Πίσω από την πρόσφατη συζήτηση για τις εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες βρίσκονται συμπυκνωμένες και κωδικοποιημένες μια πολιτική και μια φιλοσοφική διαμάχη. Το διακύβευμα της σχέσης μεταξύ του κυρίαρχου και των μειονοτικών πολιτισμών είναι πολιτικό και γεωπολιτικό. Αλλά τα γενικότερα ερωτήματα «ποιες ανθρώπινες αξίες είναι απόλυτες» και «πώς δημιουργείται η ανθρώπινη ταυτότητα» βρίσκονται στην καρδιά της διαμάχης.
Έθνος-κράτος και μειονότητες
Η δημιουργία του έθνους-κράτους με την Γαλλική Επανάσταση οδήγησε εν καιρώ στην άποψη ότι κάθε έθνος πρέπει να έχει το κράτος του και κάθε κράτος να έχει ένα κυρίαρχο έθνος. Η Επανάσταση εισήγαγε στην πολιτική την ιδέα της καθολικότητας του Διαφωτισμού αλλά και την λογική αποκλεισμών του εθνικισμού. Το πρώτο άρθρο της Διακήρυξης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη δηλώνει ότι «όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα». Το τρίτο εισάγει την κυριαρχία του έθνους: «το Έθνος είναι η αποκλειστική πηγή κάθε εξουσίας. Καμία ομάδα ανθρώπων και κανένα άτομο δεν μπορεί να ασκεί εξουσία που δεν απορρέει από το Έθνος». Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι αλλά μόνο οι Γάλλοι (στην Γαλλία, οι Άγγλοι στην Αγγλία, οι Έλληνες στην Ελλάδα) έχουν πραγματικά δικαιώματα και εξουσία. Όπως έλεγε ο Λυοτάρ από τότε κάθε πόλεμος αποτελεί προσπάθεια ένωσης της όλης ανθρωπότητας (που έχει μόνο θεωρητικά δικαιώματα) με τους πολίτες που έχουν τα πραγματικά δικαιώματα. Μια που και τα δύο τα διακήρυξε πρώτη η Γαλλία, όλοι οι πόλεμοι είναι μεταφορικά Γαλλικοί εμφύλιοι πόλεμοι.
Το πρόβλημα με εθνικά κράτη που περιέχουν μεγάλες μειονότητες γιγάντωσε στην Ευρώπη τον μεσοπόλεμο με την διάλυση των αυτοκρατοριών και τον πολλαπλασιασμό των κρατών με κυρίαρχη και μειονοτικές εθνότητες. Μια σειρά από συνθήκες υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών εγγυήθηκαν την προστασία των μειονοτήτων αλλά απέτυχαν. Όπως έλεγε η Χάνα Άρεντ, οι μειονότητες και οι απάτριδες στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη, αποτέλεσμα των ανταλλαγών και των μεγάλων κινήσεων πληθυσμών, είχαν «μειονοτικά» δικαιώματα αλλά η προστασία τους ήταν μικρότερη αυτής των δούλων στην κλασική Αθήνα. Τα δικαιώματα και το δίκαιο βοηθούν αλλά δεν μπορούν από μόνα τους να εγγυηθούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ανθρωπιστικό ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από τις μειονότητες στο άτομο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας, το πρόβλημα επέστρεψε με οξύτητα και επαναλαμβάνεται σήμερα σε διπλωματικές συνεδρίες και σε πεδία μαχών. Η πολιτική συνθήκη της Γαλλικής Επανάσταση έχει γενικευθεί. Κάθε έθνος θέλει να έχει το δικό του κράτος. Το Κόσοβο, η Κριμαία και η Ουκρανία αποτελούν εκφράσεις αυτής της προβληματικής αρχής που βρίσκεται πίσω από τους περισσότερους πολέμους της εποχής μας. Η επιθυμία αυτή των εθνοτήτων για κρατική υπόσταση εγγράφεται βέβαια στις γεωπολιτικές διαμάχες και αντιμετωπίζεται από τις μεγάλες δυνάμεις ανάλογα με τα συμφέροντα τους. ‘Όταν επεμβαίνει όμως η γεωπολιτική, ανθρώπινο κρέας μυρίζει.
