*Συνέντευξη του Κ. Δουζίνα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ (17/03/2018)
Οι ελεγχόμενες πράξεις αποτελούν σοβαρά εγκλήματα στα οποία ενδέχεται να αναμιγνύονται και πρώην υπουργοί. Ελπίζω όχι, αλλά χρειάζεται εξέταση»: την απάντηση αυτή δίνει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ (Α΄ Πειραιώς) και μέλος της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια Προκαταρκτικής Εξέτασης Κ. Δουζίνας για το «πώς» και το «γιατί» συγκρότησης της εν λόγω Επιτροπής. Παραλλήλως ο κ. Δουζίνας απαντά, μέσω του Πρακτορείου, στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης περί σκευωρίας αλλά και στην αξιοποίηση των προστατευόμενων μαρτύρων.
Σφόδρα επικριτικός για το «πλέγμα προστασίας που κάνει τα υπουργικά αδικήματα σχεδόν ακαταδίωκτα», παραπέμποντας στις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, του νόμου περί ευθύνης υπουργών, της νομολογίας κ.ο.κ., ο βουλευτής της πλειοψηφίας παραθέτει τι συμβαίνει σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη για να καταλήξει στα καθ? ημάς, ότι εδώ «έχουμε το (σχεδόν) ακαταδίωκτο έγκλημα που συνήθως προστατεύει πιθανούς ενόχους, κάνοντας το έγκλημα τέλειο. Οι εμπνευστές τέτοιων νομικών διατάξεων ευθύνονται για την απαξίωση της πολιτικής από την κοινή γνώμη».
Για αυτό και, συμπεραίνει στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ/ΜΠΕ, «η κατάργηση του άρθρου 86 (σ.σ. του Συντάγματος) κατά την επικείμενη αναθεώρηση θα αποτελέσει την πιο εμβληματική δήλωση της θεσμικής αλλαγής σελίδας στην πολιτική ζωή με την εξίσωση των πολιτικών με τους υπολοίπους πολίτες». Σύμφωνα με τον Κώστα Δουζίνα, πρέπει να «ξεκινήσει η διαδικασία για το ξήλωμα του νομικού πλαισίου που οδηγεί στο σχεδόν τέλειο έγκλημα. Νομίζω ότι είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσουμε».
Το μέλος της Επιτροπής μιλά για ένα διάλογο που είχε με τον κ. Βενιζέλο στην τελευταία συνεδρίασή της (και το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας από μερίδα των μέσων ενημέρωσης). Κλείνοντας στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ/ΜΠΕ, ο κ. Δουζίνας υπογραμμίζει ότι «η πολιτική ευθύνη του προηγούμενου καθεστώτος για το σκάνδαλο έχει καταγραφεί από τους πολίτες και θα αποδοθεί ξανά στις επόμενες εκλογές».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Α? Πειραιώς και μέλους της Επιτροπής της Βουλής για την Novartis, Κώστα Δουζίνα στον Νίκο Παπαδημητρίου για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ.: Τα πολιτικά πρόσωπα που αναφέρονται στη δικογραφία της Novartis συνεχίζουν να κάνουν λόγο για κατηγορητήριο χωρίς στοιχεία, για σκευωρία εκ μέρους της πλειοψηφίας. Με βάση τις μέχρι σήμερα συνεδριάσεις της προκαταρκτικής επιτροπής, τι απαντάτε;
Απ.: Η πρόταση της Βουλής για τη σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης ζητάει από την Επιτροπή να εξετάσει κατά πόσον έχει η Βουλή αρμοδιότητα να ασκήσει διώξεις κατά δέκα πρώην υπουργών. Εμείς, ως «δημιούργημα» της απόφασης της Βουλής, δεσμευόμαστε να ακολουθήσουμε τους όρους της καταστατικής μας πράξης. Να προσθέσω ότι το θέμα της αρμοδιότητας ενός οργάνου, τι μπορεί και δεν μπορεί να κάνει, προηγείται λογικά και θεσμικά της τέλεσης οποιωνδήποτε άλλων πράξεων. Βρισκόμαστε λοιπόν στο στάδιο εξέτασης της ύπαρξης ή μη αρμοδιότητάς της Επιτροπής για την ουσιαστική διερεύνηση των ενδεχομένων αδικημάτων. Αυτή η φάση της διαδικασίας περιλαμβάνει την εξέταση νομικών επιχειρημάτων αλλά και τη διερεύνηση κάποιων πραγματικών περιστατικών και γεγονότων, τα οποία θα μας βοηθήσουν να αποφασίσουμε αν έχουμε αρμοδιότητα.
