Εκλέχθηκα βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στις 20 Σεπτεμβρίου του 2015. Δεν το είχα σχεδιάσει, δεν το επιθυμούσα, δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό. Ζούσα στο Λονδίνο από το 1974, στο ασφαλές και, μέχρι πρόσφατα, ήρεμο περιβάλλον των βρετανικών πανεπιστημίων. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 2015, στην Πολωνία, η ζωή μου άλλαξε ριζικά.
Ανοιξα τις εργασίες του συνεδρίου των Κριτικών Νομικών Σπουδών (Critical Legal Studies), μιας σχολής ριζοσπαστικής νομικής σκέψης, την οποία είχαμε ιδρύσει στην Αγγλία τη δεκαετία του ’80 και τώρα ευδοκιμεί στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου. Οταν μιλάς πρώτος, το υπόλοιπο συνέδριο είναι μία απόλαυση. Περνούσα, λοιπόν, χαλαρά και ευχάριστα μέχρι το πρωί του Σαββάτου, όταν με έναν καταιγισμό τηλεφωνημάτων από την Αθήνα μού ζητήθηκε να είμαι υποψήφιος βουλευτής. Αρνήθηκα. Τα τηλεφωνήματα συνεχίστηκαν.
Προθυμοποιήθηκα να μπει το όνομά μου σε μη εκλόγιμη θέση. Εν τέλει, μου είπαν πως, αν έθετα υποψηφιότητα στον Πειραιά, τη γενέτειρά μου, θα βοηθούσα, αλλά οι πιθανότητες εκλογής μου ήταν μικρές. Αφού μίλησα πρώτα με την Joanna και τη Φαίδρα, δέχτηκα, με αισθήματα ανησυχίας και νευρικότητας.
Καθηγητής ή φιλόσοφος;
Στη διάρκεια της σύντομης προεκλογικής εκστρατείας ο μεγαλύτερος φόβος μου ήταν οι τηλεοπτικές εμφανίσεις. Φοβόμουνα ότι, με τα παλιωμένα ελληνικά μου και την έλλειψη πολιτικής εμπειρίας, θα έβλαπτα την παράταξη. Εκανα λάθος∙ οι πάντες με αντιμετώπισαν με αναπάντεχο σεβασμό. Μάλιστα, έπειτα από μια ιδιαιτέρως «διδακτική» τηλεοπτική συζήτηση με έναν πρώην υπουργό Παιδείας, οι παρουσιαστές άρχισαν να με αποκαλούν «καθηγητή», δηλαδή κάποιος που γνωρίζει σημαντικά πράγματα που δεν είναι ευρέως γνωστά. Κατά τον Ζακ Λακάν, αυτή ακριβώς είναι η θέση του ψυχαναλυτή.
Η χρησιμότητά του δεν έγκειται ωστόσο στην ικανότητά του να αποκαλύπτει τα μυστικά του αναλυόμενου ή να ερμηνεύει τα όνειρά του, αλλά στον ίδιο τον ρόλο του. Ενσαρκώνει την ύπαρξη της γνώσης, εγγυάται ότι, παρόλο που εμείς δεν ξέρουμε την αιτία των προβλημάτων μας, κάποιος άλλος κατέχει γνώση, τα ξέρει. Ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας επιβεβαιώνει, επομένως, ότι η πολιτική αποτελεί αξιοπρεπές γνωσιακό αντικείμενο, πέρα από τη συχνά παράλογη άσκησή της. Ετσι αποδίδεται επιστημοσύνη σε έναν κλάδο και προσωπικό που συχνά βρίσκονται στον αντίποδά της.
Λίγο αργότερα, κάποιοι άρχισαν να με αποκαλούν «φιλόσοφο». Η περίοδος χάριτος πλησίαζε στο τέλος της. Η απεύθυνση «φιλόσοφος» είναι συχνά ειρωνική: ακατανόητος, άσχετος, αδιάφορος για την πραγματικότητα. Τούτη η αμφίσημη αντιμετώπιση, οι συνεχείς αντιφάσεις χαρακτηρίζουν κάθε πλευρά της ζωής του αριστερού πολιτικού.
Οταν μπήκα στη Βουλή, τον Οκτώβριο του 2015, η αγανάκτηση και ο θυμός όσων είχαν κυβερνήσει τη χώρα τα τελευταία σαράντα χρόνια ήταν σοκαριστική. Είχαν προσβληθεί από τις «στρατιές» των υπαλλήλων, των δικηγόρων, των δασκάλων, των μηχανικών, των αγροτών, των συνταξιούχων και των βετεράνων των λαϊκών κινημάτων, οι οποίοι «εισέβαλαν» για δεύτερη φορά στην έδρα, στον ναό, στο γήπεδό τους. Είχαν κληρονομικό και δυναστικό δικαίωμα στην εξουσία, το μόνο συνδετικό στοιχείο ενός πολιτικού χώρου χωρίς ιδεολογία. Ετσι ξεκίνησε η ιστορία της «αριστερής παρένθεσης».
Από τη στιγμή της εκλογής του κ. Μητσοτάκη, οι εκλογές θα διεξάγονταν σε δύο μήνες, στους επόμενους δύο, σε δύο τέρμινα. Οταν φάνηκε ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν η πρώτη που θα εξαντλούσε τη θητεία της σε χώρα που μπήκε σε «πρόγραμμα βελτίωσης», τότε η προσπάθεια εκπαραθύρωσης των sans culottes (ξεβράκωτων) γύρισε στο τροπάριο της πατριδοκαπηλίας και της εθνικοφροσύνης. Ο εθνικισμός και οι σχέσεις με τους γείτονες μπήκαν στο παιχνίδι της ανατροπής της κυβέρνησης. Παραφράζοντας τον Οσκαρ Ουάιλντ, θα λέγαμε ότι ο εθνικισμός είναι η αρετή των φαύλων και το έσχατο στάδιο της έλλειψης επιχειρημάτων.
