Η Μαύρη Διεθνής ή υπνοβατώντας προς την καταστροφή

Την περασμένη εβδομάδα ο Σαλβίνι και η Λεπέν σε κοινή συνέντευξη Τύπου ανακοίνωσαν ότι θα συνεργαστούν στις ευρωεκλογές. Με τις ευλογίες του Τραμπ, ο ακροδεξιός σύμμαχός του Στιβ Μπάνον δημιούργησε το «Κίνημα» («Μovement») στις Βρυξέλλες για να συντονίσει τα ακροδεξιά κόμματα και «να φέρει τον αγώνα στην καρδιά της Ε.Ε., να γίνει η φωνή των κανονικών ανθρώπων που αισθάνονται προδομένοι από τις ελίτ».

Υπάρχει κάτι βαθιά αντιφατικό βέβαια στη διεθνοποίηση του ακροδεξιού εθνικισμού. Όπως φάνηκε με τη συμφωνία των Πρεσπών, ο κάθε εθνικισμός είναι αντεστραμμένο είδωλο αυτού των γειτόνων. Η αλληλεγγύη των εθνικιστών πρέπει να ξεπεράσει το βαθύ μίσος που κάθε σοβινιστής αισθάνεται για τους διπλανούς του ομόφρονες και μεγαλύτερους εχθρούς. Εντούτοις τα σημάδια είναι εξαιρετικά ανησυχητικά.

Οι πόλεμοι των πολιτισμών

Οι αιτίες της ανόδου της Ακροδεξιάς πρέπει να αναζητηθούν στις καταστροφικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού που οδήγησαν στις τεράστιες ανισότητες, την ανεργία, τη φτωχοποίηση των λαών. Μια αίσθηση αγανάκτησης για τις κοινωνικές αδικίες, οργής για την οικονομική δυσπραγία, ταπείνωσης και αποδυνάμωσης για την πολιτική αδυναμία έχει εξαπλωθεί στους Ευρωπαίους πολίτες.

Σ’ αυτό το περιβάλλον η Ακροδεξιά κινητοποιεί μια κάθετη έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους πάνω, τις ελίτ, τα πανεπιστήμια, τους ενδιάμεσους κοινωνικούς θεσμούς και ταυτόχρονα μια οριζόντια διασπορά φόβου των άλλων, των προσφύγων, των μεταναστών, των αλλόθρησκων, των ομοφυλόφιλων.

Η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα έχει γίνει αγαθό εν ανεπαρκεία. Όταν χάνεται, αναδύεται η κλασική μορφή του λαϊκισμού, η διαίρεση της κοινωνίας ανάμεσα στον λαό και τις ελίτ. Αντίθετα από τον αριστερό λαϊκισμό, όμως, που θεμελιώνεται στη συντακτική στιγμή του «Εμείς ο λαός», οι δεξιοί δημιουργούν μια τριγωνική σχέση: «Οι ελίτ δεν μας προστατεύουν γιατί επιτρέπουν στους άλλους, τους ξένους, να μας κλέβουν την απόλαυση». Έτσι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες παίρνουν τη θέση των Εβραίων, των Ρομά, των «υπανθρώπων» της ευγονικής και του Ολοκαυτώματος.

Οι μετανάστες των 1950 και 1960 έφτασαν σε χώρες με πλήρη απασχόληση, περήφανο κράτος πρόνοιας και ισχυρή εργατική τάξη. Οι σημερινοί σε χώρες των οποίων η οικονομία υποχωρεί, το κράτος πρόνοιας έχει αποδυναμωθεί, τα συνδικάτα έχουν ατροφήσει. Οι γηγενείς αισθάνονται ανασφάλεια για το μέλλον τους και αυτή την κατανοητή ανησυχία εκμεταλλεύονται οι ακροδεξιοί.

Οι μετανάστες αποτελούν ιδανικά εξιλαστήρια θύματα της Νέας Δεξιάς για λόγους οικονομικούς (μας κλέβουν τις δουλειές και τα επιδόματα) και πολιτισμικούς (έχουν διαφορετική γλώσσα, βάρβαρη θρησκεία, έθιμα ασυμβίβαστα με τα δικά μας). Τέλος, παρουσιάζονται υπεύθυνοι για την ανασφάλεια των ντόπιων. Η αύξηση της εγκληματικότητας, πολλές φορές βασισμένη σε ψεύτικα στοιχεία, και η τρομοκρατία αποδεικνύουν την αποτυχία της κρατικής προστασίας και την αδιαφορία της για τους πολίτες.

Έτσι ανοίγει το έδαφος για τους πολέμους του πολιτισμού γύρω από την ταυτότητα, το φύλο, τη φυλή, τη σεξουαλικότητα, τη μετανάστευση, την κατάργηση των διακρίσεων ή την καύση των νεκρών. Ήταν όλα μέρη της παράδοσης του Διαφωτισμού, αλλά σήμερα φαίνεται να υπονομεύουν την κοινωνική συνύπαρξη.

