Η απεργία πείνας έγινε πάλι μόνιμος τρόπος διαμαρτυρίας και αντίστασης. Οι 300 της Υπατίας, οι μετανάστες στην Αμυγδαλέζα, οι Σύροι πρόσφυγες στο Σύνταγμα, ο Ρωμανός το 2014, ο Δημάκης σήμερα επιστρέφουν σε μια αρχαία μέθοδο αντίστασης. Γιατί λιμοκτονούν στην κοινωνία της αφθονίας;
Αυτονομία και ανυπακοή
Οι απεργοί πείνας είναι ο βαθμός μηδέν της ανθρωπότητας. Είναι μάρτυρες με τις δύο έννοιες της λέξεις, αυτόπτες και εξιλαστήρια θύματα. Ως αυτόπτες καταθέτουν ότι αξίζει κανείς να ζει για αξίες για τις οποίες αξίζει και να πεθάνει. Οι απεργοί πείνας ασκούν αυτό που οι φιλόσοφοι θεωρούν την ουσία της ελευθερίας.
«Το ζώο επιλέγει ή απορρίπτει από ένστικτο ενώ ο άνθρωπος με μια πράξη ελευθερίας», λέει ο Ρουσώ, «έτσι που ένα ζώο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τον κανόνα που του έχει οριστεί ακόμα κι αν αυτό θα το ωφελούσε, ενώ ο άνθρωπος συχνά παρεκκλίνει από αυτόν παρότι αυτό τον ζημιώνει». Τα ζώα υπακούουν τον φυσικό νόμο, δεν μπορούν να τον παραβιάσουν. Ο άνθρωπος όμως είναι ελεύθερος να πεθάνει από ελευθερία. Ελευθερία είναι να ενεργεί κανείς ενάντια στους βιολογικούς και κοινωνικούς νόμους στο όνομα μιας υψηλότερης αλήθειας. Αυτονομία να νομοθετώ τον νόμο μου, να επιλέγω να πάω ενάντια στη ανάγκη, την επιθυμία ή την συμβατικότητα.
Για τον Καντ, η ηθική δράση έχει ως κίνητρο αποκλειστικά το σεβασμό για τον ηθικό νόμο που απαιτεί να παραμερίζονται οι ανάγκες, οι επιθυμίες, τα συμφέροντα. Ο Φρόυντ υποστηρίζει ότι ο πολιτισμός είναι μια προσπάθεια
άρνησης της επιθυμίας κι αυτό δημιουργεί την ανθρώπινη δυσφορία. Για τον Ντεριντά, και ο καλύτερος νόμος παραβιάζει την απόλυτη και απροσδιόριστη δικαιοσύνη. Η ουσία του ανθρώπου είναι ότι δεν έχει ουσία, η φύση του είναι η ικανότητα να απομακρύνεται από τους φυσικούς ή κοινωνικούς κώδικες και να αρχίζει εκ του μηδενός ξανά και ξανά.
Το εστιατόριο του Χέγκελ και του Φρόυντ
Η κραυγή «Ελευθερία ή Θάνατος» έχει ηχήσει σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Γιατί όμως οι ανυπάκουοι ελεύθεροι επιλέγουν τη λιμοκτονία; Η ζωή χρειάζεται τροφή. Η άρνηση τροφής είναι ο πιο απλός τρόπος άρνησης του φυσικού νόμου. Στη νεωτερική φιλοσοφία, το φαγητό βρίσκεται στα θεμέλια της υποκειμενικότητας. Για τον Χέγκελ, η αυτοσυνειδησία και η επιβίωση του εαυτού εξαρτάται από τον μη-εαυτό, το αντικείμενο και τον άλλο άνθρωπο. Η πείνα αποκαλύπτει την έλλειψη στην καρδιά του εγώ και οδηγεί στην επιθυμία. Μόνο ο εξωτερικός κόσμος μπορεί να πληρώσει την έλλειψη και ικανοποιήσει την επιθυμία.
Η αρχική αντίδραση του εγώ στην έλλειψη είναι να αρνηθεί τον κόσμο καταβροχθίζοντας το φαγητό και αρνούμενο τη διαίρεση και την εξάρτηση του. Αλλά η άρνηση του αντικείμενου δεν με κάνει υποκείμενο. Η επιθυμία μετακινείται τώρα από το αντικείμενο στον άλλο άνθρωπο. Μόνο η επιθυμία και η αναγνώριση του μπορεί να με βοηθήσει να αποκτήσω συνείδηση εαυτού, ταυτότητα. Καθρεφτίζομαι στα μάτια και την επιθυμία του άλλου, γίνομαι «εγώ» μέσω του «εσύ», της αμοιβαίας αναγνώρισης των άλλων – κοντινών και αγαπημένων, φίλων, συναδέλφων, αλλά και των αγνώστων που συναντώ στο ταξίδι της ζωής. Ο άλλος και η αναγνώριση του βρίσκεται μέσα μου και η δική μου επιθυμία φτιάχνει την ταυτότητα του. Είμαι αυτόνομος στην αμοιβαία μου εξάρτηση από τον άλλο, ταυτότητα είναι η ταύτιση ταυτότητας και ετερότητας.
