Κοινωνική αναπαραγωγή στον ύστερο καπιταλισμό.
Λέγαμε στο προηγούμενο ότι πρέπει να γυρίσουμε στη θεωρία για να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε τη στρατηγική και τακτική της πράξης. Ενα κεντρικό θέμα της κοινωνικής θεωρίας και της πολιτικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα αποτελεί η σχέση του υλικού με το πνευματικό στοιχείο της ζωής, του κοινωνικού είναι με την κοινωνική συνείδηση, του σώματος με τον λόγο.
Ο δογματικός μαρξισμός δίνει προτεραιότητα στο υλικό στοιχείο που προσδιορίζει τη συνείδηση των ανθρώπων.
Η «ύλη» ορίζεται με διάφορους τρόπους ως δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής, ως οικονομία, εργατική τάξη ή πάλη των τάξεων. Ο κλασικός φιλελευθερισμός πάλι ανάγει το άτομο και τις ιδέες του σε πρωταρχική μηχανή της Ιστορίας. Εδώ η συνείδηση δημιουργεί το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Αλλαγή παραδείγματος
Η διαλεκτική εγκαταλείπει τους δυϊσμούς. Η κοινωνική αναπαραγωγή συνδυάζει ιδέες, πρακτικές και υλικές πραγματικότητες.
Οι νόμοι της φυσικής που μας επέτρεψαν να φτιάξουμε πυραύλους και να πάμε στη Σελήνη ή να διασπάσουμε το άτομο και να καταστρέψουμε τη Χιροσίμα δεν βρίσκονται «αντικειμενικά» στη φύση. Αποτελούν ανθρώπινες επινοήσεις που μας βοηθούν όμως να επεμβαίνουμε και να αλλάζουμε τη φύση.
Οπως υποστηρίζει ο φιλόσοφος Τόμας Κουν στο κλασικό βιβλίο του «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», η γνώση προχωρεί όταν περίοδοι κανονικής επιστημονικής δραστηριότητας διακόπτονται αιφνίδια από επαναστατικές αλλαγές «παραδείγματος».
Παράδειγμα, κατά Κουν, είναι το σύνολο εννοιών, θεωριών και αξιωμάτων που καθοδηγούν την επιστήμη κάθε εποχής. Οταν το κυρίαρχο παράδειγμα δεν μπορεί να λύσει κάποια προβλήματα απλώς τα αγνοεί. Επαναστάτες επιστήμονες, όπως ο Κοπέρνικος, ο Αϊνστάιν ή ο Καντόρ, προτείνουν ένα ριζικά διαφορετικό παράδειγμα που διαβάζει το υπάρχον υλικό από διαφορετική σκοπιά και δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα που δεν μπορεί να απαντήσει το προηγούμενο. Κάποια στιγμή το παλιό αντικαθίσταται από το νέο.
Για παράδειγμα, ο Κοπέρνικος χρησιμοποίησε τη μέθοδο των κύκλων της κυρίαρχης πτολεμαϊκής κοσμολογίας για να υποστηρίξει ότι η παλιά θεωρία που έβαζε τη Γη στο κέντρο του Σύμπαντος δεν μπορεί να εξηγήσει πολλές πλανητικές θέσεις και φαινόμενα.
Απορρίφθηκε όμως η ηλιοκεντρική θεωρία του από την «κανονική» επιστήμη και τη θρησκευτική και πολιτική εξουσία μέχρις ότου ο Γαλιλαίος την απέδειξε πλήρως και αργότερα η Εκκλησία σταμάτησε να τη θεωρεί αντίθετη στα συμφέροντά της. Για να κυριαρχήσει μια κοσμοθεωρία δεν αρκεί λοιπόν να είναι επιστημονικά ανώτερη από την κυρίαρχη.
Οι βασικές αρχές του κυρίαρχου παραδείγματος, επιστημονικού ή ιδεολογικού, υποστηρίζονται από την εξουσία και σε απλοποιημένη μορφή προσδιορίζουν την «κοινή γνώμη» και τη λαϊκή ιδεολογία. Για την αλλαγή χρειάζεται λοιπόν να αποδεχτούν το νέο οι επιστήμονες ή οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης και να αρχίσει να το χρησιμοποιεί η εξουσία.