Το θέμα της πιθανής σκευωρίας δεν είναι τυπικά αντικείμενο της Επιτροπής, αλλά πλανάται πολιτικά. Όμως τι σκευωρία; Η διερεύνηση ξεκίνησε στις ΗΠΑ και μετά στην Ελλάδα. Το FBI έχει στείλει λεπτομερές υπόμνημα, αποτέλεσμα των δικών του ερευνών, με συγκλονιστικές λεπτομέρειες για τις πρακτικές διαφθοράς της Novartis, όπως φαίνεται από τις λεπτομερείς αναφορές στις διάφορες εφημερίδες. Αναφέρονται σχέσεις με πολιτικούς, υπαλλήλων της Novartis και εταιρειών ΜΜΕ και δημοσίων σχέσεων που «ξέπλεναν» χρήμα για την Novartis. Αυτά σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων απαιτεί την άσκηση προκαταρκτικής εξέτασης. Να προσθέσω ότι όλα τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν καθεστώς προστατευομένων μαρτύρων. Το αναγνωρίζει το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με κάποιους περιορισμούς, διότι διαφορετικά το οργανωμένο έγκλημα και η μεγάλη διαφθορά θα παρέμεναν ακαταδίωκτα.
«Σκευωρία» σημαίνει χρήση του ποινικού δικαίου για πολιτικό όφελος. Ας κάνουμε μια διάκριση. Υπάρχουν δυο είδη, πρώτον όταν μετά από κυβερνητική αλλαγή η νέα κυβέρνηση χρησιμοποιήσει τα δικαστήρια για να απονομιμοποιήσει ηθικά τις πολιτικές αποτυχίες των αντιπάλων. Αυτό είναι απαράδεκτο, η αποτυχία των πολιτικών πρέπει να αξιολογείται και να τιμωρείται πολιτικά από τους πολίτες, όχι τους δικαστές. Δεύτερον, καθαρά ποινικές υποθέσεις. Εδώ ανήκει η Novartis. Οι ελεγχόμενες πράξεις αποτελούν σοβαρά εγκλήματα στα οποία ενδέχεται να αναμιγνύονται και πρώην υπουργοί. Ελπίζω όχι, αλλά χρειάζεται εξέταση.
Ερ.: Με δεδομένο το θεσμικό οπλοστάσιο (Σύνταγμα, νόμος περί ευθύνης υπουργών, νομολογία, κανονισμός της Βουλής), υπάρχει η δυνατότητα για έρευνα σε βάθος;
Απ.: Σπανίως. Αντίθετα δημιουργείται ένα πλέγμα προστασίας που κάνει τα υπουργικά αδικήματα σχεδόν ακαταδίωκτα. Ας το περιγράψω σύντομα. Το άρθρο 86 Συντάγματος ορίζει ότι μόνο η Βουλή μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη πρώην υπουργών που τις διέπραξαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αν στη διάρκεια ανάκρισης ανακύψουν στοιχεία που σχετίζονται με πολιτικά πρόσωπα, ο αρμόδιος για τη διερεύνηση της υπόθεσης πρέπει να τα στείλει στη Βουλή «αμελλητί». Περνάμε στον νόμο Ευθύνης Υπουργών και τον Κανονισμό της Βουλής. Η Βουλή ασκεί την αρμοδιότητά της μέχρι το τέλος της δεύτερης συνόδου μετά την περίοδο τέλεσης του αδικήματος. Έχουμε δηλαδή μια εξαιρετικά σύντομη αποτρεπτική προθεσμία, μπορεί να είναι και λίγοι μήνες αν δυο εκλογές ακολουθήσουν η μία την άλλη σε σύντομο χρονικό διάστημα όπως το 2012 και 2015. Εφόσον περάσει η προθεσμία έχουμε άρση του αξιόποινου, κάτι που ισούται με παραγραφή.
