κατηγορία δικαιωμάτων αποτελεί μια πιο ανεπτυγμένη μορφή ελευθερίας και ισότητας.

Σήμερα, επαναθεμελιώνουμε τα κοινωνικά αλλά επεκτείνουμε και τα πολιτικά και τα ατομικά δικαιώματα. Διευρύνουμε την απαγόρευση διακρίσεων λόγω φύλου, ταυτότητας φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού και αναγνωρίζουμε την υποχρέωση ίσης αμοιβής για ίση εργασία, ανεξάρτητα από την ηλικία. Γιατί όμως χρειάζονται αυτές οι προσθήκες, εφόσον ανάλογες διατάξεις υπάρχουν σε διεθνείς συμβάσεις που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα;

Ξέρουμε ότι, ενώ τα ανθρώπινα δικαιώματα αξιώνουν οικουμενική εφαρμογή, ιστορικά οι κοινωνίες έχουν αποκλείσει και αποκλείουν από την ανθρώπινη ιδιότητα μεγάλες κατηγορίες γιατί έχουν λάθος φυλή, χρώμα ή θρησκεία ή γιατί δεν ακολουθούν τις απόψεις της πλειοψηφίας. Ξέρουμε επίσης ότι μόνο η ιδιότητα του πολίτη και όχι του ανθρώπου μπορεί να εξασφαλίσει πραγματική προστασία στα δικαιώματα. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο, όταν η ομοφοβία, ο σεξισμός και η γυναικοκτονία δηλητηριάζουν την κοινωνία μας καθημερινά, να δηλώσουμε τον αποτροπιασμό μας για κάθε διάκριση. Η Ν.Δ. διαφωνεί. Συνταγματοποιεί τον οικονομικό φιλελευθερισμό, αλλά εγκαταλείπει την πολιτική του μορφή, αρνούμενη δικαιώματα που γίνονται σεβαστά σε όλη την Ευρώπη. Ο νεοφιλελευθερισμός σε σύμπλευση με τα φαντάσματα της Ακροδεξιάς.

2. Διεύρυνση και εμβάθυνση των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της κυβερνητικής σταθερότητας. Η δυσλειτουργία που αντιμετωπίζουμε στις δυτικές κοινωνίες ονομάζεται «μετα-δημοκρατική συνθήκη». Οι κοινωνίες είναι πολύπλοκες, μας λένε, τα προβλήματα είναι εξαιρετικά δύσκολα, η πάλη των τάξεων τέλειωσε, οι κοινωνικές εντάσεις έχουν μειωθεί. Μόνο ειδικοί και τεχνοκράτες έχουν τις σωστές απαντήσεις στα οικονομικά, αναπτυξιακά και περιβαλλοντικά προβλήματα της εποχής μας.

Ετσι αφαιρείται ύλη και αρμοδιότητες από την πολιτική και μεταφέρονται σε μη κοινοβουλευτικά ελεγχόμενους φορείς, ανεξάρτητες αρχές, συνταγματικά και άλλα ειδικά δικαστήρια, ισχυρούς προέδρους της δημοκρατίας. Πολλά από τα λεγόμενα θεσμικά αντίβαρα είναι βαρίδια της πολιτικής, την απονευρώνουν και αποξενώνουν τους πολίτες.

Χρειάζονται μέτρα που ενισχύουν τη θέση της πολιτικής και την αξιοπρέπεια των πολιτικών. Η πιο σημαντική ενδυνάμωση της αντιπροσωπευτικής αρχής είναι η πάγια καθιέρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος στις εθνικές και αυτοδιοικητικές εκλογές. Το πιο σημαντικό αντίβαρο στην κυβερνητική παντοδυναμία είναι η δημιουργία πολυκομματικών κυβερνήσεων συνασπισμού και συναντίληψης, κάτι που εγγυάται η απλή αναλογική.