Η «επανάσταση των μεταναστών», όπως ονομάστηκε, δημιουργεί ένα κανονιστικό κενό, το οποίο καλύπτουν οι ακροδεξιές ιδέες. Η αντίδραση είναι συχνά αδύναμη, μια προσπάθεια απαξίωσης και γελοιοποίησης. Αλλά δεν αρκεί, μια και το έδαφος της ακροδεξιάς πίστης είναι το συναίσθημα και η αλληλεγγύη μεταξύ αυτών που η κανονική κοινωνία απορρίπτει.

Επιχειρήματα, ιστορικές αναδρομές και επιστημονικές αναλύσεις δεν μπορούν να απαντήσουν στις προκαταλήψεις και τη συνωμοσιολογία των ακροδεξιών. Αντίθετα η ψευδεπίγραφη επιστήμη, τα fake news και το lifestyle τις επιβεβαιώνουν.

Εύκολα οι προκαταλήψεις ενώνονται με τη βαθιά απογοήτευση για τη ματαίωση ονείρων, την αίσθηση ότι «δεν μετράω», ότι «η ζωή μου είναι ασήμαντη», και περνούν σε ρατσισμό, ξενοφοβία, ακροδεξιό λαϊκισμό. Οι δημοσκοπήσεις στην Ευρώπη δείχνουν ότι η πολιτισμική αποξένωση, και όχι η οικονομική αποτυχία, οδηγούν στην Ακροδεξιά. Το 95% των ψηφοφόρων του AfD ανησυχούν για την απώλεια της γερμανικής κουλτούρας και 92% για την επιρροή του Ισλάμ.

Οι Ολλανδοί του Πιμ Φόρτουιν και το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο υποστήριξαν πρώτοι ότι υπάρχει κίνδυνος οι μετανάστες να μεταλλάξουν τη λευκή χριστιανική Ευρώπη. Οι πολιτισμοί ορίζονται βιολογικά, με το αίμα και τη γη, και παραμένουν αναλλοίωτοι μέσα στον χρόνο. Προτιμάμε το είδος μας, ανήκουμε σε μια προαιώνια κοινότητα άρρηκτα συνδεμένη με έναν τόπο.

Έτσι οι πολιτιστικές διαφορές φυσικοποιούνται και γίνονται βάση της δικής μας ανωτερότητας ή σχετικοποιούνται και αποδεικνύουν την κατωτερότητα των άλλων. Προκαταλήψεις, βαθιά ριζωμένες πίστεις, δεισιδαιμονίες περί περιούσιων λαών ανασύρονται και γίνονται αντικείμενο δημόσιου λόγου. Οι μετανάστες υπονομεύουν το εθνικό συμφέρον, που το απειλούν οι «Σκοπιανοί» και ο ξένος παράγοντας, ενώ ο Σόρος και ο Σώρρας βρίσκονται πίσω από απογοήτευση και ματαίωση της καθημερινότητας.

Η απώλεια της οικονομικής και της πολιτικής κυριαρχίας στην παγκοσμιοποίηση και τα Μνημόνια αποζημιώνονται με την επιθετική επιστροφή σε μια επίπλαστη πολιτιστική κυριαρχία που διαπλάθεται στο Youtube και τις τουρκικές σειρές και τρέφεται με ΜcΣουβλάκι και σούσι παστουρμά.

Έχω υποστηρίξει ότι από το 1970 μπήκαμε στην εποχή της παρακμής της Δύσης. Πόροι και ισχύς μεταφέρονται σταδιακά από τον Βορρά και τη Δύση στον Νότο και την Ανατολή. Η υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου, οι μεταναστευτικές ροές, το brain drain είναι όλα μέρη της παγκόσμιας διόρθωσης και των οφειλόμενων αποζημιώσεων για την αποικιοκρατία.

Σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο, όπου τα συνεχή «γεγονότα» και τα breaking news συσκοτίζουν τη μεγάλη εικόνα, παρανοϊκές συνωμοσίες, παραμορφωμένες ιστορίες, ψέματα και εικασίες γεμίζουν το Διαδίκτυο και γίνονται σημεία ασφάλειας και σταθερότητας σ’ έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει.

Οι διανοούμενοι, η πρωτοπορία κάποτε της ανερχόμενης αστικής τάξης, γίνονται οι λούμπεν αστοί στην εποχή της παρακμής της. Κλασική μορφή ο Πασκάλ Μπρικνέρ, που γράφει ότι «τίποτα δεν είναι περισσότερο δυτικό από το μίσος για τη Δύση». Το 2011 ο Άντερς Μπρέιβικ επαναλαμβάνει τα λόγια μίσους ενάντια στους «πολιτιστικούς μαρξιστές» στο μανιφέστο που έγραψε πριν σκοτώσει δεκάδες παιδιά στη Νορβηγία.

