Σε προηγούμενο άρθρο υποστηρίχτηκε ότι ο μεταπολιτευτικός δικομματισμός δημιούργησε το «τέλειο έγκλημα», ένα πλέγμα νομικών διατάξεων που προστατεύουν πλήρως τους πολιτικούς. Κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, μόνο η Βουλή μπορεί να ασκήσει δίωξη κατά υπουργών για αδικήματα που τέλεσαν «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Η αρμοδιότητα ασκείται το αργότερο μέχρι δύο χρόνια μετά τις επόμενες εκλογές.
Η λήξη της προθεσμίας οδηγεί στην άρση του αξιόποινου, κοινώς παραγραφή. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο μερικά ευρωπαϊκά νομικά συστήματα προσφέρουν περιορισμένη προστασία στους πολιτικούς και κανένα δεν περιέχει τον εξαιρετικά προνομιακό τρόπο της ελληνικής προστασίας.
Την ασπίδα ολοκληρώνει η νομολογία. Οι δικαστές έχουν αποφανθεί ότι η απιστία και η δωροδοκία/δωροληψία, τα πιο συνηθισμένα πολιτικά αδικήματα, γίνονται κατά την άσκηση των καθηκόντων των υπουργών και επομένως παραγράφονται σύντομα. Στην υπόθεση Novartis έχουν παραγραφεί, μια και οι καταγγελίες αφορούν την περίοδο μέχρι το 2013.
Την άποψη αυτή έχουν υποστηρίξει και επιστημονικές μελέτες παρότι οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί υποστηρίζουν ότι τα αδικήματα αυτά «σχετίζονται» ή γίνονται «επ’ ευκαιρία» και όχι κατά την άσκηση των καθηκόντων των υπουργών. Ανήκουν επομένως στην αρμοδιότητα της τακτικής Δικαιοσύνης με τη δεκαπενταετή παραγραφή που ισχύει για όλους τους πολίτες.
Το θέμα της αρμοδιότητας κυριάρχησε το πόρισμα της επιτροπής εξέτασης και τη συζήτηση στη Βουλή. Αντιμετωπίσαμε ένα εννοιολογικό και ένα δικονομικό πρόβλημα. Το πρώτο αφορά την ερμηνεία της έκφρασης «κατά την άσκηση των καθηκόντων». Το δεύτερο, ποια διωκτική αρχή, τα τακτικά δικαστήρια ή η Βουλή, έχει αρμοδιότητα να εξετάσει τα αδικήματα.
Αν η Βουλή είναι αρμόδια να εξετάσει επί της ουσίας τα καταγγελλόμενα αδικήματα, αυτά είναι «πολιτικά», έχουν παραγραφεί και η εξέταση τους παρέλκει. Αν όμως τα αδικήματα δεν είναι «πολιτικά», δεν έχουν παραγραφεί και επιστρέφουν στην τακτική Δικαιοσύνη για την περαιτέρω εξέταση. Έτσι εξηγείται η «δικολαβίστικη» και κυνική στάση της αντιπολίτευσης που, με το πρόσχημα της «σκευωρίας» και του «όλα στο φως», αποχώρησε τρεις (!) φορές από τις διαδικασίες επιδιώκοντας να ματαιώσει την εξιχνίαση και πιθανή ποινική δίωξη από τους δικαστές.
Το πρόβλημα είναι ότι αντιμετωπίζουμε δύο αντιτιθέμενα πλέγματα νομικών διατάξεων και ερμηνειών τους. Η υιοθέτηση του ενός οδηγεί σε αποτέλεσμα αντίθετο από εκείνο που θα είχε η χρήση του άλλου. Από τη μία πλευρά έχουμε τις γενικές διατάξεις του ποινικού δικαίου και δικονομίας περί απιστίας και δωροληψίας/δωροδοκίας. Η ανάκριση, ποινική δίωξη και εκδίκασή τους γίνεται από την τακτική Δικαιοσύνη.
Η δεκαπενταετής παραγραφή για τις πράξεις αυτές εκφράζει την αποδοκιμασία του νομοθέτη, που οφείλει να είναι ιδιαίτερα αυστηρή όταν τελούνται από δημοσίους υπαλλήλους και πολιτικούς με αυξημένη υποχρέωση προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Από την άλλη πλευρά, έχουμε τις ειδικές διατάξεις που περιγράψαμε παραπάνω. Αυτές περιορίζουν την ισχύ του γενικού ποινικού δικαίου και δικονομίας, δημιουργώντας το πλέγμα προστασίας των πολιτικών προσώπων.
Εχουμε, επομένως, σοβαρή δυσαναλογία μεταξύ των γενικών διατάξεων περί δίωξης σοβαρών αδικημάτων κατά την υπηρεσία και των ειδικών διατάξεων που αφορούν την τέλεσή τους από υπουργούς. Η εφαρμογή της μιας ή άλλης σειράς κανόνων οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα. Υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα και δικαστικές αποφάσεις που υποστηρίζουν και τις δύο. Πώς μπορεί να λυθεί η διαφωνία; Συνήθως η πλειοψηφία του δικαστικού σώματος επιλέγει τη μία από τις δύο.
