Τι (δεν) μάθαμε από το Brexit

Τώρα που κατακάθισε κάπως ο κουρνιαχτός του Brexit και όλοι που πρέπει να μιλήσουν μίλησαν, μπερδεύοντας τους Ελληνες περισσότερο απ’ όσο οι αντιμαχόμενες πλευρές τους Βρετανούς πριν από το δημοψήφισμα, μπορούμε να βγάλουμε μερικά πρώτα συμπεράσματα για τη δημόσια σφαίρα και το μέλλον της Ευρώπης.

Συμπέρασμα πρώτο. Στην Ελλάδα, όσο λιγότερα ξέρει κανείς για ένα θέμα τόσο περισσότερο μιλάει, ακολουθώντας την αρχή ότι επαναλαμβάνοντας τα ίδια με περισσότερα λόγια, ένα λάθος μπορεί να γίνει αυτοαναφορικά σωστό. Λέγεται ότι κάθε δημοσιότητα, ακόμη και η κακή, είναι χρήσιμη. Παραλλαγή του: κάθε σχολιασμός, ακόμη και αυτός που δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο, φτιάχνει σχολιαστές.

Συμπέρασμα δεύτερο. Παρ’ ότι στη μεταδημοκρατική κοινωνία οι δυνατότητες αντίστασης μειώνονται συνεχώς, στις σπάνιες περιπτώσεις που τους δίνεται η ευκαιρία τα θύματα του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού λένε στους από πάνω «ώς εδώ και μη παρέκει», enough is enough.

Ο Μισέλ Φουκό γράφει στο κείμενό του «Τι είναι κριτική» ότι κριτική είναι να καλλιεργούμε «l’art de n’ être pas tellement gouvernés», «την τέχνη να μη μας κυβερνάνε μ’ αυτόν τον τρόπο». Αυτή η σύγχρονη «τέχνη της αντίστασης» προς τις ελίτ που μας κυβερνούν και μας ελέγχουν εκφράζεται στις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις όπως η Αραβική Ανοιξη, οι Indignados, οι Αγανακτισμένοι, τα ιστορικά δημοψηφίσματα.

Δεν απευθύνεται σ’ έναν μόνο στόχο –το ευρώ, την Ευρώπη, τα μνημόνια– αλλά στο σύνολο της διακυβέρνησης και των κυβερνητών, ντόπιων και ξένων. Μπορεί οι ηγεσίες να μην ακολουθούν τη λαϊκή θέληση –όπως επιδιώκεται αυτή τη στιγμή στη Βρετανία– αλλά το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί.

Σε τέτοιες περιπτώσεις ένας πληθυσμός αναδύεται από την πολυδιάσπασή του και γίνεται λαός. Ο ύστερος καπιταλισμός προωθεί διαδράσεις αλλά όχι πολιτικές συμπορεύσεις, επικοινωνία αλλά όχι ιδεολογικές ταυτότητες.

Σ’ αυτές λοιπόν τις σύγχρονες «συντακτικές στιγμές», οι εργασιακές δικτυώσεις μεταξύ αγνώστων, τα social media και οι οριζόντιες συνεργασίες μεταμορφώνονται σε μέσα πολιτικής δράσης.

Ο κόσμος παίρνει για λίγο τις τύχες του στα χέρια του. Μετά το εξεγερσιακό συμβάν, η κατάσταση επιστρέφει στη ρουτινιάρικη διακυβέρνηση. Αλλά πολίτες και πολιτική έχουν ανεβεί σε υψηλότερο επίπεδο, σε μια πιο πανοραμική κοιλάδα.

Αυτό το αντιλαμβάνονται οι πολέμιοι της λαϊκής παρέμβασης και δεν σταματούν τις επιθέσεις στις καταλήψεις και αντιστάσεις του 2011, καταλύτη της παρακμής του παλιού καθεστώτος.