Η φαινομενολογία του Χέγγελ είναι λοιπόν ένα τεράστιο εστιατόριο και ένα ρομαντικό δείπνο. Γίνομαι αυτό που είμαι όταν καταλάβω ότι εξαρτώμαι από το αντικείμενο για την φυσική επιβίωση. Αλλά δεν μπορώ να απολαύσω το
φαγητό – να πληρώσω την έλλειψη – χωρίς συντρόφους, χωρίς συζήτηση, επιθυμία, τους επαίνους και τις κριτικές των συνδαιτυμόνων μου.
Στο ίδιο τραπέζι κάθονται και οι ψυχαναλυτές . Γράφει ο Φρόυντ: «Κανενας που έχει δει ένα βρέφος που χορτασμένο από το στήθος ξαπλώνει ευτυχισμένο με κοκκινισμένα μάγουλα και χαμόγελο αγαλλίασης δεν μπορεί να αποφύγει τη σκέψη ότι αυτή η εικόνα γίνεται πρότυπο της σεξουαλικής ηδονής στην ζωή». Η σεξουαλική επιθυμία αποτελεί μεταφορά της επιθυμίας για τροφή, της αρχικής απαίτησης και ικανοποίησης του μητρικού στήθους. Για τον Λακάν η ιδέα αυτή γίνεται εξίσωση: «Επιθυμία είναι η απαίτηση μείον την ανάγκη». Το βρέφος ζητάει το στήθος για τροφή, αλλά ταυτόχρονα απαιτεί την άνευ όρων αγάπη της μητέρας. Υπάρχει πείνα, αχόρταγη πείνα στην επιθυμία.
Τροφή και λόγος
«Μην μιλάς με γεμάτο στόμα» μου έλεγε η μάνα μου. Με ξένιζε αυτό, μια που το φαγητό και η ομιλία είναι δύο μεγάλες χαρές. Είχε δίκιο. Η τροφή και ο λόγος ανταγωνίζονται, διεκδικούν το στόμα, τη γλώσσα το σάλιο. Όταν το ένα επικρατεί, το άλλο υποχωρεί. Το φαγητό σωπαίνει τα λόγια και οι λέξεις αντικαθιστούν τα εδέσματα. «Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμί αλλά με τον λόγο που βγαίνει από το στόμα του Κυρίου» λέει το Δευτερονόμιο και η Αποκάλυψη απαιτεί να «φάμε το ιερό βιβλίο, που είναι πικρό στο στομάχι αλλά γλυκό σαν μέλι στο στόμα».
Για τον απεργό, η πείνα είναι πολιτικός και επιτελεστικός λόγος. Ο απεργός αρνείται την τροφή, τον άλλο ως αντικείμενο, σκιαγραφώντας μια εικόνα θυσίας αλλά και αυτάρκειας. Δεν αποσκοπεί στον θάνατο. Επιβιώνει από την
επιθυμία του άλλου ανθρώπου, του συναπεργού, του αλληλέγγυου, της κοινότητας. Τα λόγια και η ενθάρρυνση των απ’ έξω γίνονται τροφή του. Στρατηγική του να επικρατήσει επί των ισχυρών με την απόλυτη εξασθένιση, την «αποσωμάτωση» και τα λόγια του. ‘Όπως έλεγε ο Ιρλανδός Τέρενς ΜακΚουίνι, που πέθανε στο Λονδίνο το 1920 μετά 74 μέρες απεργίας πείνας «δεν θα νικήσουν αυτοί που μπορούν να επιβάλλουν τα χειρότερα, αλλά αυτοί που μπορούν να υποφέρουν τα περισσότερα».
Λιμοκτονώ άρα αντιστέκομαι
Στον βιοπολιτικό κόσμο, ζωή σημαίνει καταγραφή στα κιτάπια του κράτους, στο ληξιαρχείο, στον δήμο, στην αστυνομία. Οι sans papiers μετανάστες, χωρίς ταυτότητες, βίζες και άδειες, βρίσκονται εκτός της θεσμοποιημένης
ανθρωπότητας. Το μαρτύριο – η λιμοκτονία, ο αυτο-τραυματισμός, η αυτοκτονία, τα πλέοντα φέρετρα της Μεσογείου – γίνονται κύριες μορφές αντίστασης.
Στη διαλεκτική αφέντη και δούλου του Χέγκελ, ο αφέντης φτάνει μέχρι το τέρμα στον αγώνα του για αναγνώριση, πρόθυμος ακόμα και να πεθάνει, ενώ ο δούλος, φοβάται για τη ζωή του, συνθηκολογεί και αποδέχεται την υποτέλειά του. Οι απεργοί αντιστρέφουν την εικόνα. Όντας οι ίδιοι οιονεί μη άνθρωποι, αντιμετωπίζουν το θάνατο για να στερήσουν από τον αφέντη την εξουσία να σκοτώνει. Ο φόβος θανάτου γίνεται υπόσχεση ζωής. Κάνοντάς το
συλλογικά, με τα λόγια σαν τροφή, σκιαγραφούν μια εξουσία, που δεν βασίζεται στη καταναγκαστική ή εθελοντική θυσία που επιβάλλει ο Κυρίαρχος. Η θυσία τους γίνεται θεμέλιο ενός νέου τύπου κοινότητας.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών το 2014 κατά της διάρκεια της απεργίας πείνας του Νίκου Ρωμανού.