Και μετά όλο το σύστημα ολοκληρώνεται με τη νομολογία. Το πιο συνηθισμένο πολιτικό αδίκημα, η απιστία, γίνεται κατά την άσκηση των καθηκόντων, επομένως παραγράφεται με την σύντομη περίοδο. Η δωροδοκία/δωροληψία γίνεται επίσης κατά την άσκηση των καθηκόντων, λέει η νομολογία, ως εάν μεταξύ των καθηκόντων περιλαμβάνεται και το να τα «παίρνει» ο εκάστοτε υπουργός. Αλλά όπως υποστηρίζουν πολλοί καθηγητές, το «κατά την άσκηση των καθηκόντων» δεν καλύπτει κάθε πράξη που σχετίζεται με το υπουργικό έργο. Η δωροληψία για να προωθηθούν συμφέροντα δεν μπορεί να γίνεται «κατά την άσκηση» των καθηκόντων και επομένως δεν παραγράφεται. Η ισχύουσα νομολογία υποστηρίζει ότι μόνο η νομιμοποίηση μαύρου χρήματος δεν τελείται στην άσκηση των καθηκόντων και επομένως παραγράφεται με τις προθεσμίες που ισχύουν για όλους εμάς, τους κοινούς θνητούς. Χρειαζόταν βέβαια δικανική ταχυδακτυλουργία στην υπόθεση Τσοχατζόπουλου για αυτή τη διάκριση μεταξύ του αιτίου, της δωροληψίας που παραγράφεται, και του αποτελέσματός του, της νομιμοποίησης του προϊόντος του πολιτικού εγκλήματος που δεν παραγράφεται. Φαίνεται ότι οι δικαστές άκουσαν, σε αυτή μόνο την περίπτωση, τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης. Γενικότερα, ένας νόμος χωρίς δικαιοσύνη είναι σαν ένα σώμα χωρίς ψυχή. Στην περίπτωση που συζητάμε το δίκαιο και το δίκιο δεν συμπίπτουν.
Έχουμε λοιπόν τον συνδυασμό τριών προστατευτικών μηχανισμών: της ειδικής διαδικασίας στην Βουλή που σπανιότατα οδηγεί σε δίωξη σε ειδικό δικαστήριο, τη σύντομη παραγραφή και, τέλος, τη συμπερίληψη όλων των σημαντικών πολιτικών εγκλημάτων, εκτός του «ξεπλύματος», σε αυτήν την εξαιρετική προστασία. Δεν υπάρχει τίποτε ανάλογο στην Ευρώπη. Η Βρετανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Γερμανία δεν έχουν καμία προστατευτική διάταξη. Στην Ιταλία, χρειάζεται άδεια της Βουλής όπως και στην Ισπανία αλλά μόνο για εγκλήματα κατά της ασφάλειας του κράτους. Στη Γαλλία, η δίωξη δεν θέλει άδεια και ενεργείται από το «Δικαστήριο της Δημοκρατίας» με την συμμετοχή της Βουλής. Τέλος και σημαντικότερο, η σύντομη παραγραφή δεν ισχύει πουθενά στην Ευρώπη. Με τους υπερβολικούς όρους που ακούμε τελευταία, θα έλεγε κανείς ότι εδώ υπάρχει «σκευωρία»: η δημιουργία ενός περίπλοκου αστερισμού νομικών διατάξεων για να προστατεύουν τους πολιτικούς. Η κατάργηση του άρθρου 86 κατά την επικείμενη αναθεώρηση θα αποτελέσει την πιο εμβληματική δήλωση της θεσμικής αλλαγής σελίδας στην πολιτική ζωή με την εξίσωση των πολιτικών με τους υπολοίπους πολίτες.
