Η θανατοπολιτική της τρομοκρατίας

Η επίθεση στη Βαρκελώνη έχει όλα τα χαρακτηριστικά της νέας τρομοκρατίας. Μια λεπτομέρεια μας επιτρέπει να καταλάβουμε την παρανοϊκή φιλοσοφία που κατευθύνει τον ισλαμιστή δολοφόνο. Και οι πέντε τρομοκράτες που σκότωσε η αστυνομία στο Καμπρίλς φορούσαν ψεύτικες ζώνες με εκρηκτικά.

Έδιναν την εντύπωση τρομοκρατών αυτοκτονίας εξασφαλίζοντας ότι η αστυνομία θα τους σκότωνε για να αποφύγει περαιτέρω θύματα από την έκρηξη. Η δολοφονία των θυμάτων και η αυτοκτονία του πρωταγωνιστή αποτελούν σκοπό και μέσο της επίθεσης. Αυτή η πολιτική του θανάτου μετατρέπει τον καμικάζι στον ιδεώδη μεταμοντέρνο τρομοκράτη.

Η πολιτική τρομοκρατία, η ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ή η ΕΤΑ διάλεγαν τους στόχους τους προσεκτικά για να προωθήσουν το πρόγραμμά τους. Αμέσως πριν ή μετά την επίθεση ή την απαγωγή κάποιου πολιτικού εξέδιδαν πολυσέλιδη, ιδεολογικά φορτισμένη ανακοίνωση και περήφανα αναλάμβαναν την ευθύνη της πράξης τους.

Ο φονταμενταλιστής τρομοκράτης, αντίθετα, διαλέγει τον στόχο του τυχαία, δεν εκδίδει ανακοινώσεις και παραμένει άγνωστος και ανώνυμος, μέχρι να ανακαλύψει την ταυτότητά του η αστυνομία ή να γίνει, συνήθως αργότερα, μία ασαφής και αμφισβητούμενη ανάληψη ευθύνης από κάποια σκιώδη οργάνωση.

Το μόνο μήνυμα της επίθεσης αυτοκτονίας είναι το ίδιο το συμβάν, η δολοφονία και η αυτοκτονία. Η πράξη είναι αυτοτελής, ο θάνατος αποτελεί μέσο και σκοπό. Η έλλειψη μηνύματος αποτελεί το μήνυμα της πράξης με τον θάνατο που καταστρέφει τη γλώσσα και το νόημα. Ο τόπος και ο χρόνος της επίθεσης αποτελούν δευτερεύοντες συμβολισμούς: η Νίκαια την επέτειο της γαλλικής εθνικής γιορτής, το Γουεστμίνστερ στο Λονδίνο, η Ράμπλας στη Βαρκελώνη.

Ο τρομοκράτης επιτίθεται στο κοσμικό κράτος και τα σύμβολά του ή στην πανέμορφη, μεσογειακή πόλη με τη μοναδική ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική την τουριστική περίοδο. Τότε που κυριαρχούν η ξεγνοιασιά, η διασκέδαση, οι σωματικές και υλικές απολαύσεις.

Οι θρησκευτικοί μάρτυρες στο παρελθόν απέρριπταν την περατότητα των επίγειων και επιδίωκαν με τη θυσία τους να επιταχύνουν τη μετάβαση στα επουράνια. Ετσι, ο θάνατος γίνεται μαρτυρία και μαρτύριο: κατάθεση και ομολογία της πίστης, από τη μια, και θυσία από την άλλη. Ο καμικάζι πάει παραπέρα. Βασισμένος στην πίστη ότι η μετά θάνατον ζωή είναι απείρως ανώτερη από τη σκληρή πραγματικότητα κάνει το σώμα του γέφυρα που συνδέει τα επίγεια με τα επουράνια.

Ο ιδεολογικός ή θρησκευτικός μάρτυρας στοιχηματίζει τη ζωή του στη μέλλουσα δικαιοσύνη, στην ελευθερία που θα έρθει («Ελευθερία ή Θάνατος») ή στην επικράτηση της πίστης του. Ο καμικάζι στοιχηματίζει τη ζωή των άλλων στους «ανώτερους» σκοπούς του.

