Η μεταρρύθμιση των θεσμών (Σύνταγμα, κρατική διοίκηση, φορολογικοί μηχανισμοί, σχολείο και πανεπιστήμιο, Τοπική Αυτοδιοίκηση) αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς σκοπούς της κυβέρνησης.
Σε μικρό χρονικό διάστημα πρέπει η κυβέρνηση να θεραπεύσει θεσμικές δυσλειτουργίες και αμαρτίες δεκαετιών. Να βελτιώσει τον επαγγελματισμό και την αποτελεσματικότητά τους, να επαναφέρει τη δικαιοκρατική τους λειτουργία, να καταπολεμήσει τα συμπτώματα μικρής και μεγάλης διαπλοκής και διαφθοράς.
Είναι αδύνατον να εξηγήσω σε Αγγλο γιατρό το «φακελάκι», σε εφοριακό τα «δωράκια» των φορολογουμένων, σε πανεπιστημιακό την εκτεταμένη άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος από καθηγητές. Καλείται δηλαδή η κυβέρνηση να εμφυσήσει μια «θεσμική» λογική στους θεσμούς, να τους ξανακάνει θεσμούς.
Από την επιτυχία αυτών των αυτονόητων αλλαγών θα εξαρτηθεί η βελτίωση της ζωής των πολιτών. Προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ότι θα αποτελέσει «αλλαγή καθεστώτος» όχι απλά κυβέρνησης. Εδώ λοιπόν στη ριζική μεταρρύθμιση, στην επαναθεμελίωση των θεσμών θα κερδηθεί ή θα χαθεί η μάχη της καθημερινότητας και θα επιβιώσει ή θα αλλάξει ο καθεστωτισμός των προηγούμενων πενήντα χρόνων.
Εδώ η δημόσια συζήτηση για τη συνταγματική μεταρρύθμιση έχει μεγάλη σημασία. Αν πετύχει, θα γνωρίσει στους πολίτες τους θεσμούς και τα προβλήματά τους και θα τους κάνει κοινωνούς μιας συλλογικής διαβούλευσης για το πώς θέλουμε την Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Τέτοιες συζητήσεις δεν γίνονται συχνά και οι θεσμοί αφήνονται στους πολιτικούς και τους συνταγματολόγους. Αλλά χωρίς λαϊκή κατανόηση των θεσμικών εγγυήσεων και ισχυρή θωράκισή τους από τις παρεμβάσεις των ισχυρών, οι θεσμοί γίνονται κενό γράμμα ή ανούσιες και οχληρές διαδικαστικές γραφειοκρατίες. Η δημοκρατία ατροφεί, πιασμένη στα γρανάζια μιας τυπικιστικής θεσμολαγνείας.
Αλλά εδώ συναντάμε ένα παράδοξο. Η πολιτική ζωή της χώρας είναι εγκλωβισμένη σε μια συνεχή «φιλική» επίθεση, στις προτροπές, απειλές και εκβιασμούς των «θεσμών», της τετράδας Ευρωπαίων και ΔΝΤ. Λειτουργούν οι «θεσμοί» ως αποικιοκράτες, ιεραπόστολοι της mission civilisatrice του ύστερου καπιταλισμού.
Οι εξωτερικοί θεσμοί επιβάλλουν πολιτικές, υφεσιακά μέτρα και απαιτήσεις που δυσκολεύουν, αν δεν κάνουν αδύνατη, την προοδευτική μεταρρύθμιση των εσωτερικών θεσμών. «Θεσμοί» κατά θεσμών λοιπόν, με την κυβέρνηση στη μέση να προσπαθεί να μετριάσει ιδεοληψίες των πρώτων για να αλλάξει τις δυσλειτουργίες των δεύτερων.
Εχουμε λοιπόν διπλό πρόβλημα με τους θεσμούς. Για να φτιάξουμε τους θεσμούς και τους δεσμούς μας πρέπει να απαλλαχτούμε, να απελευθερωθούμε από τους θεσμούς τους. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε τους πολίτες να εμπιστευτούν την έννοια του θεσμού ξανά, μια και δικαιολογημένα έχει χάσει το κύρος, το πιο σημαντικό της κεφάλαιο.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν υψηλή εμπιστοσύνη σε σχολεία και πανεπιστήμια και χαμηλή σε κόμματα και ΜΜΕ. Εζησα στην Αγγλία πολλές δεκαετίες. Είναι μεγάλη η διαφορά στην αντιμετώπιση της παιδείας και του πανεπιστημίου από Ελληνες και Βρετανούς. Για μας η εκπαίδευση αποτελεί ακόμη την πιο σημαντική μορφή κοινωνικής ανόδου όπως φαίνεται από τις θυσίες της οικογένειας για να σπουδάσει το παιδί.
Στην Αγγλία, αντίθετα, πολύς κόσμος πιστεύει ότι ο νέος μένει στα θρανία επειδή δεν μπόρεσε να βρει μια καλή δουλειά στα δεκαοχτώ. Η εμπιστοσύνη στο σχολείο και το πανεπιστήμιο δείχνει ότι παρά τις συνεχείς επιθέσεις ο γονιός ξέρει ότι ο δάσκαλος και η καθηγήτρια κάνουν τη δουλειά τους καλά. Και το ξέρω από πρώτο χέρι. Οι επιτυχίες των Ελλήνων πανεπιστημιακών και ερευνητών στο εξωτερικό δείχνουν ότι δεν είναι όλα στραβά στην ανώτατη παιδεία, όπως ισχυρίζονται αυτοί που θέλουν να απαξιώσουν το δημόσιο πανεπιστήμιο για να φέρουν τα ιδιωτικά.
