Στο κλασικό του έργο «Περί πολέμου», ο Γερμανός στρατηγός και θεωρητικός Καρλ φον Κλάουζεβιτς αναλύει τον τρόπο με τον οποίο η στρατηγική σκέψη διαχειρίζεται τη βία και τον πόλεμο. Ενώ για τον Καντ και τον Χέγκελ η νεωτερικότητα είναι η εποχή που η ελευθερία γίνεται κινητήρια δύναμη της Ιστορίας, για τον Κλάουζεβιτς η εποχή μας χαρακτηρίζεται από τη δύναμη, τη βία, τον ολοκληρωτικό πόλεμο.
Ο νεωτερικός άνθρωπος είναι ανασφαλής, περιτριγυρίζεται από εχθρούς και κατατρύχεται από κακή τύχη. Η εχθρότητα των άλλων και η άφιλη μοίρα αποτελούν λοιπόν κινητήριες μηχανές της Ιστορίας και της πολιτικής. Τα μεγάλα συμβάντα που αλλάζουν την Ιστορία δεν είναι αποτέλεσμα μόνο εκούσιων αποφάσεων. Αποτελούν απάντηση στις επιθέσεις του εχθρού και της μοίρας.
Βασική υπαρξιακή θέση μας επομένως είναι η άμυνα, η αντίσταση, η αυτοπροστασία. Η αντίσταση αποτελεί νόμο της ύπαρξης, μια εμμενή αντι-δύναμη στη δύναμη της εξουσίας. Οπου υπάρχουν σχέσεις εξουσίας υπάρχουν και αντιστάσεις. Κάθε φορά που μια δύναμη συναντά μιαν άλλη, τότε αποκτά μορφή, καθώς οι αντιστάσεις την παραμορφώνουν, τη διασπούν, την αναμορφώνουν. Η αντίσταση είναι επομένως γεγονός, όχι υποχρέωση, ον, όχι δέον. Είτε αντιστεκόμαστε επειδή το επιλέγουμε είτε επειδή δεν υπάρχει άλλος δρόμος, η αντίσταση σημάδεψε και σημαδεύει την κίνηση της Ιστορίας.
Η αντίσταση χρησιμοποιεί υλικά και ηθικά ή συμβολικά όπλα, τα δύο συστατικά της δύναμης. Αποσκοπεί να συντηρεί και να μεγαλώνει τη δύναμη των φιλικών δυνάμεων και ταυτόχρονα επιτίθεται στα αδύνατα σημεία του αντιπάλου. Οταν οι δύο πλευρές είναι άνισες, ο ασθενέστερος χρησιμοποιεί γρήγορες μικρο-επιθέσεις και υποχώρηση, αψιμαχίες και προσωρινή κατάπαυση πυρός. Στη στρατηγική της αντίστασης δεν υπάρχει «όλα ή τίποτα». Αντίθετα, πεδίο μάχης και διακύβευμα αποτελούν ο χρόνος και ο χώρος: να κερδίζεις χρόνο για τις επόμενες κινήσεις και να διατηρείς ασφαλείς τόπους για υποχώρηση, ανεφοδιασμό και ανασύνταξη.
Η θεωρία του Κλάουζεβιτς, λοιπόν, αποτελεί εγχειρίδιο για αντάρτικο. Γι’ αυτό τη μελετούσαν όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες, από τον Λένιν ώς τον Μάο και τον Κάστρο. Οταν ο εχθρός έχει υπέρμετρη υλική δύναμη, η αντίσταση αποφεύγει την κλιμάκωση των εχθροπραξιών και εστιάζεται στην ηθική πλευρά της διαμάχης. Το μάθημα είναι σαφές: Μην τα παίζεις όλα σε μια ζαριά, να συντηρείς, να αυξάνεις και να διαφοροποιείς τις δυνάμεις σου, να προφυλάσσεις τις γραμμές υποχώρησης, μια και η ανασύνταξη αποτελεί τον καλύτερο δρόμο για τη νίκη.