Ερ.: Θα το λέγατε και? τέλειο έγκλημα; Κάποιοι ευθύνονται για αυτό, σωστά; Τότε -και για να επιστρέψουμε στο αρχικό ερώτημα- ποιο το νόημα της διερεύνησης από τη Βουλή, του σκανδάλου Novartis;
Απ.: Ναι μπορούμε να μιλήσουμε για το τέλειο έγκλημα, το όνειρο όλων των εγκληματιών και συγγραφέων αστυνομικών ιστοριών. Αλλά δεν είναι ο δράστης που φτιάχνει μια ευφυή εγκληματική πλοκή για να εξασφαλίσει ότι δεν θα αποκαλυφθεί. Όχι. Είναι το σύνολο των διατάξεων που δημιουργούν τις συνθήκες ώστε το έγκλημα να παραμείνει ακαταδίωκτο. Έτσι έχουμε το (σχεδόν) ακαταδίωκτο έγκλημα που συνήθως προστατεύει πιθανούς ενόχους, κάνοντας το έγκλημα τέλειο. Οι εμπνευστές τέτοιων νομικών διατάξεων ευθύνονται για την απαξίωση της πολιτικής από την κοινή γνώμη.
Γιατί λοιπόν συστάθηκε η Επιτροπή; Γιατί το Σύνταγμα δημιουργεί ένα δίλημμα. Αν μια δικογραφία έρθει στη Βουλή, αυτή πρέπει ή να συγκροτήσει την επιτροπή για να διεξαγάγει την προανάκριση που μπορεί να οδηγήσει σε δίωξη ή να την θεωρήσει προδήλως αβάσιμη. Αλλά έχουμε χιλιάδες σελίδες στη δικογραφία, καταγγελίες για σοβαρά εγκλήματα, αναφορές σε δημόσια πρόσωπα. Δεν είναι επομένως «προδήλως αβάσιμη» δικογραφία. Έγινε λοιπόν ορθώς η Επιτροπή και θα εξετάσει ποιες αρμοδιότητες έχει. Ο Κανονισμός επιβάλλει την πρόσκληση των αναφερομένων στην δικογραφία πολιτικών για να δώσουν εξηγήσεις. Αυτό κάνουμε στο πλαίσιο της εντολής να δούμε αν έχουμε αρμοδιότητα ή πρέπει να δηλώσουμε αναρμοδιότητα οπότε θα επιληφθεί η Δικαιοσύνη την εξέταση των αδικημάτων που δεν εμπίπτουν στο ειδικό καθεστώς προστασίας.