Το νέο «παράδειγμα» διατηρεί στοιχεία από το προηγούμενο, αλλά είναι ασύμβατο με το παλιό. Αλλάζει συνολικά τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε τα φαινόμενα. Χρησιμοποιεί νέους όρους, ανοίγει πεδία που δεν ήταν ορατά πριν, βάζει νέα ερωτήματα. Γίνεται ένας διαφορετικός φακός που, παρ’ ότι αναδύεται από την εμπειρία, αλλάζει αυτό που θεωρούμε πραγματικότητα και επομένως και την ίδια την πραγματικότητα.
Η ριζοσπαστική Αριστερά, ως σκέψη στην πράξη, αποτελεί μια τέτοια αλλαγή παραδείγματος. Αναδύεται στην κοινωνική πραγματικότητα του ύστερου καπιταλισμού, χρησιμοποιεί υπάρχοντα και νέα θεωρητικά εργαλεία τα οποία συναρθρώνει σε ένα συνεκτικό σύνολο.
Η νέα θεωρητική σύλληψη οφείλει ταυτόχρονα να συνομιλεί με τα εμπειρικά στοιχεία της μεταβιομηχανικής κοινωνίας και να την κινεί προς την κατεύθυνση της ριζοσπαστικής δημοκρατίας.
Δεν φτάνει δηλαδή να καταδικάζουμε τον ατομικισμό, τον καταναλωτισμό ή τη δεξιά ιδεολογία μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Δεν υπάρχει καμιά πετυχημένη ιδεολογία που δεν απάντησε σε ορισμένες λαϊκές επιθυμίες και ανάγκες. Πρέπει να πάρουμε υπόψη τον τρόπο με τον οποίο ο νεοφιλελευθερισμός μπόλιασε την κοινωνία, ακόμη και τους αριστερούς. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε τα υπάρχοντα υλικά για να αλλάξουμε διαδρομή.
Ατομο και εργασία
Αλλά ας αρχίσουμε με την παραγωγική διαδικασία. Ο Μαρξ εισήγαγε στο Grundrisse την έννοια της «γενικής διάνοιας», της διαδικασίας και του προϊόντος της συλλογικής γνώσης, γλώσσας και επικοινωνίας.
Στον βιομηχανικό καπιταλισμό, οι μηχανές ήταν δημιουργήματα της επιστήμης και της τεχνολογίας ενσωματώνοντας νεκρή εργατική δύναμη και σταθερό κεφάλαιο στις δυνάμεις παραγωγής. Σήμερα όμως η γενική διάνοια έχει ριζοσπαστικοποιηθεί, γενικευθεί και αποτελεί τη βασική παραγωγική δύναμη.
Η παραγωγή και το προϊόν της γίνονται σταδιακά άυλα καθώς η επιστήμη, η νοητική εργασία και δικτύωση, οι ιδέες και οι λέξεις αποκτούν άμεση υλική πραγματικότητα. Η γενική διάνοια δεν βρίσκεται πια στο σταθερό κεφάλαιο των μηχανών αλλά ενσωματωμένη στη ζωή των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι ευκίνητοι, προσαρμόσιμοι, φιλομαθείς, να καλλιεργούν συνεχώς νέες ικανότητες, γνώσεις και δεξιότητες μια και η ζωή δεν έχει ασφάλεια και δυνατότητα μακρόχρονου προγραμματισμού. Ο εργαζόμενος πρέπει να μιλάει και να επικοινωνεί επιτυχώς, να έχει ικανότητες αναλυτικής και κριτικής εκτίμησης, συνεργασίας και δικτύωσης, χρήσης των συνεχώς εξελισσόμενων τεχνολογιών μέχρι και συναισθηματική κατανόηση, μια και η συναισθηματική αρωγή έχει εμπορευματοποιηθεί και είναι συστατικό της άυλης παραγωγής.
