Λέγαμε στο προηγούμενο ότι oι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν απρόβλεπτες (http://www.efsyn.gr/arthro/kratos-kai-aristera). Οταν ένα αριστερό κόμμα αναλαμβάνει τη διοίκηση του κράτους συναντά έναν εχθρικό θεσμό που έχει οργανωθεί για να αποτρέψει την άνοδό του και να ματαιώσει τα σχέδιά του στη σπάνια περίπτωση νίκης.
Το κράτος, ως υλική συμπύκνωση του ταξικού αγώνα, οργανώνει την ενότητα του κυρίαρχου μπλοκ, επιλέγει πολιτικές που παγιώνουν την κοινωνική ισορροπία και νομιμοποιεί την ταξική κυριαρχία διαχειριζόμενο τη λαϊκή συναίνεση. Η αντίσταση στη ριζική αλλαγή αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του κράτους που ενισχύεται από μια αίσθηση κεκτημένων δικαιωμάτων από τους ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους.
Αυτά τα προβλήματα έχουν μεγεθυνθεί λόγω αλλαγών στο διεθνές περιβάλλον που προηγούνται των μνημονίων. Οι αρμοδιότητες του κράτους έχουν αποδυναμωθεί, ενώ δίχτυ προστασίας έχει δημιουργηθεί γύρω από το κεφάλαιο. Το χρηματιστικό κεφάλαιο έγινε παντοδύναμο και έχει απελευθερωθεί από την κρατική ρύθμιση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα διεθνή και υπερεθνικά σώματα, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία και οι διάφοροι εκπρόσωποι ιδιωτικών συμφερόντων έχουν υπονομεύσει τον διαχωρισμό μεταξύ εθνικού και διεθνούς δικαίου, δημιουργώντας ένα υβριδικό ρυθμιστικό σύστημα που υπερτερεί του εθνικού δικαίου.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές επικρατούν σε όλα τα πεδία του διεθνούς οικονομικού δικαίου, περιορίζοντας σημαντικά την εθνική κυριαρχία. Η γερμανική απαίτηση ότι η οικονομική πειθαρχία και το Σύμφωνο Σταθερότητας πρέπει να γίνουν συνταγματικές διατάξεις αντανακλά ένα μόνο μέρος της ευρύτερης συνταγματοποίησης ενός συγκεκριμένου οικονομικού δόγματος.
Στο εθνικό επίπεδο, τα συνταγματικά κέντρα εξουσίας –το κράτος, η κυβέρνηση, η Βουλή– έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Η διάκριση των εξουσιών έχει ατροφήσει· η εκτελεστική έχει γίνει παντοδύναμη και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος έχει καταστεί ένα τυπικό τελετουργικό.
Η δημόσια διοίκηση έχει δομηθεί με τρόπο που περιορίζει τον πολιτικό έλεγχο. Οι διοικητικές και εποπτικές λειτουργίες έχουν διαχωριστεί σε μικρές μονάδες. Οι ανεξάρτητες αρχές και οι ημιαυτόνομοι οργανισμοί έχουν πολλαπλασιαστεί και προστατεύονται από την πολιτική εποπτεία.
Οι μηχανισμοί ανάπτυξης και τα οικονομικά εργαλεία της πολιτικής έχουν παραχωρηθεί σε μη πολιτικούς φορείς. Τέλος, ένα νομικό τείχος έχει υψωθεί γύρω από το κεφάλαιο, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την άσκηση πολιτικής που ξεφεύγει από το κυρίαρχο νεοκλασικό μοντέλο.
Ετσι η μόνιμη αντίφαση ανάμεσα στο κράτος και την Αριστερά παίρνει συγκεκριμένη μορφή στην Ελλάδα. Το τρίτο Μνημόνιο είναι αποτέλεσμα και αιτία της εγγενούς και ανεπίλυτης έντασης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το κράτος από τη μια πλευρά και τους εργαζομένους και την Αριστερά από την άλλη.
Αντίφαση είναι η μοίρα της κυβερνώσας Αριστεράς στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Αλλά η αντίφαση δεν πρέπει να οδηγεί σε στασιμότητα. Η διαλεκτική δουλεύει όταν το υποκείμενο υιοθετήσει τη μία πλευρά και σταδιακά την καθολικεύσει υπερβαίνοντας τους αντιτιθέμενους πόλους. Μ’ αυτό τον τρόπο κινείται η Ιστορία.
Τι πρέπει να γίνει;
Οταν η κυβέρνηση διαπιστώσει τη συστηματική απείθεια υπαλλήλων, που σημειώναμε στο προηγούμενο, πρέπει να τους απομακρύνει από θέσεις ευθύνης.
Η εργατικότητα, η ικανότητα και ο ταξικός προσανατολισμός των κρατικών λειτουργών πρέπει να αποτελούν βασικά κριτήρια για θέσεις χάραξης και υλοποίησης πολιτικών και προσφοράς υπηρεσιών στους πολίτες. Αυτό δεν έγινε συστηματικά στην πρώτη περίοδο, δίνοντας την εντύπωση ότι η κυβέρνηση δεν ήταν αρκετά τολμηρή στον αγώνα της κατά της κρατικής αναποτελεσματικότητας.
