Το παλιότερο σωζόμενο αρχαιοελληνικό κείμενο, ένα απόσπασμα του Αναξίμανδρου, λέει: «Εκεί όμως που βρίσκεται η απαρχή των όντων συντελείται και το τέλος τους, σύμφωνα με την ανάγκη· γιατί κρίνονται και επανορθώνουν (διδόναι δίκην) αμοιβαία για την αδικία, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου». Μια πανάρχαια αδικία επιβάλλει ένα χρέος στα όντα και ανοίγει την «τάξη του χρόνου», δηλαδή την ιστορία, για να ξεπληρωθεί το αρχέγονο χρέος.
Τι σημαίνει αυτό; Ο Σοφοκλής απαντά την ερώτηση στην Ωδή στον άνθρωπο, το ανυπέρβλητο πρώτο στάσιμο από την «Αντιγόνη» που ανοίγει με τον συντριπτικό στίχο:
Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει (332).
(Πολλά είναι τα δεινά, τίποτα όμως δεν είναι δεινότερο από τον άνθρωπο)
Οπως έλεγε ο Χάιντεγκερ, αν είχε χαθεί το σύνολο της ελληνικής γραμματείας αλλά είχε σωθεί μόνο η Ωδή, θα μπορούσαμε να ξαναγράψουμε όλη την κλασική φιλοσοφία.
Στην ανάγνωση του Χάιντεγκερ, το δεινόν, η λέξη-κλειδί, έχει δύο νοήματα, δύο παραλλαγές μιας αρχέγονης βίας: πρώτον, το δεινόν είναι η ανθρώπινη τέχνη, η βίαιη και δημιουργική δύναμη του ανθρώπου, που φανερώνεται στη γνώση, στις δεξιότητες και τους θεσμούς που φτιάχνει για να επέμβει στη βία της φύσης. Δεύτερον, δεινόν είναι η πανίσχυρη δύναμη της δίκης, της τάξης και της δομής του Είναι και της φύσης που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος.
Η ανθρώπινη τέχνη συγκρούεται με τη δίκη. Ο άνθρωπος αντιστέκεται στη βία της τάξης τού Είναι, την αποσυναρμολογεί και στη σύγκρουση αυτή αναδύονται τα όντα, τα δέντρα, το ξέφωτο, οι πόλεις, ο ναός. Μ’ αυτή την αντιπαράθεση η ανθρωπότητα δημιουργεί τον εαυτό της και ανοίγει την ιστορία, την «τάξη του χρόνου».
Αργότερα ονομάσαμε τη σύγκρουση αυτή αντιπαράθεση της ελευθερίας (την τέχνη, δηλαδή, της ανθρώπινης γλώσσας και δράσης) με την αναγκαιότητα (η δίκη, δηλαδή η σταθερή φυσική και κοινωνική τάξη του κόσμου) ή της δικαιοσύνης με τον νόμο.
Ομως, η πανίσχυρη δύναμη της δίκης δεν μπορεί ποτέ να νικηθεί πλήρως. Ξαναρίχνει τον πολυμήχανο και κοσμογυριστή άνθρωπο (τον παντοπόρο της «Αντιγόνης») σε μια ύπαρξη αδιάβατη και αδιέξοδη (τον κάνει άπορο). Η υπαρξιακή καταστροφή, η αποτυχία στις προσπάθειές μας και ο θάνατος είναι οι αναπόδραστες προϋποθέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ανθρωπότητα δημιουργείται από την ατελεύτητη σύγκρουση ανάμεσα στη τέχνη και τη δίκη, τη δύναμη και τη συντριβή, την ελευθερία και την αναγκαιότητα. Πίσω από κάθε ανθρώπινο επίτευγμα ελλοχεύει ως προϋπόθεσή του η καταστροφή. Στο ψήγμα αποκαλείται αδικία – θρυμματισμός, εξάρθρωση, έλλειψη δικαιοσύνης.
Η αδικία είναι επομένως το θεμέλιο της δίκης. Η αίσθηση του αδίκου που κινητοποιεί τη βία της τέχνης κρίνει την αρχική αδικία και οδηγεί στην (προσωρινή) επανόρθωση της ιστορίας. Ακόμα παραπάνω: η εξάρθρωση υπερβαίνει κάθε πιθανή επανόρθωση και κινείται ατέρμονα «σύμφωνα με την τάξη του χρόνου».
Η τέχνη αποσαθρώνει τη δίκη, αλλά σύντομα γίνεται με τη σειρά της η νέα δίκη, που οδηγεί αναπόδραστα στην αδικία, την αίσθηση του αδίκου. Αυτή είναι η κίνηση της ιστορίας, η νιτσεϊκή «αιώνια επιστροφή».
Η αδικία είναι λοιπόν ο ατελείωτος αγώνας ανάμεσα στην τέχνη και τη δίκη, ανάμεσα στη συντακτική και τη συντεταγμένη εξουσία, στη δικαιοσύνη και τον νόμο, αλλά και το όριο ανάμεσα στα δύο, αυτό που κρατά διαχωρισμένες την ελευθερία και την αναγκαιότητα.
Η διαλεκτική ανάμεσα στη δίκη και την αδικία δεν οδηγεί λοιπόν στη σύνθεσή τους. Η αδικία δεν είναι το αντίθετο της δίκης· το άδικο δεν είναι το αντίθετο του δίκαιου· το να υποφέρει κάποιος από αδικία δεν είναι το λογικό αντίθετο του να διαπράττει αδικία. Η αδικία είναι το κενό ανάμεσα στη δικαιοσύνη και τη μη δικαιοσύνη, αλλά επίσης και η ακατάπαυστη και αδύνατη προσπάθεια γεφύρωσής του.
Αυτό εξηγεί γιατί η θεωρία της δικαιοσύνης είναι η παλαιότερη και η μεγαλύτερη αποτυχία της ανθρώπινης σκέψης. Από τον Ομηρο, τον Πλάτωνα και τη Βίβλο τα καλύτερα μυαλά και οι πιο φλογερές καρδιές προσπάθησαν να ορίσουν τη δικαιοσύνη.
Και απέτυχαν. Θα το ονομάσουμε το παράδοξο της δικαιοσύνης: η θεωρία της σκιάζεται πάντα από αβεβαιότητες και αντιφάσεις. Αλλά η αδικία γίνεται πάντα αισθητή ξεκάθαρα, αδιαμφισβήτητα και επιτακτικά. Αναγνωρίζουμε την αδικία κάθε φορά που τη συναντάμε.
Αλλά δεν ξέρουμε πού βρίσκεται η δικαιοσύνη. Κάθε θεωρία δικαιοσύνης που εφαρμόστηκε στην πράξη οδήγησε σύντομα στην αίσθηση αδικίας και μετά στην αντίσταση, στην εξέγερση, στην επανάσταση. Η ζωή αρχίζει με την αδικία και εξεγείρεται εναντίον της. Η σκέψη την ακολουθεί, ξεκινώντας με τον στοχασμό πάνω στη δικαιοσύνη και καταλήγοντας κάθε φορά σε ακόμα μία περίπτωση αδικίας. Ετσι κινείται η Ιστορία.
Σύγκρουση και θεσμοί
Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ επικαιροποιεί την αέναη σύγκρουση τέχνης και δίκης. Η δημοκρατία επιβιώνει, μας λέει, επειδή έχει ένα εγγενές εξεγερσιακό στοιχείο. Η νομιμοποίηση της εξουσίας εξαρτάται από τη δυνατότητα και την προθυμία των πολιτών να απορρίπτουν πολιτικές και να αντιστέκονται σε νόμους που αναπαράγουν την αδικία.
Η ιδιότητα του πολίτη αποκτά νόημα όταν, μέσω της ατομικής διαφωνίας και της συλλογικής αντίστασης, δημιουργείται μια συντακτική αντι-εξουσία, που συνεχώς αντιτίθεται και μπολιάζει τη θεσμική εξουσία. Ενα δημοκρατικό Σύνταγμα γίνεται αποτελεσματικό όταν εξαρτάται από την πρακτική της εξέγερσης.
Ετσι λοιπόν η ιδότητα του πολίτη είναι παράδοξη, «συγκρουσιακή ή άνευ νοήματος». Το δικαίωμα στην ανυπακοή και αντίσταση αποτελεί αυτό που η Χάνα Αρεντ ονόμασε το «δικαίωμα να έχεις δικαιώματα» ή το δικαίωμα του λαού να δημιουργεί δίκαιο.
Η σχέση σύγκρουσης και θεσμών παίρνει δύο μορφές. Η πρώτη είναι εξωτερική, οι δύο πόλοι παραμένουν αντίθετοι, ο ένας απωθεί τον άλλο. Εδώ βρίσκουμε τη γενεαλογία της δημοκρατίας. Από τη ρεπουμπλικανική θεωρία μέχρι τη φιλελεύθερη δημοκρατία η συγκρουσιακή και συντακτική δύναμη του λαού μένει έξω από κυβέρνηση και κράτος.
Οι λαϊκές αντιστάσεις και πρωτοβουλίες επιτρέπουν στη δημοκρατία να ανανεώνεται αποφεύγοντας τη σκλήρυνση της αυταρέσκειας. Αλλά ενώ για τον Μακιαβέλι η πίεση της «πλέμπας» δημιουργεί τη δημοκρατία, για τον Λοκ, τον Ρόουλς και τον Χάμπερμας δουλειά του κράτους είναι να βάζει όρια στη λαϊκή πρωτοβουλία και να αποτρέπει τις αντιστάσεις. Αλλά η σχέση λαϊκής δύναμης και θεσμών είναι επίσης εσωτερική, ο ένας πόλος διεισδύει στον άλλο.
Η σύγκρουση εισβάλλει στους θεσμούς όταν οι «ξεβράκωτοι», όπως η αντιπολίτευση αντιμετωπίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, οι αντιπρόσωποι των εργαζομένων και των πληβείων μπαίνουν στο κράτος. Αντίστροφα οι φορείς της συγκρουσιακής πολιτικής θεσμοποιούνται, φιάχνουν κόμματα, οργανώσεις, εκστρατείες.
Συνολικά όμως οι δύο πλευρές μένουν αντιμέτωπες. Αν υπάρξει σύγκλιση και σύμπτωση πληβείων και θεσμών, πέρα από τη συνεχή δράση της συντακτικής εξουσίας, η δημοκρατία τελειώνει. Η δημοκρατία χαρακτηρίζεται λοιπόν από αυτό που ο Ντελέζ ονόμαζε «διαζευκτική σύνθεση». Μια διαζευκτική σύνθεση συγκρουσιακής δυναμικής και θεσμικής λειτουργίας. Εδώ βρίσκεται σήμερα η σχέση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τις λαϊκές δυνάμεις. Αλλά γι’ αυτό στο επόμενο.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 16 Ιανουαρίου 2017.