Στη νεωτερικότητα μόνον ο κυρίαρχος, αυτοκράτορας, βασιλιάς ή κράτος, θυσιάζει πολίτες και εχθρούς. Στέλνει τους υπηκόους στον πόλεμο, στο ικρίωμα ή στις ποικίλες εκατόμβες. Ως κοσμικός διάδοχος της θεότητας και θιασώτης της θεολογικο-πολιτικής εξουσίας, χρησιμοποιεί τη θυσία και την ιερότητα (sacer). Η θυσία, sacrificium στα Λατινικά, αποτελεί ιεροποίηση -sacer facere: γεφυρώνει τα επουράνια με τα επίγεια.

Αυτή τη λειτουργία προσπαθεί να μιμηθεί ο τρομοκράτης. Γίνεται υπηρέτης μιας αντεστραμμένης κυριαρχίας και αξιώνει τα προνόμια του στρατιώτη-αντιπροσώπου του Θεού επί Γης. Ο Μωχάμετ Σιντίκι Καν, που ανατινάχτηκε στο μετρό του Λονδίνου το 2005, λέει στο σπάνιο μήνυμα που μαγνητοφώνησε πριν από την επίθεση: «Είμαστε σε πόλεμο και είμαι στρατιώτης.

Τα λόγια μας δεν έχουν αποτέλεσμα. Γι’ αυτό θα σας μιλήσω στη γλώσσα που καταλαβαίνετε. Τα λόγια μας θα είναι νεκρά μέχρι να τους δώσουμε ζωή με τα αίμα μας». Η τρομοκρατία αναπνέει το οξυγόνο του θανατοπολιτικού συμβολισμού. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον τρομοκράτη ως στρατιώτη αλλά ως παρανοϊκό δολοφόνο. Δεν έχουμε σύγκρουση δύο κυρίαρχων, αλλά κακουργήματα που είναι δουλειά της αστυνομίας και των ποινικών δικαστηρίων.

Η ψυχολογία του τρομοκράτη αναδύεται συνήθως μέσα από περιθωριακές, καταπιεσμένες ζωές στα όρια της παραβατικότητας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Η αποτρόπαιη πράξη κάνει «κάποιον» στον θάνατο τον περιθωριακό τρομοκράτη που ήταν καταφρονεμένος στη ζωή. Οπως λέει ο Τέρι Ιγκλετον, «ο θάνατος του δίνει μια γεύση ελευθερίας». Η αυτοκτονία στο όνομα του Υψίστου οδηγεί στον θάνατο του θεού, όπως αναγνώριζε ο Ντοστογιέφσκι, αφού του υφαρπάζει το μονοπώλιο ζωής και θανάτου.

Ετσι, η δολοφονία των θυμάτων κάνει τον καμικάζι ψευτο-κυρίαρχο τη στιγμή του θανάτου του. Αγγελος θανάτου και αρνητής του κόσμου και της ζωής, ο τρομοκράτης υπηρετεί τη μία «Αλήθεια». Συμβολίζει έτσι την παρανοϊκή αναζήτηση της βεβαιότητας και της απόλυτης δύναμης.

Αλλά αυτή η συνηθισμένη εξήγηση πρέπει να συμπληρωθεί ψυχαναλυτικά με την ακριβώς αντίθετή της. Ο φανατισμός, η θανατηφόρα πράξη, δεν είναι αποτέλεσμα ακλόνητης θρησκευτικής βεβαιότητας. Αν πίστευε ο τρομοκράτης απόλυτα στην πρόνοια του θεού του, θα εμπιστευόταν τις άρρητες βουλές του και θα περίμενε υπομονετικά την επέμβασή του στην ιστορία.