Αν πράξεις υπουργών έγιναν κατά τη διάρκεια της θητείας τους, αλλά δεν ήταν «κατά την άσκηση των καθηκόντων» τους, όπως υποστηρίζω, τότε ως μη προστατευόμενες θα εξεταστούν από τους δικαστικούς λειτουργούς. Αυτό, όπως είπαμε, έχει γίνει αποδεκτό από τη νομολογία για το «ξέπλυμα». Αλλά θα έλεγα ως θεωρητικός του δικαίου ότι η δικαιοσύνη πρέπει να προχωρήσει τη νομολογία και να δεχτεί κάτι που αποδέχεται ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων και η ευρωπαϊκή πρακτική: ούτε η δωροδοκία υπουργών δεν πρέπει να προστατεύεται από την σύντομη παραγραφή. Η νομική θεωρία, ακόμα και στις λίγες περιπτώσεις που δεν υποστηρίζει ανοιχτά μια τέτοια αλλαγή, το βλέπει ως ζήτημα προς διερεύνηση. Νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή για να αναθεωρήσουν ή να το ξανασκεφτούν και οι δικαστές. Έτσι θα εξεταστούν και θα εξετάζονται στο μέλλον οι αξιόπιστες καταγγελίες από αυτούς που έχουν τη νομική αρμοδιότητα και την τεχνογνωσία να το κάνουν. Ταυτόχρονα θα ξεκινήσει η διαδικασία για το ξήλωμα του νομικού πλαισίου που οδηγεί στο σχεδόν τέλειο έγκλημα. Νομίζω ότι είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσουμε.
Ερ.: Διαβάσαμε ότι στην τελευταία συνεδρίαση της επιτροπής, είχατε έναν ενδιαφέροντα διάλογο με τον κ. Βενιζέλο. Τι συνέβη, κ. Δουζίνα;
Απ.: Ήταν κάτι που δείχνει την αξιοπιστία πολλών μέσων που υπηρετούν την αντιπολιτευτική τακτική και όχι την αλήθεια. Γράφτηκε ότι κατά την εξέταση του κ. Βενιζέλου παραδέχτηκα ότι δεν υπάρχουν στοιχεία εναντίον του και η συμπερίληψη του στην πρόταση της Βουλής έγινε για τις «πολιτικές του πεποιθήσεις». Η αλήθεια είναι ακριβώς αντίθετη. Ο κ. Βενιζέλος μιλούσε συνεχώς για τον εαυτό του, όχι για τους άλλους αναφερόμενους, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία για αυτόν. Τού είπα λοιπόν, «ας κάνουμε μία υπόθεση εργασίας, for argument?s sake», ας υποθέσουμε δηλαδή ότι υπάρχουν λίγα στοιχεία για αυτόν για να συνεχίσει η συζήτηση, παρ? ότι δεν το αποδέχομαι. Έφτασε λοιπόν στη Βουλή μία δικογραφία με χιλιάδες σελίδες, συνέχισα. Η Βουλή μπορούσε είτε να συστήσει την Επιτροπή είτε να θεωρήσει την δικογραφία «προφανώς αβάσιμη». Τον ρώτησα λοιπόν αν θεωρεί την υπόλοιπη δικογραφία προφανώς αβάσιμη. Ο κ. Βενιζέλος απάντησε, και αυτό επαναλήφθηκε αργότερα, ότι μιλάει μόνο για τον εαυτό του και δεν υποστηρίζει ότι είναι αβάσιμη για τους άλλους. Η άποψή του αφήνει έκθετους τους υπόλοιπους αναφερόμενους.
Όπως είναι προφανές, δεν αναγνώρισα ούτε ήταν δυνατόν να δεχτώ ότι δεν έπρεπε να περιληφθεί το όνομά του ή ότι η πρόταση ήταν πολιτική. Η ερώτηση στηριζόταν στην «υπόθεση εργασίας» ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για τον κ. Βενιζέλο, κάτι που βεβαίως απορρίπτω: ως μέθοδος επιχειρηματολογίας, η υπόθεση εργασίας παραμερίζει προσωρινά κάτι πραγματικό που ο συνομιλητής αρνείται παράλογα για να επιτρέψει την εξέταση και αποδοχή άλλων γεγονότων. Ο Σύριζα συνέταξε μια νομικά άψογη πρόταση θεμελιωμένη στην δικογραφία. Η Βουλή την ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία. Η πρόταση είναι αποκλειστικά νομική. Η πολιτική ευθύνη του προηγούμενου καθεστώτος για το σκάνδαλο έχει καταγραφεί από τους πολίτες και θα αποδοθεί ξανά στις επόμενες εκλογές.