Η συζήτηση για το Μακεδονικό αποτελεί εργαστήρι για την κατανόηση της ιδεολογίας. Η Μακεδονία, ακούσαμε, είναι είτε ιστορία είτε γεωγραφία, αποκλειστικά ελληνική ή κομμάτι και άλλων, έθνος ή πληθυσμός, γλώσσα ή διάλεκτος, περιφέρεια ή κράτος. Και αυτά μόνο στην Ελλάδα. Αν ακούσουμε τι λέγεται στην ΠΔΓΜ θα προσθέταμε και πολλά ακόμη.
Αυτό που έγινε σαφές είναι ότι δεν ξέρουμε τι σημαίνει Μακεδονία, ότι έχουμε μια συγκεχυμένη ιδέα για την έννοια του έθνους, ότι κεντρικά σημεία της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας παραμένουν σκοτεινά και άγνωστα. Εν τούτοις είμαστε αποφασισμένοι να κινητοποιηθούμε, να πάμε σε συλλαλητήρια και εκδηλώσεις, να συγκρουστούμε χωρίς να ξέρουμε το διακύβευμα.
Η ιδεολογία δουλεύει στο διάμεσο της γνώσης και του ασυνείδητου, ανάμεσα σ’ αυτά που ξέρουμε με σιγουριά και τα άλλα, τα μυστηριώδη, που δεν τα ξέρουμε αλλά μας καθορίζουν. Οι πράξεις μας συχνά καθοδηγούνται από επιθυμίες, τραύματα και φόβους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολιτική της Δεξιάς στο Μακεδονικό. Πολλά στελέχη αποδέχονται δημόσια και ιδιωτικά ότι έχουμε ένα μικρό «παράθυρο ευκαιρίας» για τη λύση του αδιέξοδου. Συμφωνούν ότι πρέπει να γίνει το συντομότερο γιατί το ζήτημα έχει κακοφορμίσει και οι δύο χώρες έχουν χάσει πολλά από την αδιαλλαξία. Η Ελλάδα υποχρεώνεται σε διεθνή φόρα να δεχτεί την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα. Οι γείτονες είναι παρίες στη διεθνή κοινότητα, η σταθερότητα του κράτους απειλείται.
Αλλά το δεξιό ασυνείδητο, τραυματισμένο από την απώλεια της εξουσίας, δρα αντίθετα από τη λογική. Επιτίθεται στην κυβέρνηση, κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει τη συμφωνία που απαιτεί το συμφέρον της παράταξης και της χώρας. Ολοι ξέρουν τις αρνητικές γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες για τη χώρα μας αν η ανωμαλία με την ΠΓΔΜ συνεχιστεί. Αλλά αυτό δεν σταματά τον αρνητισμό πολιτικών και δημοσιολογούντων.
Ετσι λειτουργεί η παράλογη λογική του ασυνείδητου: Ξέρω πολύ καλά τη ζημιά που θα πάθει η χώρα, εν τούτοις συνεχίζω να την υποθάλπω. Βλέπουμε ανάλογη τακτική και στο ΚΚΕ. Το κόμμα επαναλαμβάνει συνεχώς μια σειρά από δογματικά αξιώματα περί ιμπεριαλισμού, καπιταλισμού.
Εξηγούν, υποτίθεται, την κατάσταση και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αλλά ταυτόχρονα οι συνεχείς επιθέσεις του στα κυβερνητικά μέτρα για τους αδύναμους υποσκάπτουν τα δίκια αυτών που η ρητορική του επιφανειακά υποστηρίζει. Δεν αποτελεί επομένως η ιδεολογία την κλασική «ψευδή συνείδηση» του μαρξισμού. Οι πολιτικοί ξέρουν πολύ καλά ότι οι πράξεις τους είναι αντίθετες με τις αναλύσεις τους, αλλά η γνώση αυτή δεν τους αποτρέπει.
