Η Χάνα Άρεντ έγραψε το 1951 ότι μπορεί μια ωριαία μέρα να αποφασίσει η ανθρωπότητα δημοκρατικά ότι ένα μέρος της πρέπει να εξολοθρευτεί. Η Άρεντ το έγραψε αυτό στον απόηχο του Ολοκαυτώματος, όταν είχε γίνει προσπάθεια να εξολοθρευτούν οι Εβραίοι, οι ομοφυλόφιλοι και οι Ρομά, όχι για το τι έκαναν αλλά για το ποιοι ήταν, για το γεγονός ότι είχαν γεννηθεί στη «λάθος» φυλή ή με «λάθος» σεξουαλική επιθυμία. Μίλησαν πολλοί με αφορμή το νομοσχέδιο για την προώθηση της αναδοχής και της υιοθεσίας για ανθρώπινα δικαιώματα. Μας λένε συνήθως: «Τα ανθρώπινα δικαιώματα ανήκουν στους ανθρώπους ακριβώς επειδή είναι άνθρωποι». Είναι ένα κλισέ και, όπως όλα τα κλισέ, δεν είναι παρά η μισή αλήθεια. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν δίνονται επειδή είμαστε άνθρωποι. Η ανθρωπότητα από μόνη της δεν μας δίνει τίποτα. Αποκτήσαμε δικαιώματα και διεκδικούμε και διατηρούμε τα δικαιώματα επειδή αγωνιζόμαστε, επειδή αγωνίστηκαν διάφορες κατηγορίες ανθρώπων.
Και, όταν μιλάμε για πράγματα όπως είναι η φυλή, το χρώμα, η σεξουαλική επιθυμία, δηλαδή το τι είμαι εγώ ως άνθρωπος, αυτό δεν αφορά τα δικαιώματα. Αυτό έρχεται πριν από τα δικαιώματα. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και ενυπάρχει στον ορισμό του ανθρώπου, στο τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Παρ’ ότι η έννοια της ανθρωπότητας έχει εισαγάγει μια λογική καθολικότητας και ισότητας, πολιτικά η έννοια έχει χρησιμοποιηθεί και ακόμα χρησιμοποιείται ακριβώς για να χωρίσει τους ανθρώπους σε εκείνους που είναι πλήρεις, σε άλλους που είναι λιγότερο άνθρωποι και σε άλλους που δεν είναι καθόλου. Όσοι δεν μιλάνε τη γλώσσα μας, δεν μοιράζονται τη θρησκεία μας, ανήκουν στη λάθος τάξη, στο λάθος χρώμα, στη λάθος σεξουαλικότητα είχαν μείνει και μένουν ακόμη έξω από τον ορισμό της ανθρωπότητας.
Δεν είναι λοιπόν η ανθρωπότητα που μας δίνει τα δικαιώματα, αλλά οι αγώνες μας. Αυτά τα δικαιώματα που έχουμε κερδίσει και συνεχίζουμε να κερδίζουμε -γιατί μπορούμε να τα χάσουμε επίσης- είναι αυτά που μας κάνουν περισσότερο ή λιγότερο ανθρώπους.
Στη συζήτηση στη Βουλή κυριάρχησε το θέμα της δυνατότητας ομόφυλων και ετερόφυλων ζευγαριών που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης να γίνουν ανάδοχοι γονείς. Αυτή η ρύθμιση συνάντησε και τις πιο σφοδρές αντιδράσεις. Υπάρχουν τρία συντριπτικά επιχειρήματα υπέρ της ρύθμισης.
Το πρώτο επιχείρημα είναι αρνητικό. Όποιος ασχολείται με το θέμα του ιδρυματισμού γνωρίζει ότι η ευρωπαϊκή βιβλιογραφία υποστηρίζει πως τα παιδιά πρέπει να μένουν στα ιδρύματα για έναν μέσο όρο έξι μηνών. Στην Ελλάδα μένουν για ένα μέσο όρο έξι χρόνων. Και δεν είναι μόνο αυτό.
Στα διάφορα εκκλησιαστικά ιδρύματα, σε ιδρύματα ιδιωτικού δικαίου -όχι όλα βέβαια- έχουμε περιπτώσεις επιβολής στα ανήλικα παιδιά ακραίας συμπεριφοράς, όπως απαγόρευση στα κορίτσια να φορούν παντελόνια, αυστηρή νηστεία, απαγόρευση συμμετοχής σε εκδρομές. Έχουμε δηλαδή την πιο σκληρή άσκηση βιοπολιτικής πειθάρχησης και ελέγχου. Έναν τρόπο για να φτιάχνονται άνθρωποι και συνειδήσεις πλήρους υπακοής, άνθρωποι που να μην μπορούν να σκέφτονται από μόνοι τους.