Οικουμενισμός και κοινοτισμός
Η πολιτική και πολιτισμική αντιμετώπιση των εθνοτικών μειονοτήτων εφαρμόζει τις αντικρουόμενες θεωρίες του οικουμενισμού και κοινοτισμού Ο οικουμενισμός θεωρεί το άτομο βασική μονάδα της κοινωνικής οργάνωσης και πιστεύει ότι το υποκείμενο επιλέγει ελεύθερα τους σκοπούς και επιδιώξεις του τους οποίους πρέπει να προστατεύει το κράτος. Τα βασικά χαρακτηριστικά της ταυτότητας αποκτούνται επομένως μέσω καθολικών αρχών οι οποίες προστατεύουν το ατομικό συμφέρον. Ευθύνη της εξουσίας, όπως ακούσαμε επανειλημμένα, είναι να εγγυάται την ισονομία και την ισοπολιτεία των πολιτών ανεξάρτητα από εθνοτικές και άλλες εντάξεις. Αλλά το δίκαιο και τα ατομικά δικαιώματα τονίζουν την ομοιότητα, ό,τι μας κάνει ίδιους πέρα από τις τεράστιες διαφορές μας. Η έμφαση του οικουμενισμού σε καθολικές κοινότητες, είτε της «όλης» ανθρωπότητας είτε αυτής του έθνους, υποτιμά τις ιδιαιτερότητες και την ετερότητα. Το δίκαιο δεν αρκεί για την προστασία των μειονοτήτων και πολλές φορές η επίκληση τους είναι υποκριτική. Επανειλημμένες καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δείχνουν ότι η ρητορική προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτικών από το κράτος αποκρύπτει μόνιμες διακρίσεις και σοβαρές παραβιάσεις βασικών εγγυήσεων που οδηγούν την μειονότητα να στραφεί σε άλλους προστάτες.
Από την πλευρά του κοινοτισμού, η ανθρώπινη ταυτότητα αποκτάται στην τοπική κοινότητα, με την διακριτή της ιστορία, ήθη και αξίες. Η ένταξη στην κοινότητα, η αποδοχή των παραδοσιακών αρχών και εθίμων αποτελούν τον κύριο τρόπο κοινωνικοποίησης. Υποχρέωση επομένως της πολυπολιτισμικής εξουσίας είναι να διαφυλάσσει τα όρια των κοινοτήτων, να τις προστατεύει από εξωτερικές επεμβάσεις και να διευκολύνει την αναπαραγωγή των γλωσσικών, θρησκευτικών ή φυλετικών χαρακτηριστικών τους. Το δίκαιο και τα δικαιώματα σ’ αυτή την άποψη εγγυώνται τον πολιτισμό και την περιουσία της κοινότητας αναγνωρίζοντας ότι η διατήρηση της διαφορετικότητας είναι πιο σημαντική από την πολιτική και πολιτισμική σύγκλιση με την πλειοψηφία. Αλλά και εδώ δημιουργούνται προβλήματα. Όταν η μειονότητα αποκτά τα χαρακτηριστικά της κυρίαρχης ομάδας αναφοράς συχνά υποτιμά και καταπιέζει μικρότερες μειονότητες με τρόπους ανάλογους αυτών που αντιμετωπίζει η ίδια από την πλειοψηφία. Το πρόβλημα έχει εξεταστεί λεπτομερώς στο Κεμπέκ του Καναδά, όπου η κυρίαρχη Γαλλόφωνη μειονότητα επιβάλλει έντονους περιορισμούς στους Αγγλόφωνους επαναλαμβάνοντας τις ταπεινώσεις που της επιβάλλει η κυρίαρχη κοινότητα σε εθνικό επίπεδο.
Και ο οικουμενισμός και ο κοινοτισμός, και η Δύση και η Ανατολή, στην απόλυτη μορφή τους είναι εξ ίσου προβληματικές. Ο ατομικισμός των οικουμενικών αρχών ξεχνάει την απόλυτη εξάρτηση μας από τους άλλους. Άλλοι μας φέρνουν στην ζωή, ζούμε μέσα σε κοινωνία, η υποκειμενικότητα είναι πάντοτε δι-υποκειμενική. Ο εαυτός μου εκτίθεται στον άλλο, τίθεται στην εξωτερικότητα, ο άλλος είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού και ο εαυτός του άλλου. Αντίστροφα προβλήματα δημιουργεί η κυρίαρχη έννοια της κοινότητας του κοινοτισμού που ορίζεται βάσει μιας κοινής παράδοσης και επιβάλλει στα μέλη της να «ανακαλύψουν» την ουσία τους στις αποκρυσταλλώσεις του παρελθόντος. Αυτό το είδος του κοινοτισμού καταστρέφει την κοινότητα μέσα σ’ ένα ντελίριο φαντασιακής μέθεξης στη οποία ο άνθρωπος ενώνεται με το συμπαγές πνεύμα του έθνους, της μειονότητας ή του ηγέτη.
