Ο μεταμοντέρνος ρατσισμός της Ευρωπαϊκής ακροδεξιάς

του Κώστα Δουζίνα

Τον Νοέμβριο του 2016, βουλευτές της Χρυσής Αυγής εξαπέλυσαν σωρεία ρατσιστικών επιθέσεων και χυδαίων ύβρεων κατά προσφύγων και μεταναστών, του Υπουργού Άμυνας και της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων που παρευρίσκονταν σε συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Άμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής. Ως Πρόεδρος της Επιτροπής απάντησα στους αήθεις χαρακτηρισμούς και τους ζήτησα να ανακαλέσουν. Όταν αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την αίθουσα για να συνεχίσει η κρίσιμη κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση της Επιτροπής, την οποία ενημέρωνε ο Υπουργός για τις τελευταίες εξελίξεις στο προσφυγικό, αναγκάστηκα να καλέσω τον Φρούραρχο μετά ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής και οι βουλευτές αποβλήθηκαν.

Ο ρατσισμός κατά προσφύγων και μεταναστών που εμφανίστηκε με τόσο έντονο τρόπο στις πρόσφατες Ολλανδικές, Γαλλικές και Γερμανικές εκλογές αποτελούν συνδυασμό δύο χαρακτηρισμών που φαίνονται κατ’ αρχάς αντίθετοι: από την μια «λαθρομετανάστες» και «παράνομοι» που παίρνουν τις δουλειές και τα επιδόματα «μας» και από την άλλη «τουρίστες» με «Φιλιππινέζες». Αυτοί ήταν οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν από τους χρυσαυγίτες στη Βουλή. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε ότι οι μετανάστες αντιμετωπίζονται ως κατώτεροι, ως «υπάνθρωποι», και ταυτόχρονα ως ανώτεροι «τουρίστες» που διασκεδάζουν στην χώρα μας;

Ο κατώτερος και ο ανώτερος «άλλος»

Ο μεταμοντέρνος ρατσισμός χρησιμοποιεί οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά επιχειρήματα. Μας παίρνουν τις δουλειές, είναι τόσο διαφορετικοί στα έθιμα, στο φαγητό και στη συμπεριφορά που δεν μπορούμε να τους έχουμε δίπλα μας. Τέλος, η Δύση, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ είναι ριζικά αντίθετοι και εχθροί. Οι μετανάστες εύκολα γίνονται τρομοκράτες. Με τον ένα ή άλλο τρόπο, ακούσαμε αυτά τα επιχειρήματα σε όλες τις πρόσφατες εκλογές. Πώς έφτασε η φιλελεύθερη και ανεκτική Ευρώπη, το μοντέλο για τον υπόλοιπο κόσμο όπως έλεγε ο Χάμπερμας το 2000 να γίνει κέντρο επώασης του νεο-φασισμού;

Η καταστροφή κοινωνικών υποδομών από τη λιτότητα και την ανεργία οδηγεί αδήριτα στην άνοδο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας σ’ όλη την Ευρώπη αλλά με διαφορετικές μορφές. Η υψηλή ανεργία στην Ισπανία δεν οδήγησε σε άνοδο του φασισμού, ενώ η μικρή στη Γαλλία συμπίπτει με την άνοδο της Λε Πεν. Στην Ολλανδία, Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία, η ακροδεξιά στοχοποιεί τους Μουσουλμάνους πρόσφυγες και την ισλαμική θρησκεία. Στην Ουγγαρία, όπου υπάρχει μικρή μετανάστευση, τους Εβραίους, τους Ρομά και τους μετανάστες. Κοινή παντού παραμένει η επιλογή ενός αδύναμου και ευάλωτου «άλλου», που παρουσιάζεται ως αιτία όλων των κακών και ο λόγος που πρέπει να οργανωθούμε και να αντισταθούμε.

Σε αντίθεση με παλαιότερες περιόδους, όταν ο αντι-σημιτισμός ένωνε την ακροδεξιά σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο ρατσισμός και ο φασισμός των ημερών μας είναι «μεταμοντέρνος»: έχει πληθώρα στόχων, που μεταβάλλονται διαρκώς. Στη Βρετανία για παράδειγμα το μοτίβο του αποδιοπομπαίου τράγου μετακινήθηκε από τους «μαύρους» στις δεκαετίες των ‘60 και ‘70, στους «ψευδό-πρόσφυγες» στα ‘90, και μετά στους «λαθρομετανάστες» και τους μουσουλμάνους. Ο σύγχρονος ρατσισμός είναι δικτυωμένος, οριζόντιος και ευκίνητος. Δίνει έμφαση στην κοινή συμπεριφορά παρά στην κοινή. Ο Νορβηγός δολοφόνος Μπρέιβικ αποτελεί ακραία περίπτωση, αλλά οι ασυνάρτητες θεωρίες του και οι ανατριχιαστικές δολοφονίες του συμβολίζουν αυτό το πεδίο.

