Η συζήτηση για τις στρατηγικές της Αριστεράς κυριαρχείται από την παραδοσιακή οντολογία. Οι τάξεις δημιουργούνται έξω από την πολιτική, στις παραγωγικές σχέσεις. Δουλειά του αριστερού κόμματος είναι να συντάξει την τάξη πολιτικά, να μεταφράσει και να μεταφέρει τα συμφέροντά της στην κεντρική πολιτική σκηνή. Οι συμμαχίες και οι συνασπισμοί δημιουργούνται από τα πάνω και στηρίζονται στην κλασική λογική της αντιπροσώπευσης. Είναι αποτέλεσμα συνεννοήσεων ηγετών και κομμάτων που ελπίζουν ότι ο κόσμος θα συνταχθεί με τις προτάσεις τους. Όμως η στρατηγική αυτή δεν κατανοεί τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές του μεταφορντικού και νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και την απαξίωση της πολιτικής. Το εκλεκτό πολιτικό υποκείμενο είτε δεν υπάρχει και επιβιώνει μόνο σαν φάντασμα είτε έχει συστηματικά απαρνηθεί την ιστορική αποστολή του. Οι τομεακές, επαγγελματικές, τοπικές και ατομικές εντάσεις, που διχάζουν βαθιά την εργατική τάξη και τον λαϊκό πόλο, σημαίνουν ότι κανένα κόμμα και καμιά ιδεολογία δεν μπορεί να ισχυριστεί πως εκπροσωπεί την αλήθεια ή προσφέρει τη μοναδική ηγεσία.
Όλα αυτά έχουν επιπτώσεις στο πολιτικό πεδίο μιας συνολικότερης απομάκρυνσης από τις μεταφυσικές βεβαιότητες του 20ού αιώνα. Οι επιστημολογικές πίστεις, σύμφωνα με τις οποίες η σκέψη και το είναι κινούνται παράλληλα ή η αλήθεια και η πραγματικότητα ταυτίζονται, σταδιακά, εγκαταλείπονται. Οι απόψεις για «αντικειμενικά» συμφέροντα, για την αιτιακή σχέση βάσης και εποικοδομήματος ή για την ιδεολογία ως «ψευδή συνείδηση» δεν επέζησαν του τέλους του αιώνα. Η αλήθεια δεν αποτελεί απλό αντικατοπτρισμό της πραγματικότητας, αλλά στράτευση για την αλλαγή της. Ως εκ τούτου, βασικές θέσεις του ορθόδοξου μαρξισμού αλλά και της πολιτικής επιστήμης που θεμελιώνονταν στη λογική της αντιπροσώπευσης ταλαντεύονται όλο και περισσότερο.
Κοινωνική και πολιτική οντολογία
Το κοινωνικό πεδίο είναι ανοιχτό, διατρέχεται από διαφορές, εντάσεις και συγκρούσεις κάνοντας τις ταυτότητες προσωρινές εύπλαστες και ατελείς. Η σκέψη, ο λόγος και οι πρακτικές -η ηγεμονική παρέμβαση- μεταμορφώνει συνεχώς το κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι διάφορες «υποκειμενικές θέσεις» που έχουμε (στις ιδεολογικές και αισθητικές επιλογές, στις προσωπικές σχέσεις, στις πολιτικές και ηθικές τοποθετήσεις) δεν ενοποιούνται κάτω από ένα κοινό πρόταγμα, π.χ. την ταξική, την έμφυλη ή την εθνοτική ένταξη. Δημιουργούν πολλαπλές ιδεολογικές, πολιτικές και συναισθηματικές εγκλήσεις.
Τα πολιτικά υποκείμενα δεν συνίστανται λοιπόν στις σχέσεις παραγωγής ή δεν κατανοούν πάντα τα «αντικειμενικά» τους συμφέροντα. Αντίθετα, η πολιτική συναρμολογεί τις κοινωνικές σχέσεις και τις κοινωνικές ταυτότητες με τις ηγεμονικές της επεμβάσεις, το αποτέλεσμα των οποίων δεν είναι προκαθορισμένο. Εξαρτάται από την ενδεχομενική σύγκλιση και συμπόρευση ατόμων, ομάδων, επαγγελμάτων και τάξεων. Μ’ αυτήν την έννοια, η «κοινωνία» δεν είναι μια σταθερή οντολογική κατηγορία, αλλά το όνομα του ορίου που αντιμετωπίζει κάθε φορά η πολιτική στις παρεμβάσεις της.