Εδώ πρέπει να αναζητήσουμε τη βάση της αντι-ΣΥΡΙΖΑ μανίας των Ελλήνων δημοσιολογούντων. Για τους ηρακλειδείς του κατεστημένου, η αριστερή διανόηση έχει διαπράξει την «προδοσία των γραφιάδων»: είναι εχθροί του συντάγματος, λαϊκιστές, άξεστοι, προτιμούν τον λαό από τους φυσικούς του ταγούς. Η επιστροφή σε ένα μυθικό παρελθόν ασφάλειας, νόμου και τάξης στοιχειώνει τη φαντασία τους.

Όπως έλεγε ο μαύρος ριζοσπάστης Τζέιμς Μπόλντουιν, «οι περισσότεροι λευκοί που συνάντησα με εντυπωσίασαν με την παράξενη νοσταλγία τους για μια εξαφανισμένη κατάσταση τάξης και ασφάλειας». Στην Ελλάδα η νοσταλγία καλύπτει ένα ανύπαρκτο παρελθόν ρουστίκ αθωότητας και μεταπρατικής ντεκαντάνς.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα βρίσκεται στη συναισθηματική εμβέλεια της ακροδεξιάς ιδεολογίας. Για να πετύχουν τον μακροπρόθεσμο στόχο τους, έκλεψαν πολλά από τα ρούχα της Αριστεράς -τη Διεθνή, το κίνημα, το κοινωνικό κράτος, την αλληλεγγύη. Τα έχουν μεταποιήσει σε κοστούμια και ταγεράκια για να καλύψουν τις μπότες, τις στολές και τα ξυρισμένα κεφάλια που κρύβονται πίσω από τον Όρμπαν και τον Σαλβίνι.

Συνενώνονται γύρω από ένα αποτρόπαιο, αλλά σαφές, δυναμικό και για πολλούς συναρπαστικό μήνυμα: Η Ευρώπη πρέπει να γυρίσει στη σιγουριά του παρελθόντος, όταν τα κλειστά σύνορα κρατούσαν τους ξένους έξω, ενώ ο νόμος και η τάξη πειθαρχούσαν τους μέσα. Είναι μια αρνητική ουτοπία, μια αδύνατη δυστοπία, κάτι που κινεί όμως συναισθηματικά όσους πιστεύουν ότι τους πρόδωσε η δημοκρατία.

Τι αντιπροτείνουν οι άλλες πολιτικές δυνάμεις; Οι ελίτ χωρίς ηγεσία και όραμα επαναλαμβάνουν μονότονα το business as usual, καθώς η Ρώμη καίγεται. Οι κ. Μέρκελ και Γιούνκερ είναι δεξιοτέχνες της τέχνης του να μην κάνεις τίποτα, αλλά να δείχνεις τρομερά απασχολημένος.

Οι σοσιαλδημοκράτες είναι σκιά του ιστορικού τους εαυτού. Κέρδιζαν την εξουσία συμμαχώντας με την ανερχόμενη εργατική τάξη και υποστηρίζοντας την αναδιανομή και το κοινωνικό κράτος. Σήμερα οι εργάτες έχουν μειωθεί από το 35% στο 10% και η νεοφιλελεύθερη στροφή έχει καταστρέψει το κράτος πρόνοιας. Η «κοινωνική δικαιοσύνη» έγινε βορά της Λεπέν και του Ντι Μάιο, που έκλεψαν τα χρυσαφικά της Αριστεράς: τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, την ισότητα των γυναικών, την προστασία των Εβραίων από τον αντισημιτισμό.

Ο φόβος του ισλάμ και ο ρατσισμός εξαπλώνονται έτσι με τη ρητορική της αυτοεκπληρούμενης προφητείας που παρουσιάζει την Ακροδεξιά ως τους μόνους υπερασπιστές της δυτικής ταυτότητας. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά, από τη άλλη, αποκλεισμένη προγραμματικά από την εξουσία, έχει εσωτερικοποιήσει την πολιτική ήττα και τη θεωρητική αποτυχία του 1989 και αντιμετωπίζει την κρίση με τα «καθαρά χέρια» ενός Πιλάτου.

Η δικιά μας Αριστερά δεν έχει ισορροπήσει ακόμη μεταξύ ενός δειλού οικονομισμού και της όψιμης υπεράσπισης του φιλελεύθερου και δικαιωματικού ατομισμού. Αφήσαμε τη θεωρία, μετατρέψαμε την κυβέρνηση σε κυβερνητισμό, ψάχνουμε τη συνείδησή μας στη συναίνεση με μια «Κεντροαριστερά» που τρέφεται, σαν τον Δράκουλα, από το αντι-ΣΥΡΙΖΑ δηλητήριο.

Δεν έχουμε απάντηση στην πνευματική μιζέρια που βάζει στο ίδιο καλάθι τον Μεγαλέξανδρο και την αρία φυλή, το κρυφό σχολειό και τα σκυλάδικα, την Κοζάνη στην οποία μιλιούνται «γαλλικά» από τη μειοψηφία και τη Λωζάννη στην οποία ανήκει μέσα του ο κάθε θαμώνας του Da Capo. Υπνοβατούμε προς την καταστροφή.

*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Αυγή της Κυριακής. Δημοσιεύτηκε στις 14/10/2018.