Αν στραφούμε στη ρατσιστική ιδεολογία μπορούμε να ανιχνεύσουμε δύο στρατηγικές με τη βοήθεια της ψυχανάλυσης. Η πρώτη αποτελεί ακραία προσπάθεια «εκλογίκευσης» της κρίσης. Βασισμένη σε μια παραμορφωμένη εκδοχή του nihil sine ratione (τίποτα δεν υπάρχει χωρίς κάποιο λόγο) προσπαθεί να ανακαλύψει μια κοινή αιτία για τα κακά που μας βρήκανε. Η υποχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, η οικονομική δυσπραγία, η ανεργία, η πολιτική ανικανότητα, η κοινωνική παρακμή, οι οικογενειακές δυσλειτουργίες, η αξιακή και ηθική υποβάθμιση αλλά και προσωπικές αποτυχίες και ματαιώσεις έχουν όλα κοινή βάση. Τα αίτια και τα συμπτώματα της κακοδαιμονίας είναι βέβαια ποικίλα και συχνά άσχετα μεταξύ τους. Αλλά η στρατηγική της παράλογης «εκλογίκευσης» ανακαλύπτει τον «άλλο», τον μετανάστη, πίσω από κάθε πρόβλημα. Μια σατανική παρουσία είναι υπεύθυνη και συνδέει όλα όσα πάνε στραβά. Ο «άλλος» λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος που συνέχει και συνθέτει τα υπόλοιπα κομμάτια του παζλ, δημιουργώντας ένα πανόραμα καταστροφής.

Η δεύτερη στρατηγική είναι ακριβώς αντίθετη. Στηρίζεται στην πίστη ότι οι «άλλοι» μας κλέβουν την απόλαυσή, μας παίρνουν τις δουλειές, τα κοινωνικά επιδόματα, τις γυναίκες. Η έλλειψη και η ψυχική δυσφορία που, κατά Φρόυντ και Λακάν, χαρακτηρίζουν κάθε άνθρωπο είναι έργο κάποιων που υφάπαρξαν την ευτυχία μας. Ετσι παρ’ ότι διώκονται και υποφέρουν, οι «άλλοι», οι μετανάστες, οι έγχρωμοι, είναι εν τούτοις εύποροι, έχουν καλύτερη μουσική και φαγητό, ισχυρές κοινότητες και καλό σεξ, αξιαγάπητα παιδιά και διασκέδαση, τα πράγματα που «εμείς» έχουμε χάσει. Αυτή είναι η ψυχαναλυτική ερμηνεία των προσφύγων που είναι «τουρίστες με Φιλιππινέζες» κατά τους χρυσαυγίτες ή της «τεμπελιάς», «ανεπροκοπιάς» και «εύκολης ζωής» των Ελλήνων κατά τις Γερμανικές ακροδεξιές φυλλάδες. Εδώ η μνησικακία και ο φθόνος είναι κυρίαρχα συναισθήματα όχι λόγω της κατωτερότητας αλλά της φαντασιακής υπεροχής των άλλων. Το μίσος απέναντι στους «κατώτερους» είναι μια στρατηγική άμυνας και μια συμπτωματική αντιστροφή του αισθήματος ότι «εμείς», οι γηγενείς και οι καθαροί, είμαστε στην πραγματικότητα κατώτεροι.

Αλλά υπάρχει ένας επιπλέον παράγοντας ιδιαιτέρα σημαντικός στην απήχηση ρατσιστικών ιδεών. Νεαροί άνδρες νιώθουν αποξενωμένοι και απειλούμενοι από την αβεβαιότητα, την έλλειψη ευκαιριών, μια ζωή στα όρια. Η οικογένεια μεγαλώνει τα αγόρια, τους «πρίγκιπες» και «κανακάρηδες», λέγοντας ότι ο κόσμος είναι δικός τους. Αλλά οι νέες γυναίκες τα καταφέρνουν τώρα πια καλύτερα στις σπουδές και οι παραδοσιακοί ρόλοι του «φύλου» στην δουλειά και στην οικογένεια έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Μια αίσθηση ανεπάρκειας ακόμη και ένας μίσος προς τον ίδιο τον εαυτό βρίσκει εκτόνωση σε βίαιες ταινίες και φαντασιώσεις, σε φονικά ηλεκτρονικά και διαδικτυακά παιχνίδια. Αυτή ακριβώς την εύθραυστη ταυτότητα εκμεταλλεύονται οι ακροδεξιές οργανώσεις. Πολλοί νέοι που ακολουθούν την Χρυσή Αυγή ή την AfD δεν είναι φασίστες ή ακραίοι εθνικιστές, δεν ξέρουν για τον Ναζισμό και τα εγκλήματά του. Η Χρυσή Αυγή προσφέρει στους νέους μια κοινότητα ρητορικά και ενεργητικά βίαιων ανδρών με αναγνωρίσιμους στόχους. Η AfD εμφανίζεται να υποστηρίζει τους άνεργους της Ανατολικής Γερμανίας. «Όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι» υποστηρίζει, σας έχουν εγκαταλείψει και δεν ενδιαφέρονται για τους φτωχούς και τους ανέργους. Παράλληλα η στρατιωτική ενδυμασία και πειθαρχία αυτών των κομμάτων, οι επιθέσεις εναντίον ανθρώπων που ως κατώτεροι αξίζουν περιφρόνηση αλλά ως ανώτεροι είναι άξιοι φθονερού μίσους δημιουργεί μια «συντροφική αγωνιστικότητα» και καλύπτει την ενδημική αίσθηση αποτυχίας.

Η υφέρπουσα κοινωνική βία που εμφανιζόταν στο παρελθόν με την εγκληματικότητα, τον χουλιγκανισμό και μονήρεις φαντασιώσεις βρίσκει ένα προβεβλημένο κοινοβουλευτικό ένδυμα. Έτσι ενώνονται οι «παραδοσιακοί» φασίστες και οι λατρευτές της βίας που μπορεί να μην έχουν καμία ιδεολογία. Υποχρέωση μας είναι να κτυπήσουμε τις πηγές αυτής της αποτρόπαιας αρρώστιας. Αλλά χωρίς ουσιαστικές αλλαγές της Ευρωπαϊκής και των εθνικών πολιτικών αυτό είναι απίθανο να συμβεί.