Οπως υποστηρίχτηκε στο προηγούμενο (http://www.efsyn.gr/arthro/o-mythos-tis-dikastikis-oydeterotitas), η πλειοψηφία δεν κάνει την απόφαση τη μόνη «ορθή» λύση. Είναι απλά αυτή που επέλεξαν οι περισσότεροι δικαστές ή βουλευτές όταν η Βουλή λειτουργεί ως οιονεί δικαστικό όργανο. Τέτοιες διαφωνίες δεν είναι εξαιρετικές. Οι περισσότερες δύσκολες υποθέσεις αφορούν, όπως και στην υπόθεση Novartis, δύο τουλάχιστον αντίθετες λύσεις με εξίσου πειστικά επιχειρήματα. Όσο η διαφωνία περιορίζεται στο κατά πόσον η δωροληψία γίνεται «κατά την άσκηση» ή «επ’ ευκαιρία» των καθηκόντων και οι δύο πλευρές θα έχουν επιχειρήματα, το αδιέξοδο θα επαναλαμβάνεται εσαεί και η εκάστοτε πλειοψηφία θα αποφασίζει τη «σωστή» άποψη.
Οι αξίες των αντιτιθέμενων νομικών διατάξεων
Υπάρχει τρόπος για να λυθεί ορθολογικά και αξιακά η διαφωνία, μόνο που δεν διδάσκεται στις νομικές σχολές και δεν είναι γενικά γνωστός στους δικαστές. Η Φιλοσοφία του Δικαίου διδάσκει ότι ο ερμηνευτής πρέπει να ανιχνεύσει τις αξίες που προστατεύονται από τις αντιτιθέμενες διατάξεις μεταφέροντας την αμφιγνωμία από τη συγκεκριμένη υπόθεση σε αφηρημένο επίπεδο. Η ανεύρεση και διατύπωση των αρχών που υποστηρίζουν τις διατάξεις επιτρέπει την παραβολή, σύγκριση και στάθμισή τους. Η θεωρία της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου βοηθά την σύγκριση. Οι αρχές πίσω από τις διατάξεις συστοιχίζονται στο αξιακό επίπεδο και αυτό επιτρέπει την επίλυση της αρχικής τους αντίθεσης. Ας δούμε πως αυτά εφαρμόζονται στην υπόθεση Novartis.
Tα αδικήματα της απιστίας και δωροληψίας προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον στην ακεραιότητα και ηθική συμπεριφορά των πολιτικών. Η αποτροπή και τιμωρία της διαφθοράς και διαπλοκής αποτελούν απαραίτητους όρους για τη λειτουργία της δημοκρατίας και την εμπιστοσύνη των πολιτών. Αντίθετα, οι ειδικές διατάξεις αποσκοπούν στην προστασία των πολιτικών από δύο ειδών επιθέσεις: κακόπιστες, συκοφαντικές, παράλογες και αστήρικτες καταγγελίες που απειλούν τους πολιτικούς δυσκολεύοντας την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Δεύτερον, αποτρέπουν την ποινικοποίηση της πολιτικής, δηλαδή τη χρήση του ποινικού δικαίου για τη δίωξη πολιτικών αντίπαλων για τις πολιτικές που εφάρμοσαν όταν ήταν υπουργοί.
Η εξαίρεση αποβλέπει στην προστασία της ακεραιότητας του πολιτικού συστήματος με τη σύντομη και τελεσίδικη εξέταση και απόρριψη προφανώς αβάσιμων και κακόβουλων καταγγελιών ή όσων δεν αφορούν ποινικά αδικήματα, αλλά πολιτικές, η εφαρμογή των οποίων απέτυχε ή στις οποίες αντιτίθεται ιδεολογικά ο καταγγέλλων. Προστατεύει, δηλαδή, τον Παπανδρέου από ποινική δίωξη από τους αντιπάλους του, γιατί έβαλε την Ελλάδα σε Μνημόνιο ή τον Βαρουφάκη, γιατί απέτυχαν οι διαπραγματεύσεις του με τους δανειστές. Η τιμωρία για αποτυχημένες πολιτικές είναι πολιτική και όχι το εδώλιο του κατηγορουμένου: παραίτηση ή αποπομπή από το αξίωμα, ήττα στις επόμενες εκλογές. Η ακεραιότητα πολιτικού συστήματος αποτελεί λοιπόν το κοινό προστατευόμενο αγαθό πίσω από τις γενικές και ειδικές ποινικές διατάξεις. Αυτή η θεωρητική κατανόηση επιτρέπει τη στάθμισή τους.
Η υπόθεση Novartis μάς επιτρέπει να προσαρμόσουμε τη νομολογία στα αξιακά θεμέλια της δημοκρατίας. Η προστασία της ακεραιότητας του πολιτικού συστήματος επιβάλλει να διαφοροποιήσουμε μεταξύ
- 1) διώξεων πολιτικών αντιπάλων για αδικήματα που αφορούν πολιτικές που ο καταγγέλλων θεωρεί αποτυχημένες και βλαβερές,
- 2) διώξεων για αδικήματα που είναι παντελώς αβάσιμα και κακόβουλα και
- 3) διώξεων που αφορούν τα αδικήματα της απιστίας, δωροληψίας και συναφή. Η προστασία της αποτελεσματικότητας πολιτικών αποφάσεων δικαιολογεί τη μη δίωξη ή τη σύντομη παραγραφή των δύο πρώτων κατηγοριών. Αντίθετα, η προστασία της τρίτης κατηγορίας αδικημάτων παραβιάζει την αρχή της ακεραιότητας του πολιτικού και πολιτειακού συστήματος, γιατί θωρακίζει τη διαφθορά. Η ισχυρή δήλωση της Βουλής προς αυτήν την κατεύθυνση θα σημάνει την έναρξη της διαδικασίας για την αναθεώρησή του συνταγματική και νομικού πλέγματος διατάξεων που δημιουργούν το τέλειο έγκλημα. Να προσθέσω ότι η μεγαλύτερη ενασχόληση με την φιλοσοφία και μεθοδολογία του δικαίου θα βοηθήσει να τονίσουμε τις δημοκρατικές αξίες και να αποφύγουμε αδιέξοδα επαναλαμβανόμενες διαφωνίες.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 21/05/2018.