Στο ίδιο πλαίσιο του σεβασμού της πολιτικής, της εμπιστοσύνης στη λαϊκή βούληση και της σταθερότητας της κυβέρνησης, βρίσκονται οι προτάσεις που αποσυνδέουν τη διάλυση του Κοινοβουλίου από την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Η πρότασή δίνει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη Βουλή για να διαμορφωθούν οι απαραίτητες συναινέσεις με πλειοψηφία τριών πέμπτων και άμεση εκλογή χωρίς διάλυση της Βουλής, σε περίπτωση αποτυχίας.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται η πρόταση για εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας, όπως και η υποχρέωση να είναι ο πρωθυπουργός εκλεγμένος βουλευτής, και προβλέπουν το όριο τριών θητειών για τους βουλευτές. Πρέπει να σταματήσει η λογική της οικογενειοκρατίας, της δυναστείας και της γεροντοκρατίας. Πρέπει να τελειώσει το «όλοι ίδιοι είναι» και το «πάντα είναι οι ίδιοι».

Το πρόβλημα της δέσμευσης της δεύτερης αναθεωρητικής από τις κατευθύνσεις που καθορίζει η πρώτη Βουλή ανέδειξε την εργαλειοποίηση του Συντάγματος από την αντιπολίτευση. Η Νέα Δημοκρατία ενδιαφέρεται για τη διαδικασία εκλογής του Προέδρου μόνο για να αποτρέψει τη «δεξιά παρένθεση», όπως δήλωσε ενθουσιασμένη μετά την πρώτη ψηφοφορία, γιατί μας παγίδεψε δήθεν. Η κατάφωρα αντισυνταγματική της πρόταση, να εκλέγεται ο Πρόεδρος από 151 βουλευτές, δηλαδή από την κυβερνητική πλειοψηφία, δείχνει πλήρη αδιαφορία για τη θεσμική ορθότητα.

Η «αριστερή παρένθεση» ήταν αποκύημα της δεξιάς φαντασίας και αντιδημοκρατικής πρακτικής. Αλλά η αριστερή ήταν μια μεγάλη παρένθεση. Θα κρατήσει τεσσεράμισι χρόνια. Οσο για τη «δεξιά παρένθεση», ο ΣΥΡΙΖΑ την αποκήρυξε με την πρόταση για την αλλαγή του τρόπου εκλογής του Προέδρου και με τη δέσμευση να ψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο το 2020. Ο πανικός για τη διαδικασία εκλογής του Προέδρου και οι ανύπαρκτες συνωμοσίες του ΣΥΡΙΖΑ αποσκοπούσαν στο να επισκιάσουν τα σημαντικά και πραγματικά επίδικα της αναθεώρησης.

Με το δήθεν κόλπο γκρόσο του ΣΥΡΙΖΑ, τα ιδιωτικά βίτσια και οι φόβοι της Δεξιάς προσπάθησαν να μεταμορφωθούν σε δημόσιες αρετές. Απέτυχε. Μετά, οι υποκριτικές δικαιολογίες. Υποκρισία: ο φόρος που η κακία πληρώνει στην αρετή.

3. Ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών και καθιέρωση θεσμών άμεσης δημοκρατίας απέναντι στην άνοδο της Ακροδεξιάς και του εθνικισμού. Ολες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, λέει το άρθρο 1 του Συντάγματος. Η αναφορά στη λαϊκή κυριαρχία έχει, βέβαια, κυρίως συμβολική σημασία. Αλλά οι εξελίξεις στην παραγωγική διαδικασία και οι νέες τεχνολογίες κάνουν ορατά τα όρια της αντιπροσώπευσης.