Εχουμε λοιπόν μια «πεφωτισμένη» ψεύτικη συνείδηση. Η ιδεολογία ξέρει τα λάθη της, αλλά έχει δημιουργήσει ένα προστατευτικό τείχος και αποκρούει κάθε κριτική. Οι πολιτικοί ξέρουν ότι βλάπτουν τα συμφέροντα και τις αρχές τους. Εν τούτοις προχωρούν και το κάνουν.
Μετα-ιδεολογία των κενών λέξεων
Οι αντιφάσεις αυτές αντικαθιστούν την ιδεολογική σύγκρουση με τον κυνισμό. Τα σημάδια του βρίσκονται παντού. Οι πολιτικοί αρνούνται ότι οι πράξεις τους στηρίζονται σε αυταπάτες και υποκρισία, αλλά κατηγορούν τους άλλους για ψευδαισθήσεις και ψέματα. Η δική τους πίστη είναι στέρεη, οι ιδέες τους αληθινές.
Αλλά οι άλλοι καθοδηγούνται από ιδεοληψίες. Η πίστη ότι η αλήθεια είναι με το μέρος μας αποτελεί την πιο ισχυρή ιδεολογία της μετα-ιδεολογικής μας εποχής. Αυτό ισχύει και για όσους στηρίζονται στις αδιάψευστες γνώσεις τους και στους άλλους που ακολουθούν τα συναισθήματα.
Η επιθυμία είναι επιθυμία του άλλου, τα συναισθήματα δημιουργούνται μέσα από σχέσεις με τους άλλους. Αισθάνομαι κάτι δυνατό, γνωρίζω κάτι με πάθος όταν πιστεύω ότι το επιθυμούν ή το ξέρουν οι άλλοι.
Δεν καταλαβαίνουμε, για παράδειγμα, τι λέει ο ιερέας στη διάρκεια της λειτουργίας ή άλλης τελετής, τα εκκλησιαστικά «μυστήρια» αποτελούν γλωσσικό μυστήριο. Αλλά αφού ξέρει τη σημασία τους ο παπάς, αυτό μας αρκεί.
Οι μακροοικονομικές ή χρηματοπιστωτικές αναλύσεις για την κρίση και το χρέος είναι συχνά ακατανόητες. Αλλά αφού τα καταλαβαίνουν οι οικονομολόγοι, τα πιστεύουμε κι εμείς. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι κάποιοι άλλοι, οι πολιτικοί, οι επιστήμονες, οι ειδικοί, γνωρίζουν τις απαντήσεις παρ’ ότι βέβαια διαφέρουν μεταξύ τους.
Στην κοινωνία της πληροφορίας και της συνεχούς ενημέρωσης εξουσιοδοτούμε άλλους να πιστεύουν για μας. Οσο μεγαλύτερη είναι η δυνατότητα συλλογής στοιχείων και πληροφοριών τόσο μεγαλύτερη η προσωπική μας άγνοια, η εμπιστοσύνη στις ιδέες των εκλεκτών και η φανατική υποστήριξή τους. Πιστεύουμε μέσω αντιπροσώπων.
Ο συνδυασμός κυνισμού και αξιώσεων αλήθειας αποτελεί την κυρίαρχη ιδεολογία, στην εποχή της μετα-ιδεολογίας. Παρ’ ότι δεν πιστεύω σε τίποτε, πέρα από το συμφέρον μου, πιστεύω ό,τι οι άλλοι πιστεύουν και αναθέτω την πίστη μου σ’ αυτούς. Οπως υπάρχουν αντιπροσωπείες αυτοκινήτων ή ψυγείων, οι αντιπρόσωποι των ιδεών μού επιτρέπουν να πιστεύω. Οταν δω τον άλλο να γελάει ή να κλαίει με πιάνουν και μένα γέλια ή κλάματα. Σε πολλές κωμικές σειρές το γέλιο-κονσέρβα μάς κάνει κι εμάς να γελάμε. Ετσι και στις ιδέες, η επανάληψή τους από άλλους μάς δίνει ένα άλλοθι για τη δική μας αδιαφορία ή άγνοια.