Διαπραγματεύσεις ως αντάρτικο
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης ακολουθούν πιστά τις οδηγίες του Κλάουζεβιτς. Μπροστά στην τεράστια δύναμη και τον βαρύ οπλισμό του αντιπάλου, η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει την τακτική των ευέλικτων κινήσεων, των αψιμαχιών και υποχωρήσεων που προσαρμόζονται στην αγριότητα της επίθεσης. Εφόσον τα υλικά πυρομαχικά είναι περιορισμένα, γίνεται εκτεταμένη χρήση των ηθικών.
Ενα από τα πιο πετυχημένα είναι η εκτεταμένη και συνεχής αναφορά στην ανθρωπιστική κρίση. Η ανθρωπιστική κρίση παραπέμπει άμεσα στα «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας». Αυτά τα εγκλήματα αποτελούν τη νομική απάντηση που δημιουργήθηκε στη δίκη της Νυρεμβέργης για να καταδικάσει και να τιμωρήσει τη γενοκτονία των ναζί εναντίον των Εβραίων, των κομμουνιστών, των ομοφύλων, των Ρομά. Τέτοια αποτρόπαια εγκλήματα δεν παραγράφονται με την πάροδο του χρόνου.
Η ανάδειξη και αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης ως πρωταρχικού επίδικου της πολιτικής της κυβέρνησης έχει πολλαπλά ηθικά πλεονεκτήματα. Οι πρόσφατες «ανθρωπιστικές κρίσεις» ήταν αποτέλεσμα φυσικών αιτίων, λιμού, σεισμού ή πλημμύρας. Αντίθετα, η ελληνική κρίση είναι αποτέλεσμα συνειδητών ανθρώπινων επιλογών για τις οποίες υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες. Οι πολιτικές της λιτότητας και όχι κάποια φυσική αιτία οδήγησαν στην ανθρωπιστική κρίση.
Η συνέχισή τους, παρά την εμπεριστατωμένη παρουσίαση των καταστροφικών τους αποτελεσμάτων, στοιχειοθετεί κατ’ αρχήν μια ηθική παράβαση κατά της ανθρωπότητας αλλά πιθανότατα και μια διαρκή και απαράγραπτη εγκληματική πράξη. Η υπόρρητη σύνδεση της ανθρωπιστικής κρίσης με τις χιτλερικές αποζημιώσεις βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση.
Στις πρόσφατες ανθρωπιστικές κρίσεις, τα θύματα εμφανίζονταν ως παθητικοί αποδέκτες της ξένης φιλανθρωπίας. Χωρίς πρωτοβουλία ή πολιτική βούληση, άμοιροι και δυστυχείς εξαρτώνται για την επιβίωση από τηλε-μαραθώνιους, συλλογές χρημάτων από τους Βόρειους και το φιλανθρωπικό έργο διάσημων τραγουδιστών και ηθοποιών, του Μπόνο, του Μπομπ Γκέλντορφ, της Ζολί. Η ελληνική κρίση οδήγησε ακριβώς στο αντίθετο. Αντί για παθητικότητα και ανάθεση σε καλοπροαίρετους φιλάνθρωπους, οι Ελληνες αντιστάθηκαν ποικιλότροπα και ανέδειξαν κυβέρνηση με σαφή εντολή να μεταφέρει την αντίσταση από τους δρόμους στις αίθουσες συνεδριάσεων.
Σ’ αυτή τη στρατηγική αντίστασης ως αντάρτικου πρέπει να εντάξουμε και τη μεγάλη έκθεση μελών της κυβέρνησης στα διεθνή ΜΜΕ. Εφόσον η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τα ηθικά της όπλα για να κερδίσει χρόνο και χώρο, πρέπει να βάλει στην εξίσωση την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ετσι κάνει τον πόλεμο αντάρτικο κερδίζοντας όσο μπορεί τη συμπάθεια των πολιτών –ακόμη και αυτών των εχθρικών κρατών. Οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί που έδιναν λεφτά για τους Αιθίοπες και τους Ινδονήσιους καταλαβαίνουν καλύτερα τη γλώσσα της ηθικής απ’ αυτή των οικονομικών, της ανθρωπιστικής καταστροφής απ’ αυτή των δανείων, των ομολόγων και των spreads.
