H συζήτηση για την υπόθεση Novartis έκανε διεθνώς γνωστή την αδιαπέραστη ασπίδα προστασίας που δημιούργησε η πολιτική τάξη για τον εαυτό της. Η αποκάλυψη του πασίγνωστου μυστικού, που όλοι το ήξεραν αλλά κανείς δεν το αναγνώριζε, ήταν για μένα μεγάλο σοκ. Το Novartis-gate αποτελεί την πιο πρόσφατη περίπτωση ενός εγκλήματος που είναι σχεδόν αδύνατο να ανιχνευτεί (http://www.efsyn.gr/arthro/novartis-gate-kai-water-gate).
Το τέλειο έγκλημα είναι όνειρο των εγκληματιών και συγγραφέων αστυνομικών ιστοριών. Ο Χίτσκοκ έχει δείξει αριστοτεχνικά πώς μια ιδιοφυής πλοκή πράξεων που αποσκοπούν στην αποτροπή της αποκάλυψης του εγκλήματος ματαιώνεται από μια δευτερεύουσα λεπτομέρεια ή μια τυχαία συνάντηση.
Μόνο ο ταλαντούχος κ. Ρίπλεϊ, ο νιτσεϊκός πρωταγωνιστής της Πατρίσια Χάισμιθ, ξεφεύγει επιβεβαιώνοντας την αιώνια επιστροφή του κακού. Ούτε ο Χίτσκοκ ούτε η Χάισμιθ είχαν φανταστεί να δημιουργήσουν το τέλεια ακαταδίωκτο έγκλημα, το έγκλημα που δεν θα τιμωρηθεί, όχι επειδή έχουμε ένα μεγαλοφυές εγκληματικό μυαλό, αλλά γιατί πολιτικοί και νομικοί έχουν κάνει αδύνατη τη δίωξή του. Η απλή αυτή λύση είχε ξεφύγει από τους μεγάλους συγγραφείς. Ο Ρίπλεϊ δεν είναι ο παραβάτης, αλλά ο νομοθέτης.
Ας δούμε το παζλ νομικών διατάξεων που έχουν δημιουργήσει το ακαταδίωκτο έγκλημα. Πρώτη ψηφίδα. Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, μόνο η Βουλή μπορεί να ασκήσει δίωξη κατά υπουργών για αδικήματα που τέλεσαν «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».
Αν στη διάρκεια άλλης ανάκρισης προκύψουν στοιχεία που σχετίζονται με υπουργικά αδικήματα, ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να τα στείλει «αμελλητί» στη Βουλή, η οποία αρχίζει τη διαδικασία έρευνας και δίωξης. Εχουμε λοιπόν μια ειδική διαδικασία που ισχύει μόνο για πολιτικούς.
Περνάμε στον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Η Βουλή ασκεί την αποκλειστική αρμοδιότητά της μέχρι το τέλος της δεύτερης συνόδου μετά την περίοδο τέλεσης του αδικήματος. Αυτό σημαίνει δύο χρόνια μετά τις επόμενες εκλογές και πολύ συντομότερα, λίγους μήνες, αν οι εκλογές γίνουν κοντά η μία στην άλλη όπως το 2012 και το 2015.
Η σύντομη παραγραφή μπήκε στο Σύνταγμα για πρώτη φορά με την αναθεώρηση του 2001. Προβλέπεται λοιπόν μια εξαιρετικά σύντομη αποσβεστική προθεσμία για την εκκίνηση της ειδικής διαδικασίας. Η λήξη της οδηγεί στην άρση του αξιόποινου, κοινώς παραγραφή. Για να γίνει η δίωξη πρέπει να έχουμε αλλαγή κυβέρνησης στις ενδιάμεσες εκλογές.
Θα ρωτήσει κάποιος καλοπροαίρετος: Δεν μπορεί να ξεκινήσει τη δίωξη το κόμμα του εγκαλούμενου, αν το σκάνδαλο, το ενδεχόμενο έγκλημα, είναι εξαιρετικά μεγάλο; Η συνταγματική ιστορία και θεωρία δείχνουν ότι η πολιτική και νομική ευθύνη υπουργών εγείρεται μόνο όταν το κόμμα τους εκτιμήσει ότι η πολιτική ζημιά από τη συγκάλυψη των καταγγελλόμενων πράξεων είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή που θα προκύψει από τη δίωξη ή την παραίτηση του υπουργού.
Σε ελάχιστες περιπτώσεις υπουργός παραιτήθηκε γιατί απέτυχαν οι πολιτικές του και μόνο στα δάχτυλα του ενός χεριού μετριούνται οι περιπτώσεις ποινικής δίωξής τους από τη Βουλή με την αποκλειστική διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα.
Αλλά γιατί δεν ασκήθηκαν διώξεις μετά τις κυβερνητικές αλλαγές από τη νέα κυβέρνηση κατά των αντιπάλων της; Φαίνεται ότι, παρά την αντιπαράθεση μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, η μη ποινική δίωξη υπουργών του άλλου κόμματος μετά από κυβερνητική αλλαγή ήταν μέρος μιας «συμφωνίας κυρίων» μεταξύ τους. Η ελληνική συνταγματική ιδιαιτερότητα δημιουργήθηκε από παρατάξεις, μέλη των οποίων σήμερα, όπως και στο παρελθόν, εγκαλούνται. Τα κόμματα εξουσίας είχαν καταστρώσει με πλήρη συμφωνία το σύστημα προστασίας της πολιτικής τάξης και ακολουθούσαν τη λαϊκή ρήση «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».