Το κοινωνικό πεδίο αποκτά την πάντα προσωρινή μορφή του, όταν τα διάφορα ανταγωνιστικά μέρη συγκλίνουν σε κοινή κατεύθυνση. Ο κοινωνικός χώρος σχηματοποιείται, όταν εξασθενούν οι πολλαπλές εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των εν δυνάμει συστατικών του «λαϊκού» πόλου. Οι διαφορές μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών υπάλληλων, υψηλόμισθων και χαμηλόμισθων, υπαλλήλων και επαγγελματιών, εργαζόμενων και ανέργων, Ελλήνων και μεταναστών είναι μεγάλες. Ο «λαός» δεν υπάρχει εκ των προτέρων και πρέπει να δημιουργηθεί μέσα από τη σύγκλιση των μερών και την αντιπαράθεση με την εξουσία. Η ηγεμονική πολιτική επιλέγει μια κεντρική αντίφαση και προσπαθεί να την προωθήσει ως πόλο σύγκρουσης, δημιουργώντας συμμαχίες γύρω της. Η παρέμβαση μεταβάλλει τις διαφοροποιήσεις σε «ισοδυναμίες», βρίσκοντας και δημιουργώντας κοινά στοιχεία μεταξύ ομάδων, τάξεων και συμφερόντων. Αν πετύχει, η αντιπαράθεση διαπερνάει και διαχωρίζει τα δύο στρατόπεδα που δημιουργούνται στις πλευρές της διαχωριστικής γραμμής. Τα μέρη του «λαϊκού» πόλου αποδέχονται, τουλάχιστον προσωρινά, ότι η γραμμή σύγκρουσης αυτή είναι πιο σημαντική από τα τοπικά και συνδικαλιστικά τους συμφέροντα.
Πώς γίνεται αυτή η σύγκλιση; Επιλέγοντας έναν κοινό εξωτερικό εχθρό ή μια δέσμη αξιών που συναρθρώνουν τους τοπικούς ανταγωνισμούς σε αλυσίδα αντιστοιχιών, διαιρώντας και στηρίζοντας τον κοινωνικό ιστό. Η επιλογή μεταξύ, λόγου χάρη, μιας ταξικής, πατριωτικής ή δημοκρατικής γραμμής σύγκρουσης εξαρτάται από τη συγκυρία και τη διορατικότητα της πολιτικής παρέμβασης. Καμία γραμμή ή ιδεολογική θέση δεν είναι εγγενώς πρόσφορη για τη συνάρθρωση των λαϊκών αντιθέσεων. Είναι φανερό ότι η επιλογή της γραμμής σύγκρουσης καθορίζει πόσο ευρύς θα είναι ο υπό διαμόρφωση λαϊκός πόλος και τι εν δυνάμει χαρακτηριστικά θα έχει.
Το μερικό ηγεμονεύει το καθολικό
Η ανάλυση στηρίζεται σε μια βασική θέση του μεταδομισμού. Το καθολικό και απελευθερωτικό στοιχείο αναδύεται μόνο όταν ένα μερικό το ηγεμονεύσει καθορίζοντας το νόημά του. Η καθολική ιδέα που θα βοηθήσει την ανάδειξη των ισοδυναμιών πίσω από τις επιφανειακές διαφορές βρίσκεται πάντα σ’ ένα επιμέρους και, θα πρόσθετα, αποκλεισμένο στοιχείο. Όπως εξηγεί ο Λακλάου, το καθολικό είναι ένα «κενό σημαίνον» χωρίς μόνιμο και αναγκαίο νόημα. Ένας αμφιλεγόμενος όρος, μια λέξη ή εικόνα (αλληλεγγύη, ελευθερία, δικαιοσύνη) γίνεται πεδίο ιδεολογικής σύγκρουσης. Ηγεμονική πολιτική είναι ακριβώς ο αγώνας για να πληρωθεί το οικουμενικό με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Στη Ρωσική Επανάσταση, φερ’ ειπείν, πολλές και αρχικά αντίπαλες δυνάμεις συσπειρώθηκαν γύρω από το αίτημα για «γη και ειρήνη», στην Πολωνία γύρω από την Αλληλεγγύη, στην Ελλάδα του 2015 γύρω από την απόρριψη του Μνημονίου. Η αντιμνημονιακή γραμμή διαίρεσης αποτέλεσε την πιο πετυχημένη παρέμβαση και συνάρθρωση του λαϊκού πόλου στην Ευρώπη. Ήταν ακριβώς η αντιμνημονιακή ηγεμονική παρέμβαση που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και εξηγεί το μίσος εναντίον του.