Τίποτε δεν μας εμποδίζει να κάνουμε το πανεπιστήμιό μας ένα από τα καλύτερα στον κόσμο. Και δεν αναφέρομαι στις προβληματικές αξιολογήσεις διαφόρων εταιρειών που αναπαράγουν μόνιμα μια παγκόσμια πανεπιστημιακή ελίτ με αποθέματα μεγαλύτερα από το ΑΕΠ της Ελλάδας και ειδικά γραφεία για να πετυχαίνουν την καλή κατάταξη. Σημαίνει να φτιάξουμε το καλύτερο πανεπιστήμιο για την Ελλάδα.
Σημαίνει αναβάθμιση σπουδών σε όλα τα επίπεδα, τέλος του πανεπιστημίου ως εξεταστικού κέντρου και φάμπρικας παραγωγής πτυχίων. Σημαίνει να μη χάνονται η Β΄ και η Γ΄ Λυκείου στην παραπαιδεία για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Η μεταρρύθμιση που ξεκινάει η κυβέρνηση πρέπει να στεριώσει και να αξιοποιήσει την εμπιστοσύνη προς την παιδεία μας. Αποτελεί το μεγαλύτερο κεφάλαιο της δημόσιας ζωής, την καλύτερη εγγύηση για την επιτυχία της μεγάλης αλλαγής που χρειαζόμαστε.
Γιατί παρακμάζουν τα κόμματα
Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη εμπιστοσύνης στα κόμματα είναι προφανής και μόνιμη. Υπάρχουν πολλοί και καλοί λόγοι γιατί ο κόσμος δεν τα εμπιστεύεται. Η έλλειψη δημοκρατίας, ο αρχηγισμός και βοναπαρτισμός, η διαπλοκή με οικονομικές και μιντιακές εξουσίες, η απομάκρυνση από τον συνεκτικό δεσμό της εξουσίας για τα κόμματα του δικομματισμού, τα κόμματα μιντιακοί διάττοντες, η εγκατάλειψη προεκλογικών υποσχέσεων και ιδεολογικών δεσμεύσεων συμβάλλουν στη δικαιολογημένη δυσπιστία.
Πριν από την κρίση τα κόμματα ήταν μηχανισμοί υπεράσπισης της κυβέρνησής τους και γραφεία εύρεσης εργασίας για μέλη και ψηφοφόρους. Σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα, οι εξυπηρετήσεις των μεγάλων εταιρειών και οι αναθέσεις δημόσιων έργων γέμιζαν τα κομματικά ταμεία. Μεγάλοι πολιτικοί όπως ο Κολ, ο Σιράκ, ο Κράξι βρέθηκαν με μίζες στο χέρι. Ο Κοσκωτάς, ο Τσοχατζόπουλος, ο Τσουκάτος δεν είναι ελληνικές αποκλειστικότητες.
Η κρίση των κομμάτων είναι πολύ πιο βαθιά και μόνιμη. Η κομματική μορφή που ξέραμε και αγαπούσαμε βρίσκεται σε ανεπίστρεπτη παρακμή. Η κρίση στη Νέα Δημοκρατία, η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει μεγάλο κόμμα μελών παρά τις συνεχείς εκλογικές νίκες δείχνουν ότι για να σώσουμε το κόμμα (αν χρειάζεται να σωθεί) πρέπει να εγκαταλείψουμε το είδος που ξέραμε.
Η σημερινή μορφή κόμματος και συνδικάτου ανάγεται στην περίοδο της παραγωγικής και πολιτικής διαδικασίας του 20ού αιώνα. Η συγκέντρωση της εργασίας σε μεγάλους χώρους (εργοστάσια, εργοτάξια, μεγάλες αγροτικές μονάδες) και της πολιτικής στη Βουλή και την κυβέρνηση δημιούργησαν την ανάγκη κεντρικής οργάνωσης και αντιπροσώπευσης τάξεων και συμφερόντων. Η χωρική συγκέντρωση συμπληρωνόταν με την περιοδική συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου γύρω από τις εκλογές, τις επετείους ή μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις.
Ο χρόνος και ο χώρος της παραγωγικής διαδικασίας άλλαξε όμως και η πολιτική αποκεντρώνεται. Η εργασία στηρίζεται σε δικτυώσεις μεταξύ αγνώστων, σε οριζόντιες συνεργασίες, σε εύπλαστες και συνεχείς επικοινωνίες χωρίς πολιτικές ή συνδικαλιστικές συγκλίσεις. Ο ύστερος καπιταλισμός προωθεί διαδράσεις αλλά όχι πολιτική συμπόρευση, επικοινωνία αλλά όχι ιδεολογικές ταυτότητες, συνεργασίες βασισμένες στην εξατομίκευση.
Για να σπάσει αυτό, πρέπει να μεταφέρουμε στην πολιτική τις γνώσεις, δεξιότητες και πρακτικές που μαθαίνουμε για τη δουλειά μας. Χρειαζόμαστε κόμμα «νέου τύπου», που εγκαταλείπει την ασφάλεια του κομματικού πρωτοκόλλου και επετηρίδας και συνεργάζεται με τους εργαζομένους και τους νέους στους χώρους, στα θέματα και τις αξίες που εμπιστεύονται. Θάρρος, φαντασία και πειραματισμός χρειάζονται σήμερα αν θέλουμε ο κόσμος να πιστέψει ότι τα κόμματα έχουν κάποια χρησιμότητα πέρα από την περιοδική νομή της εξουσίας.
* Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 22 Μαΐου 2017.