Βασική επιδίωξη της φιλελεύθερης διανόησης είναι να νομιμοποιήσει την άσκηση της εξουσίας και της κρατικής βίας. Διακηρύσσει λοιπόν ότι το δίκαιο και η εξουσία είναι πολιτικά και ηθικά εξωτερικά το ένα προς το άλλο, ότι ο νόμος περιορίζει και εξανθρωπίζει την άσκηση της εξουσίας. Όσα περισσότερα νομικά δικαιώματα έχουμε τόσο λιγότερη εξουσία υπάρχει, μας λένε, όσο πιο σύννομη η άσκηση της εξουσίας τόσο πιο εκπολιτισμένη η λειτουργία της. Κυριαρχία και ηθική, εξουσία και δίκαιο, εξαίρεση και κανόνας αποτελούν τους πόλους μιας διαλεκτικής που
αποσκοπεί να εξειρηνεύσει την σχέση ανάμεσα στους υπηκόους και τον κυρίαρχο. Αλλά το σύνολο της κριτικής θεωρίας από τον Φουκώ στον Ντελέζ, τον Ντεριντά και τον Αγκάμπεν και η σχολή των κριτικών νομικών σπουδών υποστηρίζει ότι οι απόψεις αυτές είναι γνωσιολογικά λαθεμένες και ηθικά ενδεείς (1).
Το άδικο δίκαιο
Στην Ελλάδα θεωρίες που νομιμοποιούν την εξουσία και την βία της και η φλυαρία περί «αρχών» και «αξιών», προσωπεία της κατάστασης εξαίρεσης στην οποία ζούμε, εισάχθηκαν «δεύτερο χέρι» από τις ΗΠΑ. Οι «εκσυγχρονιστές» εισαγωγείς τους τις έφεραν τριάντα χρόνια μετά την στιγμή ηγεμονίας τους στην Εσπερία και χωρίς την παραμικρή αναφορά στις καταιγιστικές κριτικές που έχουν ασκηθεί στον τρόπο με τον οποίο δικαιολογούν ανισότητες, αυταρχικές εξουσίες και «ανθρωπιστικούς» πολέμους. Στην Ελλάδα των μνημονίων διαπιστώνουμε την αποτυχία των θεωριών αυτών καθημερινά. Ο ακατάσχετος πολλαπλασιασμός θεωρημάτων περί επιστροφής στην «κανονικότητα», «απαραίτητων» μεταρρυθμίσεων των δήθεν προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάτων αποκαλύπτουν τις ιδεολογικές προτιμήσεις νομικών και διανοούμενων που προσπαθούν να διασώσουν τα τελευταία ερείσματα μιας επιθανάτιας και θανατηφόρας εξουσίας. Η παρακμή της δικαστικής λειτουργίας ακολουθεί την ίδια λογική: τα ηθικιστικά τεχνάσματα που μαθαίνουν οι φοιτητές χρησιμοποιούνται για να δικαιολογηθεί κάθε λογής αδικία ενώ ο
χωρισμός των εξουσιών γίνεται προπέτασμα για την νομιμοποίηση κάθε εκτελεστικής αυθαιρεσίας.
Οι πρόσφατες αποφάσεις των δικαστηρίων γιά την υπόθεση του Νίκου Ρωμανού είναι χαρακτηριστικές. Το δικαίωμα στην ζωή και την παιδεία συγκρούσθηκαν με την σκληρότητα του νόμου. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση του Ρωμανού βάζοντας την αυστηρή εφαρμογή του νόμου πάνω από βασικές ανάγκες και δικαιώματα. Έτσι όμως έχουμε καταντήσει σ΄ένα νομικό σύστημα που ακολουθεί το γράμμα του νόμου και βιάζει το πνεύμα του. Όσοι ξεχνούν ότι ένα δίκαιο χωρίς δίκιο είναι σώμα χωρίς ψυχή, νεκρό γράμμα που ούτε εμπνέει ούτε αξίζει συμμόρφωση μετατρέπονται σε λογιστές της εξουσίας. Η απόσταση μεταξύ του κράτους και του κράτους δικαίου είναι πάντοτε μικρή. Αλλά όταν η δικαιοσύνη εκπίπτει του νόμου, τότε τα δύο καθίστανται ταυτόσημα – ο νόμος ως γλώσσα μιας
μανιακής κυριαρχίας.