Οταν λοιπόν οι άνεργοι, οι πτωχοί και αποκλεισμένοι χωρίς υγειονομική ή προνοιακή κάλυψη, οι εργαζόμενοι με συμβάσεις «μηδενικού χρόνου» (δουλεύουν όσες ώρες τούς έχει ανάγκη ο εργοδότης χωρίς να τις ξέρουν εκ των προτέρων), ψηφίζουν «όχι» ή Brexit, απορρίπτουν τον τρόπο ζωής που τους έχει επιβληθεί.

Ετσι ξαναβρίσκουν την αξιοπρέπειά τους και μεταβάλλουν τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού.

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, τέτοιες εξεγέρσεις αποτελούν το λίπασμα που επιτρέπει στη δημοκρατία να επιβιώνει και να βαθαίνει, παρά τις διαπλοκές και τους πελατειασμούς, τις δυναστικές απαιτήσεις και τη διαφθορά.

Επειδή το αντιλαμβάνονται αυτό οι πολέμιοι της λαϊκής παρέμβασης, δεν σταματούν τις επιθέσεις στις καταλήψεις και αντιστάσεις του 2011 ή στο «όχι» του 2015, που λειτούργησαν ως καταλύτες για την παρακμή του παλιού καθεστώτος.

Συμπέρασμα τρίτο. Πολιτικές αναλύσεις χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο και δημοσκοπικές προβολές χωρίς κοινωνική ανάλυση είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.

Η αντιγραφή των «έγκυρων» μέσων («Economist», «Financial Times» ή «Wall Street Journal») από μεγαλοδημοσιογράφους που σταμάτησαν να διαβάζουν βιβλία πριν από πολλές δεκαετίες οδηγεί σε επανειλημμένες αποτυχίες και γελοιοποίηση.

Οσο οι επιφανειακές αναλύσεις και οι βαθυστόχαστες αντιγραφές ξένων εγκαταλείπουν την πειθαρχία της επιχειρηματολογίας και τους κανόνες της δεοντολογίας, τόσο υποσκάπτεται η αξιοπιστία και η υπόληψη του επαγγέλματος.

Οπως και πέρσι στην Ελλάδα, τα δημοσκοπικά ευρήματα αντικατέστησαν τον ουσιαστικό διάλογο και προώθησαν το «ναι» στην Ελλάδα του 2015 και το Bremain στη Βρετανία του 2016.

Μετά την πολλοστή αποτυχία τους, οι αναπαραγωγοί των δημοσκοπικών ευρημάτων κατηγόρησαν αυτούς που χρησιμοποιούσαν ως κύρια πηγή των απόψεων τους. Αλλά οι προβλέψεις, οι στατιστικές και οι αριθμοί δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη σκέψη, την ποιοτική ανάλυση και τη θεωρητική κατανόηση.

Συμπέρασμα τέταρτο. Οι πολίτες έμαθαν πως μπορούν να ξεγελάνε τους επαΐοντες, τους ειδήμονες και τους δημοσκόπους. Στις εκλογές του 2015 στην Ελλάδα και στη Βρετανία, στο ελληνικό και στο βρετανικό δημοψήφισμα, οι δημοσκοπήσεις απέτυχαν οικτρά ακόμη και στα «ασφαλή» exit polls.

Αν αποκλείσουμε τον δημοσκοπικό δόλο ή την επιστημονική ανεπάρκεια, αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες δεν έλεγαν στους ερευνητές της γνώμης ότι θα ψηφίσουν «όχι» ή Brexit.

Ετσι οι «ντροπαλοί» εκλογείς βρήκαν τρόπο για να καθησυχάσουν τις ελίτ ότι τα σχέδιά τους πηγαίνουν καλά και ο λαός θα ψηφίσει αυτό που του λένε όσοι πάντα του έλεγαν τι πρέπει να ψηφίσει. Ξέραμε ότι οι δημοσκοπήσεις είναι πολιτικά όπλα. Τώρα γίνονται και μέθοδος λαϊκής αντίστασης.

Συμπέρασμα πέμπτο. Η σιωπή είναι πάντα καλύτερη από την υπερφίαλη πολυλογία ή τη ματαιόδοξη άγνοια. Ακούσαμε από διάφορους Ευρωπαίους πολιτικούς να λένε στους Βρετανούς να φύγουν το γρηγορότερο δυνατό από την Ε.Ε. σαν να ήταν «χωράφι» τους.