Χαρακτηριστικά και δεξιότητες που ανήκαν στο παρελθόν στους εργάτες του πνεύματος είναι σήμερα απαραίτητα για όλους. Τα σεμινάρια για ανέργους, η διά βίου μάθηση, η απόκτηση νέων δεξιοτήτων αποτελούν απαραίτητη πλευρά της ζωής. Ο εργαζόμενος και η αξία του δεν καθορίζονται πια από ένα πεπερασμένο σύνολο σωματικών δυνάμεων ή διακριτών γνώσεων, αλλά από τη «δυνητικότητά» του, την εν δυνάμει ύπαρξη, γνώση και εργασία του.
Η άυλη παραγωγή οδηγεί σε έντονες δικτυώσεις και συνεργασίες αλλά όχι σε πολιτικές συγκλίσεις. Το να χρησιμοποιείς επιτυχώς το διαδίκτυο, να είσαι σε συνεχή επαφή στην εργασία ή στα κοινωνικά μέσα είναι πολύ διαφορετικό από το να ανήκεις σε συνδικάτο ή κόμμα.
Ο μεταφορντικός καπιταλισμός προωθεί δικτύωση αλλά όχι πολιτική συμπόρευση, επικοινωνία αλλά όχι ιδεολογικές ταυτότητες, συνεργασίες βασισμένες στην εξατομίκευση και στο «greed is good».
Οι ιδιότητες αυτές αναπαράγονται σ’ όλες τις κοινωνικές και πολιτικές κατηγορίες. Οι πρόσφατες αήθεις προσωπικές επιθέσεις, οι «ναρκισσισμοί των μικρών διαφορών» της Αριστεράς ξεκίνησαν σε μια παλιότερη εποχή θεωρητικής καθαρότητας και σιγουριάς.
Σήμερα αναπαράγονται μέσα από τις υποκειμενικότητες της άυλης εργασίας σε συνδυασμό με την προσήλωση σε θεωρητικά σχήματα που έχουν μικρή σχέση με τη σύγχρονη οργάνωση οικονομίας και πολιτικής.
Οσο οι θεωρητικές αναλύσεις απομακρύνονται από την πραγματικότητα τόσο επιτείνεται η αντιδικία στο εσωτερικό της Αριστεράς και αμβλύνεται η αποτελεσματικότητά της απέναντι στον κοινό αντίπαλο. Στη δικτυωμένη αλλά ατομιστική κοινωνία, μεγαλύτεροι ανταγωνιστές είναι οι συμμετέχοντες στο ίδιο δίκτυο, όχι όσοι ανήκουν σε εχθρικούς χώρους.
Δύο αντιφάσεις χαρακτηρίζουν τον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό. Αυτή μεταξύ της συνεργατικής και πνευματικής οργάνωσης της εργασίας και της αθεμελίωτης, χωρίς ασφάλεια και προστασία ζωής. Ετσι υποσκάπτονται οι πηγές της ηθικής και οδηγούμαστε στον κυνισμό («ωχ αδελφέ») και τον πραγματισμό («look after Mr. One»).
Αυτός είναι ο λόγος που η εξουσία υιοθετεί αδιάντροπα τον κυνισμό. Αφού κανένας δεν πιστεύει σε αρχές, η υποκρισία παρουσιάζεται ως επιβεβαίωση παρά παράβαση της κοινωνικής ηθικής, η φοροαποφυγή ως ένδειξη «μαγκιάς» και προσαρμογής στα κοινωνικά έθιμα. Γι’ αυτό, η αδιαπραγμάτευτη και χωρίς εξαιρέσεις προσήλωση της Αριστεράς στην ηθική είναι προϋπόθεση της πολιτικής της αξιοπιστίας.
Η δεύτερη αντίφαση είναι ότι ενώ η δικτύωση και η συλλογική δημιουργία γίνονται κύρια χαρακτηριστικά της εργασίας, η ιεραρχία και ο ασφυκτικός έλεγχος από τα αφεντικά φαίνονται αυθαίρετα και αντιπαραγωγικά.
Γι’ αυτό η δημιουργία νέων εργασιακών και πολιτικών δομών και συμπλεύσεων που στηρίζονται στους τρέχοντες τρόπους κοινωνικής αναπαραγωγής αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση της Αριστεράς του 21 ου αιώνα. Γι’ αυτά στο επόμενο.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 06 Ιουνίου 2016.