Η κοινωνία μας περνάει σταδιακά στη μετα-φορντική εποχή, η επιστήμη, η τεχνολογία, η γλώσσα, η επικοινωνία, έχουν γίνει βασικές δυνάμεις παραγωγής. Επαγγελματικά και κοινωνικά λειτουργούμε με οριζόντιες συνεργασίες, έντονες δικτυώσεις, πολύπλοκες διασυνδέσεις. Γι’ αυτό λοιπόν προτείνουμε τον συντονισμό της δημοκρατικής αρχής με τον τρόπο δουλειάς και τις δεξιότητες της νέας εποχής και των νέων ανθρώπων.

Προτείνουμε την επέκταση της λαϊκής συμμετοχής με τη διενέργεια δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία για κρίσιμο εθνικό θέμα ή για ψηφισμένο νομοσχέδιο, αλλά και τη θεσμοθέτηση της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Αυτά τα μέτρα φέρνουν τον λαό στο προσκήνιο, άλλα φέρνουν και τον διάλογο, τη διαβούλευση, στον λαό. Οι προτάσεις μας για την ισχυροποίηση της αντιπροσωπευτικής και την επέκταση της συμμετοχικής δημοκρατίας αποτελούν την αρχή μιας πορείας επανασύνδεσης της δημοκρατίας με τον δήμο. Η άρνηση της Ν.Δ. αποκαλύπτει το βασικό της ένστικτο και τον βασικό της φόβο. Τον φόβο του λαού, τον τρόμο των πολλών.

4. Θεσμικός εκσυγχρονισμός (άρθρα 3 και 86).

Α. Οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας αποτελούν θέμα ιστορικής σημασίας, με ιδιαίτερο συμβολισμό. Η πρόταση ορίζει τη θρησκευτική ουδετερότητα της πολιτείας με δύο στόχους: να κάνει συνταγματικά σαφές ότι η αναφορά στην «επικρατούσα θρησκεία» δεν προσδιορίζει θρησκευτικά την ελληνική πολιτεία και να καταστήσει διακριτές τις λειτουργίες Κράτους και Εκκλησίας.

«Θρησκευτική ουδετερότητα» σημαίνει ότι δεν υπάρχει κρατική θρησκεία. Σημαίνει ότι το κράτος δεν μπορεί να ταυτίζεται με το θρησκευόμενο τμήμα της κοινωνίας, όσο μεγάλο και να είναι αυτό, ακριβώς επειδή η θρησκευτική ελευθερία και η λατρεία στις σύγχρονες δημοκρατίες δεν είναι δουλειά του κράτους, αλλά δικαίωμα του πολίτη. Αυτές είναι κατακτήσεις της Γαλλικής Επανάστασης και του 18ου αιώνα. Με την αλλαγή του άρθρου 3, επιχειρούμε μια απόδραση στο μέλλον με επιστροφή στο παρελθόν του Διαφωτισμού. Γινόμαστε επιτέλους μοντέρνοι, ενώ βρισκόμαστε πια στον ώριμο μεταμοντερνισμό. Η Δεξιά παρέμεινε στην προνεωτερική εποχή, συγχέοντας την κρατική υπόσταση με την ιδιωτική πίστη.

Β. Το άρθρο 86 περί ευθύνης υπουργών σε συνδυασμό με τον εκτελεστικό νόμο και τη σχετική νομολογία έχει οδηγήσει στη δημιουργία του σχεδόν τέλειου εγκλήματος, με την έννοια του σχεδόν ακαταδίωκτου εγκλήματος. Επανειλημμένως, αντιμετωπίσαμε στην Επιτροπή έναν θεσμικό εκβιασμό: αν δεν ψηφίσετε για τούτο ή εκείνο το άρθρο, δεν θα ψηφίσουμε για το 86. Τελικά, αναγκάστηκαν να ψηφίσουν την τροπολογία λειψά, για να αποφύγουν για μια ακόμη φορά τη δικαστική εξέταση πιθανών αξιόποινων πράξεων.

