Μετά το 1989 τα ανθρώπινα δικαιώματα έγιναν η τελευταία «οικουμενική» ιδεολογία. Ενώνουν τον Βορρά με τον Νότο, τους καπιταλιστές της παγκοσμιοποίησης με τους κινηματίες της αντιπαγκοσμιοποίησης, τους φιλελεύθερους του πρώτου κόσμου με τους επαναστάτες του τρίτου, τους «δικαιωματικούς» και τους «κρατιστές». Για κάποιους αποτελούν σύμβολο του φιλελευθερισμού ή του ατομισμού, για άλλους της κοινωνικής δικαιοσύνης ή της ανάπτυξης.
Η επικράτηση των δικαιωμάτων δεν σημαίνει ότι οι συγκρούσεις τάξεων, εθνών και ιδεών τελείωσαν. Οι διαρκώς αυξανόμενες ανισότητες ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο, στους φτωχούς και τους πλούσιους, όπως και τα αυστηρά αστυνομούμενα τείχη που χωρίζουν τους εύπορους από τους μετανάστες, τους ανέργους και τους ανεπιθύμητους, μας υπενθυμίζουν καθημερινά ότι ο «θρίαμβος» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συμβαδίζει με τις χειρότερες παραβιάσεις τους.
Δίκαιο και ηθική
Τα ανθρώπινα δικαιώματα συνδυάζουν το δίκαιο με την ηθική. Ως νομικά, τα δικαιώματα έχουν αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο του δικαίου όταν αποβλήθηκαν από την ηθική η αρετή και το αγαθό, έλλογο ή χριστιανικό, μετά τον Μεσαίωνα. Ως ανθρώπινα, εισάγουν ένα είδος ηθικής στον τρόπο με τον οποίο δημόσιες και ιδιωτικές εξουσίες πρέπει να μεταχειρίζονται τους πολίτες. Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι υβριδική κατηγορία.
Αποτελούν δημιουργήματα του Διεθνούς Δικαίου που προστατεύουν κυρίως σημαντικά ατομικά αγαθά, όπως η σωματική ακεραιότητα, η ελευθερία λόγου και πολιτικής δραστηριότητας και, δευτερευόντως, συλλογικά αγαθά όπως η εργασία, η ιατρική περίθαλψη και η παιδεία.
Τα νομικά δικαιώματα εμφανίστηκαν στον ύστερο Μεσαίωνα, με πρώτα το δικαίωμα ιδιοκτησίας και αυτό του δανειστή να υποχρεώσει τον οφειλέτη να πληρώσει. Ακολούθησαν την άνοδο του καπιταλισμού και συνέβαλαν στην επικράτησή του. Το δίκαιο δίνει στα άτομα τη δυνατότητα να ασκούν και να επιβάλλουν τα δικαιώματά τους, κυρίως την ιδιοκτησία, αλλά ταυτόχρονα περιορίζει την άσκησή τους.
Τα ατομικά δικαιώματα, που εμφανίζονται τον 18ο αιώνα, στηρίχτηκαν στο μοντέλο της ιδιοκτησίας. Επιλύουν, υποτίθεται, τις κοινωνικές διαμάχες μετατρέποντάς τες σε τεχνικά προβλήματα γύρω από το νόημα και την εφαρμογή κανόνων δικαίου. Οι «επαγγελματίες των κανόνων», νομικοί, δικηγόροι και δικαστές, υποστηρίζουν ότι οι νόμοι και τα δικαιώματα έχουν «αντικειμενικό» νόημα το οποίο μπορούν να το ανακαλύψουν και να επιλύσουν τις διενέξεις.
Πρόκειται για νομιμοποιητική χίμαιρα. Για να εφαρμοστούν οι νομικοί κανόνες πρέπει να ερμηνευτούν. Η αποβολή της προ-νεωτερικής ηθικής από το δίκαιο του έδωσε, υποτίθεται, την απαραίτητη ουδετερότητα. Αλλά η ανάθεση καίριων αποφάσεων στους νομικούς δεν καταργεί τις αντικρουόμενες ερμηνείες ούτε και βάζει τέλος στην κοινωνική σύγκρουση.
Οι περισσότερες αντιδικίες για δικαιώματα περιλαμβάνουν τουλάχιστον δύο αντίθετες εκδοχές για το νόημα των σχετικών κανόνων. Αναπόφευκτα, λοιπόν, παρεισφρέουν στα νομικά επιχειρήματα ηθικές, ιδεολογικές ή αισθητικές επιλογές.
Η ερμηνεία ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι ακόμη πιο περίπλοκη. Βάζουν τυπικά την ηθική στον νόμο με γενικόλογες και αφηρημένες διατάξεις. Το «δικαίωμα στη ζωή» δεν μας λέει αν επιτρέπεται η άμβλωση, η θανατική ποινή, η ευθανασία ή κατά πόσο προστατεύονται οι προϋποθέσεις για την επιβίωση, η τροφή, η στέγη ή η υγειονομική φροντίδα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αναφορά σε κάποιο ανθρώπινο δικαίωμα αποτελεί την αρχή και όχι την κατάληξη της αντιδικίας για το νόημά του.
Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» είναι ηθικές διεκδικήσεις που εισήχθησαν στο δίκαιο επειδή το δίκαιο είχε αποκοπεί από τη δικαιοσύνη, όπως φάνηκε στη ναζιστική Γερμανία. Αλλά η νομοθέτηση των δικαιωμάτων δεν απάντησε στο αίτημα δικαιοσύνης, ούτε βοήθησε την αποτελεσματικότητά τους.