Με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου η δυνατότητα αντιμνημονιακής διαίρεσης χάθηκε και ο λαϊκός πόλος που δημιουργήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και εκφράστηκε με το ιστορικό «Όχι» στο δημοψήφισμα διαλύθηκε. Εν τούτοις, η ανάλυση της εργασιακής και κοινωνικής πολυδιάσπασης και η κρίση της πολιτικής εκπροσώπησης παραμένουν και έχουν ενταθεί. Εδώ λοιπόν πρέπει να ενταχθεί η λογική των συμμαχιών, αλλά και της ηγεμονικής παρέμβασης. Η ταξική αντίθεση βοηθάει στη δημιουργία άτυπων κοινωνικών συμμαχιών που αποβλέπουν στη μείωση των ανισοτήτων, την άμυνα των εργασιακών δικαιωμάτων, την αναδιάταξη του κοινωνικού κράτους. Η αντίθεση γύρω από τα δικαιώματα και την αναγνώριση των μειοψηφικών ταυτοτήτων δημιουργεί πολιτικές συμμαχίες γύρω από τις βασικές αξίες του διαφωτισμού και του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Αλλά η ηγεμονική διαίρεση παραμένει η στρατηγική που οδηγεί στην υπέρβαση των πολλαπλών διαφοροποιήσεων και εντάσεων. Η διαχωριστική γραμμή που μπορεί να διαιρέσει ηγεμονικά σήμερα είναι η ανυποχώρητη επίθεση στη διαφθορά, τη διαπλοκή, το παλιό και οπισθοδρομικό. Η «ανάπτυξη», από την άλλη πλευρά, αποτελεί ένα κενό σημαίνον, λέξη χωρίς αναγκαίο περιεχόμενο, που γίνεται πεδίο ιδεολογικής σύγκρουσης. Η Δεξιά και τα ΜΜΕ προσπαθούν να την ηγεμονεύσουν, χρησιμοποιώντας την απορρύθμιση της εργασίας και των επαγγελμάτων, την περαιτέρω υποχώρηση του ήδη ισχνού κοινωνικού κράτους, την ασύδοτη κερδοφορία των επενδυτών. Ανάπτυξη σημαίνει επιστροφή στην παρασιτική και κρατικοδίαιτη παλιά αστική τάξη. Για την Αριστερά, η «ανάπτυξη» συναρθρώνεται με τη δικαιοσύνη, τις επενδύσεις στην καινοτομία με προστασία της εργασίας, τη μεταρρύθμιση ενός κράτους που χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο κομματικής επιβολής.
Εδώ βρίσκεται η μεγάλη συνεισφορά του Ερνέστο Λακλάου και της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας». Είναι θεωρία συγκρουσιακή, διατηρώντας τη σχέση με τον μαρξισμό. Αλλά επειδή στηρίζεται στην ενδεχομενικότητα της σύστασης ταυτοτήτων και της πολιτικής έκβασης, βάζει στο κέντρο τον πολιτικό λόγο, την επιλογή διαχωριστικών γραμμών και τη στρατηγική συμμαχιών. Χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο για την συγκυρία ανταγωνισμό, η δημοκρατία μπορεί να επεκτείνει συνεχώς την αλυσίδα των ισοδυναμιών ξεπερνώντας σε μορφή και περιεχόμενο τους περιορισμούς της κοινωνικής οντολογίας. Για τον Λακλάου, η συνάρθρωση ριζοσπαστικής δημοκρατίας και θεωρίας περνάει μέσα από ηγεμονικές παρεμβάσεις στην πολιτική και την οικονομία, την αισθητική και τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και την τέχνη. Είναι «το έργο μιας ολόκληρης γενιάς για τα επόμενα χρόνια» έγραφε πριν τον θάνατό του. Σήμερα το θεωρητικό του έργο ανατίθεται στους πολλούς μαθητές του. Το πολιτικό, στην ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στα Ενθέματα-4ος κύκλος. Δημοσιεύτηκε στις 27 Μαΐου 2018.