Η βία παράγει δίκαιο
Σύμφωνα με τον μεγάλο Γερμανό-Εβραίο φιλόσοφο Βάλτερ Μπένγιαμιν, η βία παράγει αλλά και συντηρεί το νόμο. Ας δούμε πρώτα τη βία που παράγει δίκαιο. Τα περισσότερα συντάγματα υιοθετήθηκαν μετά από επανάσταση, νίκη ή ήττα σε πόλεμο, αποικιοκρατική κατάκτηση ή απελευθέρωση ενάντια στην ισχύουσα συνταγματική νομιμότητα. Η επαναστατική βία καταργεί το σύνταγμα του προηγούμενου «διεφθαρμένου» συστήματος προκειμένου να ιδρύσει ένα νέο κράτος, ένα καλύτερο σύνταγμα, ένα δίκαιο νόμο. Τη στιγμή που ασκείται η επαναστατική βία αποδοκιμάζεται ως παράνομη, βάρβαρη, διαβολική. Αλλά όταν νικήσει νομιμοποιείται αναδρομικά με την ολοκλήρωση του κοινωνικού και νομικού μετασχηματισμού.
Τα περισσότερα κράτη και νομικά συστήματα είναι παιδιά βίας, πολέμου ή επανάστασης, κατάληψης ή εξέγερσης. Έτσι είναι και τα συντάγματα τους. Η Γαλλική Επανάσταση νομιμοποιήθηκε αναδρομικά με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, «μια πολεμική πράξη εναντίον τυράννων» που περιλαμβάνει μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων το δικαίωμα της αντίστασης στην τυραννία. Η Αμερικανική Επανάσταση νομιμοποιήθηκε με τη
Διακήρυξη των Δικαιωμάτων, η οποία στη Δεύτερη Τροπολογία διαιωνίζει το δικαίωμα του λαού να δημιουργεί εθνοφυλακές και «να έχει και να φέρει όπλα».
Τα σημαντικά Ελληνικά συντάγματα επίσης ακολούθησαν βίαια γεγονότα, την επανάσταση του 1821, τον εμφύλιο πόλεμο, την πτώση της χούντας. Στην μεταπολίτευση, το Σύνταγμα έγινε πολιτικό κλοτσοσκούφι. Όποια μέτρα ήθελε
κάθε κυβέρνηση να προστατεύσει από σύντομη κατάργηση τα έβαζε στο Σύνταγμα κάνοντας το κείμενο του shopping list προσωρινών και προβληματικών προτεραιοτήτων της στιγμής θέσπισης τους. Η προτεινόμενη συνταγματική
αναθεώρηση κινείται στην ίδια κατεύθυνση. Ο Νίτσε έλεγε ότι η ηθική αποτελεί την απολυτοποίηση ενός προσωρινού συσχετισμού δύναμης. Έτσι και η προτεινόμενη αναθεώρηση θα επιδιώξει την συνταγματική καθιέρωση παροδικών ιδεολογικών προτιμήσεων. Η απαραίτητη ριζική συνταγματική μεταρρύθμιση πρέπει να προετοιμαστεί με ένα μεγάλο εθνικό διάλογο για τον επαναπροσδιορισμό του μέλλοντος της χώρας και όχι μόνο του απονομιμοποιημένου πολιτειακού συστήματος. Έτσι η «συντακτική» δύναμη θα αποδράσει από τα βιβλία ιστορίας και τις ιδιοτέλειες πολιτικών και συνταγματολόγων.
Το φάντασμα της βίας
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στη ιδρυτική βία που φτιάχνει κράτη και δίκαια. Ο Αβάς Σεγιές ονόμασε στην Γαλλική Επανάσταση «συντακτική» την δύναμη του λαού να εξεγερθεί και να αλλάξει το νόμο και τον κόσμο. Μετά την νίκη η συντακτική μετατρέπεται σε «συντεταγμένη» εξουσία, σε σύνταγμα, νόμους, θεσμούς. Οι πετυχημένοι επαναστάτες γίνονται συνήθως οι μεγαλύτεροι συντηρητικοί την επόμενη της νίκης τους και ποινικοποιούν τις λαϊκές αντιστάσεις. Η συντακτική δύναμη του λαού που δημιούργησε το νέο δίκαιο εξορκίζεται επιτήδεια, λησμονείται, καταπιέζεται μέσω της επιβολής των κυρίαρχων ιδεών. Αλλά η νομοθετούσα βία δεν εξαφανίζεται. Παραμένει σαν σκιά ή σαν φάντασμα στο σώμα του νόμου.
Μια από τις πιο σημαντικές στρατηγικές σ’ αυτή την πολιτική της λήθης είναι η διαμόρφωση μιας κυρίαρχης ερμηνείας του συντάγματος. Τα ερμηνευτικά πρότυπα νομιμοποιούν την αναγκαιότητα της αρχικής βίας αλλά καταδικάζουν την
επιστροφή της. Το βίαιο πρότυπο εγκαταλείπεται στην επιφάνεια αλλά παραμένει στα θεμέλια είτε ως κρατική βία είτε ως αντίσταση του λαού. Η θανατική ποινή, η κρατική καταστολή, οι εκατόμβες στο όνομα της οικονομικής ή εθνικής ορθοδοξίας, η καθημερινή βία της εξουσίας αντιπροσωπεύουν την σκοτεινή και εξουσιαστική πλευρά της έννομης κανονικότητας.
Από την άλλη πλευρά, η λαϊκή αντίσταση αψηφά νόμους και μεταλλάσσει πολιτικές και κυβερνήσεις με τρόπους απρόβλεπτους και ανεπιθύμητους για την εξουσία. Ο νόμος προβλέπει το περιορισμένο δικαίωμα διαμαρτυρίας, ανυπακοής και απεργίας. Αναγνωρίζει απρόθυμα όσο και έντρομα ότι η λαϊκή αντίσταση δεν μπορεί να διαγραφεί από την ιστορία. Όσο οι διαδηλωτές απαιτούν κάποια μεταρρύθμιση ή παραχώρηση, το κράτος τους ανέχεται. Αυτό που φοβάται η εξουσία είναι, κατά τον Μπένγιαμιν, η δύναμη που «μπορεί να μετασχηματίσει τις νομικές σχέσεις και να παρουσιαστεί έτσι ως έχουσα το δικαίωμα να νομοθετήσει». Σ’ αυτό το σημείο, η ανασφάλεια του νόμου βγαίνει στην επιφάνεια, οι δικαστές θυμούνται την ευθύνη τους στο δίκιο και η απωθημένη συντακτική δύναμη του
λαού επιστρέφει στην ιστορία.
Λέγαμε στο προηγούμενο ότι όπως επισημαίνει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο κλασικό δοκίμιο «Κριτική της Βίας» η βία θεμελιώνει αλλά και συντηρεί το δίκαιο. «Κάθε νομική πράξη δομείται με τη βία» λέει ο Ζακ Ντεριντά και ο μεγάλος Αμερικάνος νομικός Ρόμπερτ Κάβερ συμπληρώνει: «Η νομική ερμηνεία εκτυλίσσεται σ’ ένα πεδίο πόνου και θανάτου». Δεν υπάρχει νόμος αν δεν μπορεί να επιβληθεί, αν δεν αναλάβει η αστυνομία, ο στρατός και οι φύλακες να αποτρέψουν και να τιμωρήσουν τις παραβάσεις. Η δύναμη και η βία αποτελούν επομένως απαραίτητα συστατικά της έννοιας της νομιμότητας. Η βία θεμελιώνει τον νόμο αλλά ταυτόχρονα εγγυάται την επιβολή και διατήρηση του.
Η βία συντηρεί το δίκαιο
Η δικαστική κρίση και απόφαση είναι λόγος και πράξη. Ερμηνεύει το δίκαιο αλλά και επενεργεί στον κόσμο. Η καταδίκη και η απαγγελία της ποινής στο τέλος μιας ποινικής δίκης ολοκληρώνει την νομική επιχειρηματολογία αλλά και εξουσιοδοτεί μια σειρά βίαιων ενεργειών. Ο κατάδικος οδηγείται στην φυλακή ή το ικρίωμα. Με αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων άνθρωποι χάνουν τα σπίτια τους, στερούνται τα παιδιά τους και την περιουσία τους ή επιστρέφουν σε τόπους δίωξης και βασανιστηρίων. Η θεμελιωτική και η συντηρητική βία του δικαίου διαπλέκονται
και αλληλοεπηρεάζονται, καθώς η ερμηνεία των νόμων και η διαφύλαξη της έννομης τάξης επαναλαμβάνουν την πρωταρχική βία που δημιουργεί το δίκαιο. Η νομική ερμηνεία νομιμοποιεί το ενέργημα, η πρόταση την πράξη, το δηλωτικό εξουσιοδοτεί παρελθούσες ή μέλλουσες βίαιες ενέργειες.
Η βία εμφανίζεται σε κάθε επίπεδο της δικανικής πρακτικής. Η αρχιτεκτονική της αίθουσας του δικαστηρίου και η χορογραφία της διαδικασίας συμμαχούν για να περιορίσουν και υποτάξουν το σώμα του κατηγορούμενου. Για τον υπόδικο, η πρόσοψη τυπικότητας και αβρότητας της νομικής διαδικασίας εκφράζει μια ακατανίκητη συλλογική βία που στρέφεται εναντίον του.
Αλλά και ο σκεπτόμενος δικαστής δεν μπορεί να αποδεσμεύσει την νομική ερμηνεία από τα βίαια αποτελέσματα της. Ο περιορισμός της αίσθησης δικαιοσύνης στο ερμηνευτικό μέρος και η παραμέληση του βίαιου μέρους της δικανικής κρίσης αποσκοπεί να προστατεύσει τους παράγοντες της δίκης από την ευθύνη για τα αποτελέσματα των αποφάσεων τους.
Η νομική κρίση εξαρτάται από τις συνθήκες επιβολής τους. Χωρίς αστυνομία, δεσμοφύλακες, φρουρούς, υπηρεσίες μετανάστευσης κλπ. η δικανική κρίση θα παρέμενε νεκρό γράμμα. Οι δικαστικές αποφάσεις ανήκουν τόσο σε ορίζοντα
νοήματος όσο και σε οικονομία δύναμης. Η φιλοδοξία της φιλελεύθερης φιλοσοφίας να παρουσιάσει την νομική επιχειρηματολογία ως συνεκτική και δίκαιη σκοντάφτει στην αναπόδραστη και τραγική γραμμή που διαχωρίζει όσους
επιβάλλουν βία από αυτούς που την δέχονται.
Υπάρχει όμως και η βία της γλώσσας. Συχνά οι άνθρωποι κρίνονται σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνουν. Ας πάρουμε τους αιτούντες άσυλο. Πρέπει να παρουσιάσουν τα βασανιστήρια που υπέφεραν σε γλώσσα που δεν μιλούν. Για τον Ζαν-Λυκ Λυοτάρ, αυτή είναι η πιο ακραία μορφή αδικίας. Η βλάβη που υπέστη το θύμα συνοδεύεται από την αποστέρηση των μέσων για να την διηγηθεί ή να την αποδείξει. Εδώ η γλώσσα αγγίζει το όριο της, καθώς οι δύο πλευρές δεν μοιράζονται κοινή ομιλία. Η πίστη ότι κάθε θύμα ή κατηγορούμενος μπορεί να μιλήσει την γλώσσα του νόμου διαψεύδεται από τον ποιητή Tom Leonard:
Και οι δικαστές τους μίλησαν σε μια διάλεκτο,
Αλλά οι καταδικασμένοι είχαν πολλές φωνές.
Και οι φυλακές ήταν γεμάτες με πολλές φωνές,
Ποτέ όμως με την διάλεκτο των δικαστών.
Και οι δικαστές είπαν:
Κανείς δεν είναι πάνω από το νόμο.
Τι είναι η βία;
Δεν υπάρχει γενικός ορισμός της βίας, μιας λέξης που καλύπτει πολλές ασύνδετες καταστάσεις. Η βία της εκμετάλλευσης είναι διαφορετική απ’αυτή του πολέμου, η βία της ανεργίας απ’ αυτή του δολοφόνου, η βία του χρηματοπιστωτικού συστήματος απ’ αυτή των ΜΑΤ και του παιδιού με τις πέτρες. Η λέξη «βία» αποκτά
νόημα μέσω των προσδιορισμών της – κρατική, εγκληματική, καπιταλιστική, επαναστατική – και της περιγραφής των αποτελεσμάτων της – σωματικός ή συμβολικός τραυματισμός, βλάβη της περιουσίας ή της αξιοπρέπειας κλπ. Δεν
υπάρχει λοιπόν μια κοινή ουσία που λέγεται «βία» αλλά ριζικά διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους μιά υπάρχουσα ισορροπία δυνάμεων διαταράσσεται από εξωτερική επέμβαση. Η χρήση της λέξης γενικά και αδιάκριτα και η «καταδίκη της βίας απ’ όπου προέρχεται» αποτελούν λόγια χωρίς νόημα αλλά με ισχυρό κανονιστικό χαρακτήρα: κάθε βία είναι κακή κάθε αντιβία καλή.