Θα μπορούσε να πει κανείς σε ελαφροβαρείς πολιτικούς σαν τον Γιούνκερ ότι απαιτείται μεγαλύτερος σεβασμός από κάποιον εκ Λουξεμβούργου σ’ έναν από τους καθοριστικούς ευρωπαϊκούς πολιτισμούς και έναν λαό που, μαζί με τη Σοβιετική Ενωση και τις ΗΠΑ, έσωσε την Ευρώπη από τους ναζί.

Στην Ελλάδα ακούσαμε κατά κόρον, ακόμη και από αριστερούς, ότι το Brexit είναι αποτέλεσμα ξενοφοβίας και ρατσισμού. Δεν χρειάζεται να έχει ζήσει κανείς πολύ στην Αγγλία για να ξέρει ότι οι Βρετανοί είναι ο πιο πολυπολιτισμικός και ανεκτικός λαός στην Ευρώπη.

Στο Λονδίνο μιλιούνται 140 γλώσσες και σχεδόν 50% του πληθυσμού γεννήθηκε εκτός Βρετανίας. Η αγγλική εργατική τάξη και τα συνδικάτα είναι από τα πιο διεθνιστικά του κόσμου και έχουν δείξει επανειλημμένα την αλληλεγγύη τους στους Ελληνες. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού.

Οι κυβερνήσεις του Κάμερον αποτελείωσαν τη Θατσερική επίθεση στο κοινωνικό κράτος για καθαρά ιδεολογικούς και εκδικητικούς λόγους, μια και δεν είναι ούτε στο ευρώ ούτε σε πρόγραμμα.

Οταν άρχισαν να κατευθύνουν δεκάδες χιλιάδες μετανάστες σε περιοχές με μεγάλη ανεργία, χωρίς θέσεις σε σχολεία, κρεβάτια στα νοσοκομεία και με πετσοκομμένες κοινωνικές υπηρεσίες, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να γιγαντωθεί η ξενοφοβία (http://www.efsyn.gr/arthro/brexit-or-not- brexit).

Αλλά για να μετατραπεί σε ρατσισμό η δικαιολογημένη ανησυχία για δουλειά και αξιοπρεπή ζωή που δημιουργεί η μαζική εγκατάσταση μεταναστών σε ρημαγμένες περιοχές, χρειάζεται ιδεολογική παρέμβαση. Αυτό έκαναν οι δεξιοί προπαγανδιστές του Brexit, αυτό και οι δικοί μας στην αντιπαράθεση για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.

Η ξενοφοβία αποτελεί το τελευταίο αποκούμπι μιας ιδεολογίας που καταστρέφει θέσεις εργασίας και το κοινωνικό κράτος με τις πολιτικές της και μετά υποστηρίζει, υποτίθεται, με τη ρητορική της τα θύματά της από τους ξένους «επιδρομείς».

Συμπέρασμα έκτο. Ο ευρωσκεπτικισμός που απλώνεται σε όλη την Ευρώπη, όπως βρήκε πρόσφατα το Ινστιτούτο Pew, μπορεί να δεξιός ή αριστερός (http://www.efsyn.gr/arthro/brexit-or-not-brexit-2-eyropi-kai-ellada).

Η δεξιά ρητορική επικράτησε στο βρετανικό δημοψήφισμα γιατί δεν βρήκε αντίπαλο δέος. Είναι ευθύνη της Αριστεράς να εκφράσει τον λαϊκό σκεπτικισμό για τη λιτότητα, τον συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό και αποξενωτικό χαρακτήρα των Βρυξελλών.

Χωρίς να σταματάμε την κριτική των πολιτικών και της αρχιτεκτονικής ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης», πρέπει να δημιουργήσουμε ένα σχέδιο επαναθεμελίωσης της Ε.Ε. μέσα από ένα νέο ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο.

*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 11 Ιουλίου 2016.