Τρίτη ψηφίδα. Την ασπίδα προστασίας ολοκληρώνουν οι ερμηνευτικές δικαστικές αποφάσεις. Το πιο συνηθισμένο πολιτικό αδίκημα, η απιστία, γίνεται κατά την άσκηση των καθηκόντων, επομένως παραγράφεται σύντομα. Η δωροδοκία/δωροληψία γίνεται επίσης κατά την άσκηση των καθηκόντων, κατά τους δικαστές, ως εάν ένα από τα καθήκοντα είναι να τα «παίρνει» ο υπουργός.
Οι περισσότεροι νομικοί που έχουν γράψει για το θέμα υποστηρίζουν ότι τα αδικήματα αυτά «σχετίζονται» ή γίνονται «επ’ ευκαιρία» και όχι κατά την άσκηση των καθηκόντων. Ανήκουν επομένως στην αρμοδιότητα της τακτικής δικαιοσύνης με τη μακρά παραγραφή. Ο κ. Βενιζέλος συμφωνούσε όταν η απόφαση δεν τον αφορούσε. Εγραφε στην «Ελευθεροτυπία» στις 31/4/2011: «Για τα άθλια φαινόμενα της δωροδοκίας ή της διακίνησης μαύρου χρήματος δεν παρεμποδίζεται η ποινική αντιμετώπισή τους από το άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως και αν αυτό ερμηνευτεί». Αλλα λέει τώρα.
Μόνο η νομιμοποίηση «μαύρου χρήματος», είπαν τα δικαστήρια στην υπόθεση Τσοχατζόπουλου και Siemens, δεν τελείται στην άσκηση των καθηκόντων και επομένως δεν παραγράφεται σύντομα, παρ’ ότι είναι κατά τεκμήριον αποτέλεσμα δωροληψίας. Χρειάζεται μεγάλη δικανική ταχυδακτυλουργία για τη διάκριση μεταξύ αιτίου, της δωροληψίας που παραγράφεται, και αποτελέσματος, του ξεπλύματος, του καρπού του εγκλήματος, που δεν παραγράφεται. Είναι μία από τις λιγοστές περιπτώσεις που τα δικαστήρια άκουσαν τις απαιτήσεις της Δικαιοσύνης επιτρέποντας να γίνεται σπάνια εξιχνίαση και ποινική δίωξη.
Τι γίνεται αλλού; Κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν έχει αυτή την εκτεταμένη προστασία. Η Βρετανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Γερμανία δεν έχουν καμία προστατευτική διάταξη. Στην Ιταλία χρειάζεται άδεια της Βουλής, όπως και στην Ισπανία, αλλά μόνο για εγκλήματα κατά της ασφάλειας του κράτους. Σημαντικότερο όλων: η σύντομη παραγραφή των πολιτικών αδικημάτων δεν υπάρχει αλλού. Εδώ λοιπόν βρίσκεται η «σκευωρία»: ένας περίπλοκος αστερισμός νομικών διατάξεων βάζει τους πολιτικούς στο απυρόβλητο και τους εκθέτει στη δικαιολογημένη λαϊκή κατακραυγή.
Τι πρέπει να γίνει; Αλλά αν τα εγκλήματα έχουν παραγραφεί, γιατί συστάθηκε η προκαταρκτική επιτροπή; Κατά το Σύνταγμα, όταν έρθει μια δικογραφία η Βουλή είτε δημιουργεί την επιτροπή είτε θεωρεί τη δικογραφία προδήλως αβάσιμη και τη βάζει στο αρχείο. Η συγκεκριμένη δικογραφία των πολλών χιλιάδων σελίδων είναι προφανώς βάσιμη.
Το δέχτηκε και η Νέα Δημοκρατία, που ψήφισε υπέρ της σύστασης Επιτροπής αλλά δεν συμφώνησε με τις δέκα εξατομικευμένες κάλπες. Ακούσαμε στην Επιτροπή και μια τρίτη δυνατότητα: την «αδράνεια», να μην κάνει τίποτε η Βουλή και το θέμα να ξεχαστεί. Αυτή ήταν και παραμένει η προσπάθεια της πολιτικής τάξης. Η Βουλή να αδρανήσει, τα αδικήματα να παραγραφούν, το ακαταδίωκτο να γίνει τέλειο έγκλημα.
Το Novartis-gate είναι η κατάλληλη στιγμή να αρχίσει η αποδόμηση του καθεστώτος που πουλάει προστασία. Οι δικαστές έχουν όλα τα θεωρητικά εργαλεία για να αναθεωρήσουν τη νομολογία περί δωροδοκίας που οδηγεί στη μη εξιχνίαση των αδικημάτων.
Ετσι θα εξεταστούν τώρα και θα εξετάζονται στο μέλλον οι αξιόπιστες καταγγελίες από αυτούς που έχουν τη νομική αρμοδιότητα και την τεχνογνωσία να το κάνουν. Η αναθεώρηση του άρθρου 86 θα καταργήσει το ειδικό καθεστώς και θα εξισώσει πολιτικούς και πολίτες. Τέλος, πρέπει να γίνει σαφές ότι εγκλήματα που διαπράττουν πολιτικοί για προσωπικό όφελος δεν γίνονται ποτέ «κατά την άσκηση των καθηκόντων» τους.
Το ισχύον πλέγμα διατάξεων αποτελεί ένα νόμο χωρίς δικαιοσύνη, ένα σώμα χωρίς ψυχή. Το ξήλωμά του θα αποτελέσει την πιο εμβληματική δήλωση της θεσμικής αλλαγής σελίδας και τη μεγαλύτερη υπηρεσία στην πολιτική και τη Δικαιοσύνη.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 26 Μαρτίου 2018.