Ως ακαδημαϊκός στο Λονδίνο, δεν εμπίπτω στην κατηγορία του «άξεστου» αριστερού. «Πώς κάποιος σαν εσένα είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ;» με ρώτησε επιφανής βουλευτής της αντιπολίτευσης. «Εσύ είσαι καθηγητής στο Λονδίνο. Οι σύντροφοί σου δεν μιλούν ούτε μία ξένη γλώσσα, δεν έχουν ταξιδέψει στο εξωτερικό, δεν έχουν τρόπους και δεν ξέρουν να διαλέξουν ένα καλό μπουκάλι κρασί».
«Είναι ειλικρινείς, ηθικοί και εργατικοί», απάντησα. «Δεν οργανώθηκαν στην Αριστερά για να γίνουν βουλευτές ή υπουργοί. Αντίθετα, το ότι είναι αριστεροί μάλλον επηρέασε αρνητικά την καριέρα τους. Μόλις τελειώσει η θητεία τους, θα γυρίσουν στις δουλειές τους, τις οποίες άφησαν για να υπηρετήσουν αξίες και όχι εξουσίες. Και εσύ», αντέτεινα, «ένας καλός bourgeois, πώς ανέχεσαι να μοιράζεσαι τη ζωή σου και να κυβερνάς τόσα χρόνια πλάι σε ανθρώπους της Ακροδεξιάς;».
Και εκεί τελείωσε η συζήτηση.
Οι ακατονόμαστοι
Η πρεσβεία του Λονδίνου μάς ειδοποίησε, το 1995, ότι, όταν ακούγεται σε επιστημονικό συνέδριο η λέξη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ή «μακεδονικός» λαός, πρέπει να διακόπτουμε τη συνεδρία και να διαμαρτυρόμαστε. Ανάλογη οδηγία, να κάνουν ενστάσεις, είχε δοθεί στους διπλωμάτες. Λέγαμε, αστειευόμενοι με συνάδελφους, ότι πρέπει να βρούμε ένα «macedonian radar», έναν ανιχνευτή της λέξης «Μακεδονία» και, όταν ακουγόταν η αποφράς από τους βόρειους γείτονες, να το καταγγέλλουμε δημόσια και να φωνάζουμε «δεν μπορείς να λες ότι υπάρχει Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Είσαι κάτι άλλο, ακατονόμαστο», αργότερα FYROM. Πολύ σύντομα καταλάβαμε ότι όχι μόνον εκατόν σαράντα κράτη έχουν αναγνωρίσει τη γείτονα με το συνταγματικό της όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», μια και η μη ανάμειξη στα εσωτερικά ενός κράτους αποτελεί βασική αρχή του Διεθνούς Δικαίου και πολιτικής, αλλά και όλος ο κόσμος, οι εφημερίδες, οι πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, οι διαμορφωτές της διεθνούς κοινής γνώμης τούς ονόμαζαν με το παραβατικό όνομα.
Ηταν αδύνατον να πείσεις τους ειδικούς, αλλά και την κοινή γνώμη ότι έπρεπε οι ακατονόμαστοι να λέγονται όπως θέλουμε εμείς. Πώς μπορεί ένα μικρό κράτος να απειλεί τη μεγαλύτερη δύναμη στα Βαλκάνια, μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., με συγκριτικά τεράστια πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ισχύ; Το ελληνικό ΑΕΠ είναι υπερδιπλάσιο αυτού ΟΛΩΝ μαζί των Δυτικών Βαλκανίων. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν οι κουτόφραγκοι πως η αρχή της αυτοδιάθεσης και ο παράγωγος αυτοπροσδιορισμός, θεμελιώδεις αξίες του Διεθνούς Δικαίου, δεν ισχύουν στην περιοχή μας. Ομως, και οι διπλωμάτες μας αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα.
Εκαναν ευσυνείδητα τη δουλειά τους, αλλά τους αντιμετώπιζαν οι συνάδελφοι ειρωνικά, σκωπτικά, όπως αντιμετωπίζουν οι μεγάλοι τα παιδιά που έχουν μια ανεξήγητη παραξενιά. Χάναμε συμβολικό κεφάλαιο, την εμπιστοσύνη και αλληλεγγύη από συμμάχους και συνεταίρους, το πιο σημαντικό πλεονέκτημα μιας χώρας που στηρίζεται στην ήπια δύναμή της, για να αποκρούσει τις προκλήσεις της περιοχής.
Τώρα, αυτά τελειώνουν με μια συμφωνία που για πρώτη φορά στη διεθνή ιστορία οδηγεί στη συναινετική αλλαγή ονόματος κράτους. Από την άλλη πλευρά, είναι λυπηρό ότι μια ιστορική παράταξη, που περηφανευόταν για τα ευρωπαϊκά της εύσημα, πήρε διαζύγιο από τον Διαφωτισμό και συμπλέει με τον Ορμπαν, τον Καζίνσκι, τον Γκρούεφσκι και τον Ιβάνοφ. Το περίεργο και το ευτράπελο του εθνικισμού είναι ότι, αν η λογική του περιούσιου λαού, ανώτερου φυλετικά ή πολιτισμικά από τους άλλους, επικρατήσει, δεν μπορείς να έχεις αντιρρήσεις όταν και ο γείτονας περήφανα και πατριωτικά λέει τα ίδια για σένα.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 18 Ιουνίου 2018.