Και οι δύο θεωρίες αποτελούν εκδοχές της σύγχρονης μεταφυσικής. Καθεμιά έχει αποφασίσει αξιωματικά τι συνιστά την «ουσία» του ανθρώπου και αγνοεί πεισματικά κάθε αντίθετο επιχείρημα. Στη ακραία τους μορφή, και ο οικουμενισμός και ο κοινοτισμός επιβάλλουν βίαια τις θεωρητικές τους απόψεις κρίνοντας όποιον δεν συμφωνεί μαζί τους αναλώσιμο. Το είδαμε στο πόλεμο του Κόσοβο. Οι Δυτικοί βομβάρδισαν το Βελιγράδι στο όνομα των καθολικών αρχών και των δικαιωμάτων. Οι Σέρβοι σκότωναν και εθνοκαθάριζαν τους Κοσοβάρους στο όνομα της ιστορίας και παράδοσης του Σερβικού έθνους. Δεν διαφέρουν όσοι σκοτώθηκαν από τους «ανθρωπιστικούς» πυραύλους του ΝΑΤΟ ή από τις σφαίρες των «εθνικά υπερήφανων» Σέρβων.
Ο καθένας μας ένας κόσμος
Η ταυτότητα μας δεν καθορίζεται αποκλειστικά από την ανθρώπινη ιδιότητα ή την εθνική ένταξη. Εξ ίσου, δεν είμαστε δημιουργήματα μιας κοινή ουσίας που προσφέρεται από την ιστορία, την παράδοση και το πνεύμα του έθνους. Δεν είμαστε ούτε Ροβινσώνες Κρούσοι ούτε άβουλα ενεργούμενα οργανικών κοινοτήτων. Είμαι Έλληνας ή Ρομά, άνδρας ή γυναίκα, αφεντικό ή εργάτης, εργαζόμενος ή άνεργος, αριστερός ή δεξιός, στρέιτ ή γκέι, θρησκευόμενος ή άθεος, Ολυμπιακός ή Παοκτζής αυτά και πολλά άλλα. Οι πολύπλοκες εντάξεις δημιουργούν τον μοναδικό εαυτό καθενός που δεν χωράει στις παραδοσιακές έννοιες της κοινότητας και του έθνους ή του ευρωπαϊσμού και της ρωμιοσύνης. Για κάποιους το έθνος είναι κεντρική ταυτοτική αναφορά για άλλους το φύλο ή η σεξουαλικότητα. Η ταυτότητα μας όμως δεν είναι στατική. Αρχίζει στην οικογένεια, τη γειτονιά, την κοινότητα και δημιουργείται μέσα από διάλογο και σύγκρουση μεταξύ του οικείου και μερικού και του ξένου, του αλλότριου και καθολικού. Η ταυτότητά μας βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση, σε αγώνα για αναγνώριση με φίλους, γνώριμους και κοντινούς αλλά και με ξένους και αγνώστους.
Η ταυτότητα μας μοιάζει περισσότερο μ’ ένα μοναδικό κόσμο. Ο καθένας μας είναι ένα σημείο όπου διαπλέκονται και συμπυκνώνονται παρελθόντα γεγονότα και ιστορίες, άνθρωποι και συναντήσεις, φαντασιώσεις, επιθυμίες και όνειρα, ένα σύμπαν μοναδικών νοημάτων, αξιών και συμβάντων με κεντρική αναφορά τον δεσμό μας με τους άλλους. Ο κόσμος μου διαπερνάται από άλλους κόσμους, φτιάχνεται από τη μεταξύ μας συνύπαρξη, η ταυτότητα κτίζεται με την ετερότητα. Ο καθένας μας ανήκει σε κοινότητες αλλά και σε συνεχή διάλογο με καθολικές αξίες, ηθικές, ιδεολογικές, γνωσιολογικές. Υπάρχω επειδή σχετίζομαι με άλλες υπάρξεις, και με την ετερότητα της ύπαρξης. Αυτό που συνδέει τον κόσμο μου με τον κόσμο των άλλων είναι η απόλυτη μοναδικότητά και η συνολική ευθύνη, πέρα από τον πολίτη και τον άνθρωπο, πέρα από το κοινοτικό, το εθνικό ή το καθολικό.
Το έθνος είτε πλειοψηφικό είτε μειονοτικό αποτελεί μια «φαντασιακή κοινότητα» και όχι συμπαγή ουσία. Αν ο εαυτός ως κόσμος αναδύεται μέσα από το μοίρασμα με τους άλλους, είμαστε συμβολικά πεπερασμένοι αλλά φαντασιακά άπειροι. Το εθνικό και το πατριωτικό, κεντρικές και σεβαστές εντάξεις για πολλούς, μπορούν να επανασημειοδοτηθούν λοιπόν πέρα από την λογική των «κατώτερων» λαών, των Ευρωπαίων και των Ανατολιτών. Ριζοσπαστική είναι η θέση που, σεβόμενη τις ατομικές επιλογές, βοηθάει να αναδεικνύεται και να αναγνωρίζεται η πολύπλοκη μοναδικότητα του άλλου.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα.