Στις 13 Μαρτίου 1964, η Kitty Genovese μαχαιρώθηκε κοντά στο σπίτι της στο Queens της Νέας Υόρκης. Η επίθεση διάρκεσε πάνω από μισή ώρα. Αρκετοί γείτονες και περαστικοί παραδέχτηκαν αργότερα ότι είδαν ή άκουσαν την επίθεση. Κανένας όμως δεν προσπάθησε να τη σταματήσει και μόνο ένας τηλεφώνησε στην αστυνομία πολύ αργά. Η Genovese ήταν ήδη νεκρή. Οι New York Times υποστήριξαν σε ένα διάσημο άρθρο ότι μεγαλύτερο σκάνδαλο ήταν η απάθεια και αδράνεια των τριάντα οκτώ γειτόνων και περαστικών που δεν έκαναν τίποτα και όχι η δολοφονία.
Η υπόθεση έχει γίνει εμβληματική της απροθυμίας του σύγχρονου ανθρώπου να βοηθήσει ένα συνάνθρωπο που κινδυνεύει. Το είδαμε στη δολοφονική επίθεση των νοικοκυραίων στον Ζακ Κωστόπουλο, αλλά και στην πρόσφατη φασιστική επίθεση στον Βαγγέλη στο Πέραμα. Στην περίπτωση του Ζακ, ένας περαστικός παρενέβη, από ό,τι έχουμε δει, και προσπάθησε να σταματήσει την επίθεση και να βάλει μυαλό στους δύο που χτυπούσαν αλύπητα το αδύναμο θύμα.
Η επίθεση στον Βαγγέλη έγινε στο τέρμα των λεωφορείων, δίπλα στην αποβάθρα των πλοίων της Σαλαμίνας. Υπήρχε κόσμος γύρω αλλά απ’ ό,τι ξέρουμε κανείς δεν αντέδρασε. Γράφαμε στο προηγούμενο άρθρο ότι ζούμε σε εποχή πνευματικής μιζέριας και χρειαζόμαστε μια πολιτιστική αναγέννηση. Τα περιστατικά επιβεβαίωσαν τη διάγνωση με τον χειρότερο τρόπο. Τι μας κάνει να αδιαφορούμε στον πόνο του άλλου;
Το φαινόμενο δεν είναι νέο. Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη κατέγραψε πρώτη το πρόβλημα. Φαίνεται ότι σήμερα ο ιερέας και όχι ο λευίτης αντιπροσωπεύει τη συνηθισμένη ανθρώπινη συμπεριφορά. Στη διεθνή βιβλιογραφία ο όρος «παρευρισκόμενος» (bystander) χρησιμοποιείται για κάποιον που είναι παρών σε ένα συμβάν χωρίς να συμμετέχει: μπορεί να είναι περαστικός, παρατηρητής, θεατής.
Κάτι κακό συμβαίνει, ο περαστικός το βλέπει, αλλά δεν κάνει τίποτε. Το κακό μπορεί να κυμαίνεται: από να μη λες τίποτε όταν ακούς ένα σεξιστικό ή ρατσιστικό ανέκδοτο μέχρι να μένεις αδιάφορος βλέποντας μια βίαιη επίθεση ή να μην ανακατεύεσαι παρ’ ό,τι ξέρεις ότι το καθεστώς βασανίζει τους αντιπάλους του. «Ο δρόμος προς το Αουσβιτς χτίστηκε από το μίσος, αλλά στρώθηκε από την αδιαφορία», έγραψε ο ιστορικός Ian Kershaw.
Το 1973, οι ψυχολόγοι Darley και Batson έκαναν ένα πείραμα στο Θεολογικό Σεμινάριο του Princeton. Φοιτητές της Θεολογίας κλήθηκαν να μαγνητοφωνήσουν ένα κήρυγμα για τον καλό Σαμαρείτη για εξάσκηση δήθεν στην εκκλησιαστική ρητορική. Στην πραγματικότητα είχαμε παραλλαγή του ψυχολογικού πειράματος που εκτιμά τον αλτρουισμό των περαστικών.
Στον δρόμο προς το στούντιο, οι φοιτητές αντίκριζαν το σωριασμένο σώμα ενός αγνώστου που προφανώς υπέφερε. Οσοι φοιτητές είχαν καθυστερήσει, δεν σταμάτησαν για να προσφέρουν βοήθεια, ξεχνώντας το δίδαγμα που επρόκειτο να κηρύξουν. Η πιθανή επίπληξη για την καθυστερημένη άφιξη ήταν πιο σημαντική από τη βοήθεια στον πονεμένο συνάνθρωπο. Φαίνεται ότι οι ιερείς πολλαπλασιάστηκαν στα χρόνια μας, οι Σαμαρείτες λείπουν.
Αρνηση, άμυνα και το σύνδρομο του περαστικού
Για τους περισσότερους η αδιαφορία αποτελεί παράπτωμα, έλλειψη συμπάθειας, ένδειξη μιας ελαστικής και ελλειμματικής συνείδησης. Η αρνητική αξιολόγηση είναι βέβαια εύκολη για όσους δεν είναι παρόντες στο καταστροφικό περιστατικό και μπορούν να το καταγγέλλουν από το σαλόνι και τον υπολογιστή τους εκ του ασφαλούς.
Ποια είναι τα ψυχολογικά αίτια της απάθειας; Ο σπουδαίος Αγγλος κοινωνιολόγος Stanley Cohen υποστηρίζει ότι η αδιαφορία είναι αποτέλεσμα «άρνησης», ενός ισχυρού μηχανισμού ψυχικής άμυνας. Η άρνηση παίρνει γνωστική, ερμηνευτική και έμμεση μορφή. Η κυριολεκτική άρνηση δεν δέχεται καν ότι τελείται ένα καταστροφικό συμβάν: «δεν είναι επίθεση, παίζουν παιχνίδια» ή «δεν γίνονται βασανιστήρια, δεν χρειάζεται να ασχοληθώ».
Ο αρνητής της πραγματικότητας λέει ψέματα στον εαυτό του, αποτέλεσμα συνειδητής αυταπάτης ή ασυνείδητης αυτοπροστασίας. Στην ερμηνευτική άρνηση, τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται αλλά τους δίνεται νόημα διαφορετικό από το προφανές: «αυτό που βλέπω δεν είναι δολοφονική επίθεση, αλλά ένα θεατρικό happening» ή «στις φυλακές δεν γίνονται βασανιστήρια, αλλά μια ήπια προσπάθεια να βάλουν μυαλό στους κομμουνιστές». Τέλος, στην έμμεση άρνηση δεν αμφισβητούνται ούτε τα γεγονότα ούτε η αποδεκτή ερμηνεία τους, αλλά ελαχιστοποιούνται οι συνέπειές τους. «Θα πάρει ένα μαθηματάκι ο κλέφτης» ή «δεν έχουν σχέση τα βασανιστήρια με μένα, στο τέλος όλα θα είναι καλά».
Η άρνηση αποτελεί επομένως σύνθετη ψυχολογική διαδικασία σε τέσσερα επίπεδα: γνωστικό (δεν αναγνωρίζω το γεγονός), συναισθηματικό (το βλέπω αλλά δεν με ενοχλεί), ηθικό (δεν θεωρώ ότι γίνεται κάτι κακό, εναλλακτικά, η ευθύνη δεν είναι δική μου) ή, τέλος, ξέρω τι γίνεται αλλά δεν ανακατεύομαι γιατί φοβάμαι ότι η παρέμβαση θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή ή την καλοπέρασή μου. Είτε δεν αναγνωρίζουμε ότι γίνεται κάτι κακό είτε το αναγνωρίζουμε αλλά δεν αντιδρούμε.
Οι ιδιαίτερες συνθήκες του περιστατικού («κάποιος άλλος θα βοηθήσει», «βιάζομαι», «δεν είναι σοβαρή η επίθεση») και προηγούμενες εμπειρίες δίνουν άλλοθι στον φόβο και την επιθυμία προστασίας του εαυτού και μας κάνουν αδιάφορους. Η ευκολία με την οποία «καλοί» άνθρωποι ενεργοποιούν τους πολύπλοκους μηχανισμούς άμυνας και εκλογίκευσης κάνει το «φαινόμενο του περαστικού» μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μελέτες της λειτουργίας της ηθικής.
Υπάρχουν πολλές δικαιολογίες για να μη βοηθήσω αυτόν που υποφέρει. Εντούτοις θεωρούμε κανονική ανθρώπινη αντίδραση τις πράξεις αυτών που έσωσαν με κίνδυνο της ζωής τους Εβραίους ή κομμουνιστές στην Κατοχή ή στο Ολοκαύτωμα. Εδρασαν χωρίς να κάνουν υπολογισμούς ή εκλογικεύσεις για να μη βοηθήσουν, θα λέγαμε αυθόρμητα από «ένστικτο». Ηξεραν ότι οι περισσότεροι συνάνθρωποι δεν θα βοηθήσουν. Ωστόσο, για να υποτιμήσουν τη δική τους συνεισφορά λένε αργότερα ότι όλοι θα είχαν κάνει το ίδιο: «Δεν έκανα τίποτα ασυνήθιστο, οποιοσδήποτε ήταν στη θέση μου αυτό θα έκανε».
Ηθική και όρια
Πότε όμως θα έκαναν όλοι το ίδιο; Αν κινδύνευε ένας συγγενής ή φίλος, κάποιος από το στενό περιβάλλον. Αλλά με άγνωστους και ξένους; Εδώ ο καπιταλισμός είναι καταλυτικός κάνοντας την ηθική θέμα ορίων. Καταστρέφει κοινότητες, υποσκάπτει την αρετή και τις αξίες του ανθρωπισμού, κτίζει φυσικά και μεταφορικά τείχη ανάμεσα στους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τους άλλους ως εμπόδιο ή όργανο στα σχέδια τους. Είμαστε αδιάφοροι στην τύχη αυτών που θεωρούμε «άλλους» με βάση την κοινωνική, πολιτιστική ή πολιτική τους ταυτότητα: είναι κλέφτης, είναι gay, είναι εξαρτημένος, είναι φτωχός, είναι οροθετικός. Ο «άλλος» είναι έξω από τα όρια της ηθικής υποχρέωσης του «κακού Σαμαρείτη» ή του καλού καπιταλιστή.
Θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ευθύνη για τον άλλο. Αλλιώς δεν θα υπήρχε ο Σίντλερ, οι παπάδες που έκρυψαν Εβραίους, οι γιαγιάδες της Λέσβου. Η εξαίρεση, αυτό που φαντάζει «ηρωικό» στους ωφελιμιστικούς καιρούς μας, αποκαλύπτει τι είναι φυσικό, αιώνιο, αναπόδραστο. Η φύση μας απαιτεί να νοιαζόμαστε πέρα από την άμεση οικογένεια για την ανθρωπότητα. Το «ου φονεύσεις», μια παγκόσμια ηθική επιταγή, αποτελεί έκφραση της καθολικότητας του καλού Σαμαρείτη. Η ηθική επιταγή συντροφεύεται από την αισθητική της μετριοφροσύνης και τη συναισθηματική στροφή της συμπάθειας, της ενσυναίσθησης, της έγνοιας για κοντινούς και μακρινούς. Αυτό είναι το ηθικό πλεονέκτημα που η Αριστερά πρέπει να μπολιάζει στην κοινωνία.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στη 01 Οκτωβρίου 2018.