Αυτό, λοιπόν, είναι ένα αρνητικό επιχείρημα: Προτιμάει κανείς αυτό ή την ανάληψη της ανατροφής ενός παιδιού από μια οικογένεια, όποια έμφυλα χαρακτηριστικά και αν έχει αυτή, σε ένα περιβάλλον φροντίδας και αγάπης; Οι ομόφυλοι γονείς θα το σκεφτούν πολύ περισσότερο πριν αναλάβουν αυτή τη μεγάλη ευθύνη, γνωρίζοντας τις προκαταλήψεις. Όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, είναι τουλάχιστον όσο αφοσιωμένοι, και συχνά περισσότερο, από τους ετερόφυλους γονείς και αναδόχους.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι επιστημονικό. Ακούσαμε από εκείνους που αντιτίθενται στην πρωτοβουλία -δυστυχώς και εκπροσώπους αριστερών δυνάμεων- ότι υπάρχει μια διχογνωμία στην επιστήμη. Πιθανώς αγνοούν την υπόθεση Windsor εναντίον ΗΠΑ, που αφορούσε το, γάμο μεταξύ ομοφύλων ζευγαριών και την ικανότητά τους για τεκνοθεσία και αναδοχή, η οποία έφτασε το 2013 στο αμερικανικό ανώτατο δικαστήριο.
Κατατέθηκε τότε ένα πόρισμα amicus curiae -πόρισμα που κατατίθεται από ειδικούς στο θέμα φορείς όταν αυτό έχει σημαντική κοινωνική επιρροή. Κατέθεσαν τότε πόρισμα η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία, η Αμερικανική Ακαδημία των Παιδιάτρων, η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, η Αμερικανική Ψυχαναλυτική Εταιρεία και η Εθνική Εταιρεία Κοινωνικών Λειτουργών, δηλαδή οι μεγαλύτερες εταιρείες ψυχικής και κοινωνικής υγείας στον κόσμο.
Το συμπέρασμά τους είναι πως ο ισχυρισμός ότι η νομική αναγνώριση του γάμου ομοφύλων ζευγαριών υποσκάπτει τον θεσμό του γάμου και βλάπτει τα παιδιά αντίκειται στα επιστημονικά δεδομένα. Η επιστημονική τεκμηρίωση υποστηρίζει την ομοφυλοφιλία ως φυσιολογική έκφραση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, καθώς και ότι τα ομόφυλα ζευγάρια δημιουργούν σταθερές και αφοσιωμένες σχέσεις που είναι ισοδύναμες με αυτές των ετερόφυλων ζευγαριών.
Υποστηρίζει με εξαιρετική σαφήνεια ότι τα ομόφυλα ζευγάρια δεν είναι λιγότερο ικανά από τα ετερόφυλα να μεγαλώνουν παιδιά, αλλά και ότι τα παιδιά τέτοιων οικογενειών είναι εξίσου ψυχικά υγιή και κοινωνικά προσαρμοσμένα με αυτά των ετερόφυλων ζευγαριών.
Το τρίτο επιχείρημα είναι πραγματολογικό. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν εκατοντάδες παιδιά που έχουν μεγαλώσει και μεγαλώνουν είτε με έναν ομοφυλόφιλο γονέα είτε σε ομόφυλες οικογένειες. Κάθε επίθεση στη δυνατότητα αναδοχής από ένα ομόφυλο ζευγάρι δεν συνιστά παρά επίθεση σε αυτά τα παιδιά που οδηγεί στην περιθωριοποίησή τους. Σε τέτοιο πνεύμα η «Καθημερινή» έγραψε πρόσφατα πως «η αναδοχή ή η τεκνοθεσία θα αποβεί εις βάρος των παιδιών, λόγω ‘παραγώγου στίγματος’, που μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα μπούλινγκ».
Την έκφραση «παράγωγο στίγμα» δεν την είχα ξανακούσει. Δεν ξέρω ποιος την επινόησε, αλλά φαντάζομαι τι εννοεί: παιδιά που μεγαλώνουν με ομόφυλους γονείς θα υποστούν μπούλινγκ, βία, ψυχολογικές επιθέσεις. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγαν για τα φαινόμενα αυτά αν τα θύματα ήταν, φερ’ ειπείν, παιδιά ΑμεΑ. Το επιχείρημα αυτό κανονικοποιεί, φυσικοποιεί την άσκηση βίας ως εγγενή στην κοινωνίας μας. Ακόμα κι αν ισχύει αυτό, οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε και να το σταματήσουμε. Αυτό είναι το καθήκον και μιας αριστερής κυβέρνησης.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Αυγή. Δημοσιεύτηκε στις 13 Μαΐου 2018.