Η μετα-ιδεολογία οργανώνεται γύρω από διάφορα κενά σημαίνοντα, όπως η «Μακεδονία» ή το «έθνος». Σημαίνουν πολλά και διαφορετικά πράγματα για διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων. Μια και δεν είναι δυνατό να περιγραφούν ή να οριστούν με τρόπο αδιάβλητο, κάθε ομάδα τούς αποδίδει τα δικά της κυρίαρχα χαρακτηριστικά και προσπαθεί να γεμίσει την άδεια -ή γεμάτη από περιεχόμενο- λέξη με τα δικά της σημαινόμενα.
Η πολυσημία αυτών των λέξεων τις κάνει ιδανικό θεμέλιο της ατομικής και συλλογικής ισορροπίας. Ανήμποροι να ορίσουμε, τις περιγράφουμε χρησιμοποιώντας κάποιες σημαντικές στιγμές ή εικόνες. «Επρεπε να ήσουν στο συλλαλητήριο για να καταλάβεις τη σημασία της Μακεδονίας», λέμε για τέτοια συμβάντα. Ή δείχνουμε την εικόνα: το αστέρι της Βεργίνας, το άγαλμα του Αλέξανδρου, τις σημαίες στο συλλαλητήριο.
Κανένα από αυτά δεν εξηγεί τι είναι η Μακεδονία. Αλλά το συμβάν ή η εικόνα φέρνει στο μυαλό κι άλλες εικόνες επιτυχίας, ανάτασης, συναισθηματικής φόρτισης: η Ακρόπολη, το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, ο πανηγυρισμός για το Ευρωπαϊκό, η σημαία του ΠΑΟΚ. Συνδυάζονται όλες δημιουργώντας ένα πανόραμα περηφάνιας που ορίζει συναισθηματικά τη Μακεδονία πολύ καλύτερα από τις αναλύσεις της ιστορίας, της γεωγραφίας ή της γεωπολιτικής.
Η ψυχική οργάνωση γύρω από ονόματα και εικόνες είναι μέρος του αγώνα για αναγνώριση. Επειδή δεν ξέρουμε το νόημα των συμβολικών σημείων, επειδή δεν είμαστε ποτέ σίγουροι για τον ατομική ή συλλογική ταυτότητα δίνουμε βάρος στις επιθυμίες των άλλων. Η ψυχανάλυση διακρίνει μεταξύ του φαντασιακού «ιδεώδους εγώ» και του συμβολικού «ιδεατού του εγώ».
Το φαντασιακό αποζημιώνει για την «έλλειψη», τη φροϊδική δυσφορία για τις καθημερινές αποτυχίες και απογοητεύσεις προβάλλοντας μιας ιδεατή ταυτότητα: είμαι ενημερωμένος, μορφωμένος, ανεκτικός παρά τα προβλήματα της καθημερινότητας. Το συλλογικό φαντασιακό, από την άλλη, παρουσιάζει την ιστορία μας δοξασμένη και το μέλλον λαμπρό.
Η Μακεδονία και ο Αλέξανδρος είναι συστατικά της επιστημονικής μου γνώσης ή της εθνικής ταυτότητας και αποζημιώνουν τις ταπεινώσεις, την πτωχοποίηση, τον περιορισμό της κυριαρχίας. Στο συμβολικό, βλέπω τον εαυτό μου από τη σκοπιά του άλλου και προσπαθώ να γίνω ή να πράξω αυτό που νομίζω ότι ο άλλος περιμένει από μένα. Εδώ βρίσκεται η σημασία του συλλαλητηρίου. Γίνομαι ίδιος με τους άλλους, δέχομαι την επιθυμία του Νάρκισσου που βλέπει στους άλλους τον εαυτό του.
Μεταξύ της φαντασίας, της αλήθειας και της επιθυμίας των άλλων προχωράμε σε διαφορετικά μονοπάτια, όλοι στον δρόμο για τη Μακεδονία των ονείρων μας.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών (12/02/2018).