Ετσι λοιπόν οι «διαπραγματεύσεις» πέρασαν τρεις φάσεις: Η πρώτη, αμέσως μετά τις εκλογές, χαρακτηρίστηκε από ακατανοησία και αμηχανία. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και οικονομολόγοι, κλεισμένοι στη νεοκλασική ορθοδοξία τους, δεν καταλάβαιναν τι έλεγαν οι Ελληνες. Αμέσως μετά, όταν κατανόησαν ότι οι Ελληνες εννοούν αυτά που λένε, ήρθαν η άγρια επίθεση, οι απειλές και οι εκβιασμοί. Στην τρίτη φάση, ένα είδος «διαπραγματευτικής αψιμαχίας» άρχισε αλλά η ασυμμετρία δύναμης την κάνει τελείως άνιση. Το αντάρτικο λοιπόν χρειάζεται χρόνο και χώρο, ηθικό πλεονέκτημα, συμμάχους και συνοδοιπόρους. Πώς θα τα βρει;
Κερδίζοντας χρόνο και χώρο
Πριν από δέκα μέρες μίλησα για τη νέα κυβέρνηση στο Συνέδριο του βρετανικού Εργατικού Κόμματος στη Βόρεια Αγγλία, το τελευταίο πριν από τις εκλογές στις 7 Μαΐου. Η συγκέντρωση ήταν μεγάλη, διπλάσια απ’ ό,τι περίμεναν οι οργανωτές. Υπήρχε ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα, ο κόσμος ήξερε για τις δυσκολίες και ήθελε να μάθει λεπτομέρειες, να καταλάβει την κατάσταση, να μάθει πώς μπορεί να βοηθήσει. Κυρίως όμως ήθελαν να μάθουν πώς να κάνουν το Εργατικό Κόμμα κάτι σαν ΣΥΡΙΖΑ. Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο.
Οι Εργατικοί και οι Συντηρητικοί είναι πολύ κοντά στις δημοσκοπήσεις. Τα συνδικάτα και οι αριστεροί των Εργατικών έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν θα ανεχτούν κυβέρνηση που ακολουθεί τις πολιτικές λιτότητας των Συντηρητικών. Σε τέτοια περίπτωση, τα δύο μεγαλύτερα συνδικάτα, που είναι οι βασικοί χρηματοδότες του κόμματος, θα σκεφτούν σοβαρά να αποχωρήσουν από το κόμμα που έφτιαξαν στην αρχή του 20ού αιώνα και να φτιάξουν ένα νέο ριζοσπαστικό κόμμα. Ηταν η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ που δημιούργησε αυτήν την ιστορική προοπτική.
Η «ελληνική άνοιξη» έγινε ο φορέας της ευρωπαϊκής ελπίδας, του ενδεχόμενου ανατροπής της λιτότητας αλλά και της πολιτικής ήττας και θεωρητικής αποτυχίας που κατατρύχει την Αριστερά από το τέλος της δεκαετίας των ‘60. Το ηθικό πλεονέκτημα πρέπει να γίνει πολιτική νίκη. Το καταλαβαίνουν ελπίζω όσοι επιμένουν στην πολιτική των μεγάλων και στιγμιαίων ρήξεων, των συνολικών ανατροπών ως απόδειξη ιδεολογικής καθαρότητας.
Επανάσταση δεν σημαίνει πια ότι μια μέρα ο λαός θα καταλάβει τη Βαστίλη ή τα Χειμερινά Ανάκτορα. Σημαίνει να επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά την πίστη μας στις αρχές της ισότητας και της δικαιοσύνης για να κερδίζουμε χρόνο και να ανοίγουμε νέους χώρους κοινωνικής αποδοχής, διεθνούς αλληλεγγύης και πολιτικής συμπαράταξης.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 17 Μαρτίου 2015.