Αντίθετα, η πράξη δείχνει ότι αμφιβάλλει για την πίστη του και τιμωρεί πρώτα τον εαυτό του για τη διαβολική του αμφισβήτηση. Μ’ αυτήν την έννοια ο καμικάζι είναι κι αυτός δημιούργημα της μεταμοντέρνας αποδόμησης κάθε μεταφυσικού θεμελίου. Απαντά στην απώλεια αξίας και νοήματος αναδεικνύοντας τον θάνατο, το τέλος κάθε νοήματος, σε απόλυτη αξία.

Τα θύματα του φονταμενταλιστή επιλέγονται τυχαία. Σκοτώνονται όχι για το ποιοι είναι, αλλά ακριβώς επειδή δεν είναι διάσημοι ή στοχοποιημένοι. Η επιλογή τους είναι δουλειά της τύχης, απρόβλεπτη σαν το χτύπημα του κεραυνού. Η νεωτερικότητα προσπάθησε να δαμάσει την τυχαιότητα, να καταργήσει ή να μετριάσει τη δουλειά της μοίρας.

Μας λένε συνεχώς ότι είμαστε αφεντικά της τύχης μας, ότι οι αποτυχίες της ζωής είναι αποτέλεσμα της άγνοιας, της ανικανότητας, της τεμπελιάς μας. Αυτό το δάμασμα της μοίρας μάς κάνει αυτόνομους, ελεύθερους. Εντούτοις, η «κοινωνία του ρίσκου» της πρόσφατης κοινωνιολογίας ανακαλύπτει ρίσκα και κινδύνους παντού.

Ο κίνδυνος προκαλείται από εξωτερικές επιθέσεις που προκαλούν φόβο και μας κάνει να πάρουμε τα μέτρα μας. Το πανταχού παρόν ρίσκο, από την άλλη πλευρά, δημιουργεί ένα περιρρέον, ασαφές, καταπιεστικό άγχος, εσωτερικεύει και μονιμοποιεί έναν αόρατο κίνδυνο που παραμονεύει παντού. Ο κίνδυνος, ένας σεισμός, μια φωτιά ή ένας ληστής, μας φέρνει κοντά στους άλλους για να τον αντιμετωπίσουμε. Το ρίσκο, από την άλλη, εξατομικεύει. Απαιτεί συνεχή εγρήγορση, καχυποψία, έλλειψη εμπιστοσύνης στους άλλους.

Το ρίσκο αποτελεί νεοφιλελεύθερο εργαλείο, καταστρέφει τις κοινότητες και μας κάνει να αγοράζουμε προσωπικές ασφαλίσεις για «παν ενδεχόμενο». Ο τρομοκράτης και ο καμικάζι γίνονται σύμμαχοι της εξουσίας και όργανα της κοινωνίας του ρίσκου. Χτυπώντας τυφλά, μετατρέπουν όλο τον πληθυσμό σε δυνάμει θύματα που δεν αισθάνονται ποτέ ασφαλή. Ετσι, η τρομοκρατία οδηγεί στην αύξηση της καταστολής, της παρακολούθησης, των προληπτικών συλλήψεων. Οι βάρβαροι ψευτο-μιμητές του κυρίαρχου δίνουν άλλοθι στο κράτος για να περιορίσει περισσότερο τις συρρικνούμενες ελευθερίες μας.

Μόνη απάντηση, λοιπόν, η δημιουργία συλλογικοτήτων, το άνοιγμα της πόρτας στους ξένους, οι μαζικές διαδηλώσεις «Δεν φοβόμαστε», όπως έγινε στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη. Θυμόμαστε τον αναπόφευκτο και αποκλειστικά δικό μας θάνατο –το μόνο πράγμα που δεν θα μοιραστούμε με κανέναν– βλέποντας τον θάνατο του άλλου. Ετσι, το πένθος και ο επιθανάτιος θρήνος βοηθούν να χτιστούν κοινότητες ζωής που αντιστέκονται και στις κυριαρχίες και στις άθλιες απομιμήσεις τους.

*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 21 Αυγούστου 2017.