Οπως επαναλαμβάνει ο κ. Γεωργιάδης και όπως απείλησε τους δικαστές ο κ. Βενιζέλος, τα αδικήματα της Novartis έχουν παραγραφεί με το ισχύον καθεστώς και οι ανακριτές δεν μπορούν να τα εξετάσουν. Δεν ξέρω μεγαλύτερη αποδοχή ευθύνης. Για την Αριστερά, η ουσιαστική αλλαγή του Συντάγματος για την ευθύνη υπουργών αποτελεί την πιο εμβληματική τροπολογία. Στέλνει ένα μήνυμα στον ελληνικό λαό, ότι η δικαιοσύνη πρέπει να εξετάσει όλες οι περιπτώσεις στις οποίες ένας πολιτικός έχει ενδεχομένως παραβιάσει τον όρκο του με δωροδοκία, δωροληψία ή ξέπλυμα χρήματος. Πρέπει να ισχύει για τους πολιτικούς ό,τι ισχύει για όλους τους πολίτες.

Δυο κουβέντες, τέλος, για τη σχέση μεταξύ προτείνουσας και αναθεωρητικής Βουλής. Η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι η πρώτη Βουλή διαπιστώνει μόνο την ανάγκη αναθεώρησης ορισμένων διατάξεων, τις απαριθμεί και αφήνει πλήρη ελευθερία κινήσεων στη δεύτερη Βουλή ως προς την κατεύθυνση και το περιεχόμενο. Οι 18 συνεδριάσεις της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος έγιναν επομένως για το θεαθήναι, για να περάσουμε την ώρα μας.

Αν ήταν έτσι τα πράγματα θα αρκούσε να καταγράψουμε τα άρθρα προς αναθεώρηση στην αρχή της διαδικασίας και να προχωρήσουμε αμέσως μετά στην ψηφοφορία. Πέρα από τον παραλογισμό της δημιουργίας μιας επιτροπής άνευ λόγου, υπάρχουν πολλές επιστημονικές δημοσιεύσεις και δυο αποφάσεις του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου που αποδέχονται ότι η αναθεωρητική διαδικασία υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο και η κατεύθυνση της πρώτης Βουλής δεσμεύει τη δεύτερη. Σε αντίθετη περίπτωση θα είχαμε τον παραλογισμό ενώ η πρώτη Βουλή αποφάσισε την αλλαγή μιας διάταξης με 180 ψήφους και καθόρισε τον ορίζοντα της αλλαγής, η δεύτερη να μπορεί να πάει στην αντίθετη κατεύθυνση μόνο με 151.

Αλλά ας γυρίσουμε τη συνολική εικόνα, κάτι που συστηματικά απέφυγαν τα συστηματικά μέσα, προκρίνοντας την παρουσίαση δευτερευόντων θεμάτων και κουτσομπολιού. Τι μας προτείνει η Νέα Δημοκρατία; Ενα ευκαιριακό shopping list διατάξεων, χωρίς καμιά εσωτερική συνοχή, χωρίς πρόγραμμα. Κάποιες δεν αρμόζουν καν στο Σύνταγμα, άλλες είναι αυτονόητες και άλλες είναι ασαφείς και επιτρέπουν στην αναθεωρητική Βουλή κάθε αυθαιρεσία.

Η πραγματική αντιπαράθεση βρίσκεται στο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο των δύο προτάσεων. Από τη μια, ο δημοσιονομικός κορσές και η εσωτερική υποτίμηση, ένα πρόγραμμα που δοκιμάστηκε, απέτυχε και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι σταδιακά εγκαταλείπουν. Η πρόταση της Ν.Δ. συνταγματοποιεί τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά και τη λιτότητα. Για την Αριστερά, η επέκταση της δημοκρατίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων αποσκοπούν στον σταδιακό μετασχηματισμό. Εδώ θα αντιπαρατεθούν η προοδευτική και η συντηρητική αντίληψη για το μέλλον της χώρας, το Σύνταγμα των πολλών με αυτό των λίγων.

*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 18/03/2019.