Μια άνεργη που απαιτεί «το δικαίωμα στη δουλειά» έχει και δίκιο και άδικο. Το «δικαίωμα» αναφέρεται σε υπαρκτό νομικό κανόνα που δεν οδηγεί όμως σε θέση εργασίας. Η τυπική ύπαρξη ενός δικαιώματος δεν εξασφαλίζει τις υλικές προϋποθέσεις εφαρμογής του.
Τα παράδοξα των δικαιωμάτων
Τα ανθρώπινα δικαιώματα συγχέουν, επομένως, το πραγματικό και το ιδεώδες. Το πρώτο άρθρο της Γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη δηλώνει ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι. Οπως πρώτος παρατήρησε ο Τζέρεμι Μπένθαμ, αυτό είναι ιδεολογικό ψέμα. Η βιολογική φύση και η κοινωνική καταγωγή κατανέμουν άνισα τα αγαθά τους. Η ισότητα είναι κάλεσμα για αγώνα και αποτέλεσμα πολιτικής δράσης και όχι περιγραφή μιας πραγματικότητας.
Η ιδεολογική δύναμη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκεται ακριβώς στη ρητορική τους αμφισημία ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδεατό, στην ταλάντωση ανάμεσα στην ανθρώπινη ιδιότητα που υπόσχεται πολλά αλλά δίνει ελάχιστα και την υπηκοότητα που αναγνωρίζει πολλά αλλά τα στηρίζει στον αποκλεισμό των ξένων και των μειονοτήτων.
Τα δικαιώματα αποκτούν πραγματικό νόημα μόνον όταν εκφράζουν την αιώνια έξη για αντίσταση στην καταπίεση. Τότε συναντούν τη μακρά παράδοση που αρχίζει με την Αντιγόνη και επανεμφανίζεται ιστορικά στους αγώνες των καταπιεσμένων και των αποκλεισμένων. Εκείνοι που υπερασπίζονται τους μετανάστες και τους άνεργους διασώζουν την αξία των δικαιωμάτων. Εκείνοι που χρησιμοποιούν τη ρητορική τους για να υπερασπιστούν τα «ανθρώπινα» δικαιώματα πανίσχυρων εταιρειών ή τους ψευδεπίγραφους «ανθρωπιστικούς» πολέμους συμβάλλουν στον μαρασμό τους.
Θρίαμβος και μαρασμός
Ο μαρασμός αυτός ακολουθεί τον «θρίαμβο» των δικαιωμάτων. Πρόσφατα, τα δικαιώματα έχουν διευρυνθεί και έχουν μετατραπεί σε μια γλώσσα που αγγίζει όλες τις όψεις της ζωής. Εγιναν κεντρικό συστατικό της ηθικής, της πολιτικής και της υποκειμενικότητας. Αλλα το τίμημα είναι βαρύ γιατί έχουν χάσει τη σαφήνεια, τη βαρύτητά τους και τη σύνδεσή τους με την αντίσταση στην εξουσία.
Για τους φιλελεύθερους η διεκδίκηση δικαιωμάτων αποτελεί τη βασική μορφή της ηθικής και το βασικό εργαλείο και κύριο στόχο της πολιτικής. Η ευθύνη και η αγάπη, η αρετή και το καθήκον, από την άλλη, δεν θεωρούνται κρίσιμοι ηθικοί πόροι γιατί προέρχονται, δήθεν, από οπισθοδρομικές κοινότητες και φανατικές θρησκείες.
Οταν ταξικοί αγώνες και ιδεολογικές θέσεις, κλαδικά αιτήματα και πολιτικές εκστρατείες εκφράζονται στη γλώσσα των ατομικών δικαιωμάτων, το συμφέρον αντικαθιστά την κοινωνική δικαιοσύνη. Οι συλλογικές προτεραιότητες υποχωρούν και η κοινωνία αρχίζει να μετατρέπεται σε σύνολο μονάδων που αδιαφορούν για το κοινό καλό. Η πολιτική αποπολιτικοποιείται και αντί να καθοδηγεί ακολουθεί το ιδιωτικό συμφέρον.
Ετσι το «θέλω το Χ» γίνεται συνώνυμο του «έχω δικαίωμα στο Χ» ή «το Χ είναι ηθικά καλό». Ο γλωσσικός πληθωρισμός αποδυναμώνει τη σύνδεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την προστασία σημαντικών αγαθών και τα συνδέει με την αχόρταγη ατομική επιθυμία. Ενας Βρετανός υπουργός υποστήριζε ότι έχουμε το ανθρώπινο δικαίωμα να λειτουργούν καλά οι συσκευές της κουζίνας μας.
Το δικαίωμα να επιλέγουμε το κινητό ή τον πάροχο γίνεται πιο σημαντικό από το δικαίωμα να έχουμε δουλειά ή φαγητό. Ετσι, οι αρχές του Διαφωτισμού και οι αντιστάσεις, οι δύο μεγάλες παραδόσεις που ενσωματώνονται στα ανθρώπινα δικαιώματα υποχωρούν. Οταν κάθε επιθυμία μπορεί να μετατραπεί σε δικαίωμα, τίποτα δεν διατηρεί την αξιοπρέπεια του πραγματικού δικαιώματος και τίποτε δεν αντιστέκεται στην καταστροφή των κοινοτήτων.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα εισάγουν, λοιπόν, την ηθική και την ιδεολογία στο δίκαιο και προσφέρουν περιορισμένη νομική προστασία σε πολιτικές διεκδικήσεις. Αλλά καθώς η ηθική δεν είναι μία και το δίκαιο δεν είναι απλή άσκηση λογικής, τα δικαιώματα είναι γεμάτα παραδοξότητες. Αλλά γι’ αυτά σε επόμενα.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2017.