Η κυρίαρχη και κοινότοπη άποψη υιοθετεί τον ποινικό ορισμό της τη βίας. Προϋποθέτει ένα υποκείμενο (τον δράστη), μια πράξη (το έγκλημα) κι ένα θύμα (πρόσωπο ή περιουσία). Ο ορισμός επιτρέπει στο δίκαιο να αποδίδει κατηγορίες, να εξετάζει προθέσεις και αποτελέσματα και να επιβάλλει ποινές. Η συστημική βία της ανεργίας, της φτώχειας, της αρρώστιας και του απευκταίου θανάτου δεν έχει ταυτοποιημένο δράστη αλλά είναι συνέπεια πολλών άμεσων και έμμεσων παραγόντων. Η καταδίκη της «υποκειμενικής» βίας είναι υποκριτική όταν δεν καταδικάζεται και η συστημική βία.
Αλλά κάθε οργανωμένη δύναμη συναντά και συγκρούεται με μια αντι-δύναμη, κάθε δράση φέρνει αντί-δραση, κάθε ισορροπία εμπεριέχει δυνάμεις που προσπαθούν να την αποσυναρμολογήσουν. Η αντίσταση και η ανυπακοή δεν είναι εξωτερικά «ατυχήματα» ούτε κοινωνιολογικά απρόοπτα, αλλά αναπόφευκτες αντιδράσεις στην δράση της εξουσίας και στις εντολές του νόμου.
Πέντε θέσεις για τον νόμο, την βία και την αντίσταση.
1. Η αντίθεση μεταξύ βίας και νόμου είναι φαινομενική παρά πραγματική. Θα πρέπει να αντικατασταθεί από τη μελέτη του αμαλγάματος νόμου εξουσίας και βίας, στο οποίο η βία παράγει και υπηρετεί τον νόμο, ενώ το δίκαιο χρησιμοποιεί
την βία και αναπαράγει την εξουσία.
2. Η κρατική βία προστατεύει τα κυρίαρχα συμφέροντα και την ισορροπία δυνάμεων, αλλά ασκείται πάντα στο όνομα υψηλών αξιών όπως ο Θεός, το Έθνος, η Τάξη ή η Ανθρωπότητα.
3. Κάθε εξουσία δημιουργεί αντι-εξουσία, κάθε βία αντι-βία, κάθε σχέση δύναμης οδηγεί σε αντίσταση. Η ιδεολογία μετατρέπει την κυρίαρχη βία σε άσκηση νόμιμης ισχύος και κάθε αντίσταση σε εγκληματική πράξη. Στην διαλεκτική εξουσίας-αντίστασης, η αιτιακή και χρονολογική συνέχεια αντιστρέφεται και το κρατικό «μονοπώλιο» βίας εμφανίζεται να αντικρούει μια πρωτογενή κοινωνική βία.
4. Οι αντιστάσεις δεν εφαρμόζουν αξίες και αρχές ούτε έχουν προβλέψιμο σημείο συμπύκνωσης. Δεν οδηγεί στην αντίσταση η ιδέα της δικαιοσύνης ή της ισότητας, αλλά η εμπειρία της αδικίας φυσικής και το συναίσθημα της οργής. Η ισότητα και η δικαιοσύνη επιβιώνουν επειδή οι άνθρωποι αντιστέκονται.
5. Έχουμε δικαιώματα όχι γιατί το λένε οι νόμοι και τα συντάγματα αλλά στο μέτρο που τα απαιτούμε και τα εφαρμόζουμε στην πράξη. Δικαιώματα διατηρούνται ή χάνονται ανάλογα με την ένταση και έκταση των αντιστάσεων.
(1) Κωστας Δουζινας, Ριζοσπαστικη Πολιτικη και Νομικη Φιλοσοφια (Νησος, 2013).
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη στην Εφημερίδα των Συντακτών τον Δεκέμβριο 2014.