Αν η ταξική κυριαρχία εγγράφεται στην οργάνωση και τους θεσμούς του κράτους, η Αριστερά οφείλει να συγκρούεται με τους κρατικούς θύλακες αντίστασης, να νομοθετεί φιλολαϊκές πολιτικές και να προτρέπει τα κοινωνικά κινήματα να ασκούν πίεση από τα έξω.
Η στρατηγική επιλογή των κρατικών πολιτικών, που χρησιμοποιείται με τόση επιτυχία από την κυρίαρχη τάξη, πρέπει να υιοθετηθεί και από την Αριστερά. Η κυβέρνηση πρέπει να εντοπίσει τους βασικούς τομείς που θα συμβάλουν στη μεταβίβαση πόρων από το κεφάλαιο στους εργαζομένους και δύναμης από το κράτος στους πολίτες.
Κάθε υπουργείο συντάσσει μεσοπρόθεσμο προγραμματισμό σε διαβούλευση με το κόμμα και την κοινοβουλευτική ομάδα και αποφασίζει τις προτεραιότητές του.
Ακολούθως τα συναρμόδια υπουργεία και κρατικοί θεσμοί πρέπει να αναλάβουν συγκεκριμένα καθήκοντα παράδοσης αποτελεσμάτων χρονικά προσδιορισμένων. Ενα στρατηγικό κέντρο «μελέτης και αξιολόγησης των επιπτώσεων» (impact assessment) αναλαμβάνει τη συνεχή αξιολόγηση της υλοποίησης των πολιτικών.
Θα ήταν τραγική ειρωνεία αν οι μέθοδοι και πειθαρχίες μιας καλά λειτουργούσας διοίκησης εισάγονταν για πρώτη φορά από μια αριστερή κυβέρνηση που αποβλέπει στην αντιστροφή των στρατηγικών στόχων του καπιταλιστικού κράτους.
Η μεταρρύθμιση του κράτους
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει λοιπόν να επικεντρωθεί στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Η λαϊκή συμμετοχή στη φοροαποφυγή και τη μικρο-διαφθορά συνδυάζεται με το πάνδημο αίτημα για ένα πιο αποτελεσματικό, ειλικρινές και δίκαιο κράτος.
Εδώ διακρίνεται μια νέα διαχωριστική γραμμή με ηγεμονικά χαρακτηριστικά που θα επανασηματοδοτήσει το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς. Η καταγγελία των προηγούμενων πρακτικών διαπλοκής και διαφθοράς –κάτι που πρέπει να γίνεται με συνεχή και αυστηρό τρόπο, όχι περιστασιακά– είναι απαραίτητη και συνδυάζεται με το λαϊκό αίτημα για δικαιοσύνη που δεν πρέπει να μετατραπεί σε πρακτικές λιντσαρίσματος.
Μεγαλύτερη ευθύνη αποτελεί η δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που αποτρέπει τη διαφθορά και η καλλιέργεια νοοτροπίας στους μαθητές και τους νέους πολίτες που καταδικάζει τη φοροαποφυγή, το ρουσφέτι, το «βύσμα» κ.οκ.
Η Αριστερά έχει λοιπόν διπλή ευθύνη: να ξεκινήσει την προσπάθεια για τη δημιουργία μιας κανονικής δημόσιας διοίκησης και ταυτόχρονα να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις που αλλάζουν την ταξική προκατάληψη του δυτικού κράτους. Ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται έτσι η μεγάλη μεταρρυθμιστική δύναμη της Ελλάδας.
Μια τελική παρατήρηση: Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ θα στηρίξουν τη συμφωνία με τους δανειστές και θα αναλάβουν το πολιτικό κόστος που τους ανήκει. Τώρα που αχνοφαίνεται το τέλος της ανηφόρας, δεν πρόκειται να παραδώσουμε τη διοίκηση σ’ αυτούς που έφεραν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού και, χωρίς την παραμικρή αιδώ, επιμένουν στην ιδεολογία και τις πολιτικές της καταστροφής. Η πολιτική και προσωπική ευθύνη δεν το επιτρέπει.
Από την άλλη πλευρά, θα ζητήσουμε από την κυβέρνηση να βελτιωθεί.
Χρειάζεται καλύτερος σχεδιασμός και συντονισμός, πλατύτερη διαβούλευση και στοχευμένη επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου. Οπως ξέρουμε από την πολιτική κοινωνιολογία, οι κυβερνήσεις με μικρή πλειοψηφία είναι σταθερές γιατί οι βουλευτές δεν παίρνουν την ευθύνη να τις ρίξουν. Ταυτόχρονα οι κυβερνήσεις αυτές είναι υποχρεωμένες να παίρνουν υπόψη τους τις γνώμες των βουλευτών.
Πρέπει λοιπόν με το τέλος της αξιολόγησης να μπούμε σε νέα περίοδο αναβαπτισμένης κυβερνητικής λειτουργίας και ανάκτησης ενός μέρους της λαϊκής κυριαρχίας. Η συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να κοιτάξει τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό και του λαού στην άσκηση της εξουσίας.
Σ’ αυτά κανένα ΠΑΣΟΚ και καμιά «Κεντροαριστερά» δεν πιστεύουν. Δεν χρειάζονται λοιπόν νέες κομματικές αλλά κοινωνικές και λαϊκές συμμαχίες συνδυασμένες με την επιστροφή στη θεωρητική ανάλυση της κατάστασης. Αυτά στα επόμενα.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 28 Φεβρουαρίου 2017.