Δίκαιο, πολιτική, δικαστές
Η ιστορία του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα χαρακτηρίζεται από μια σκληρή μάχη μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας. Οι μεγάλοι φιλελεύθεροι φιλόσοφοι ήταν αντίθετοι στην επέκταση του δικαιώματος ψήφου σε άκληρους ή αμόρφωτους πολίτες γιατί φοβούνταν ότι όταν οι δεύτεροι θα κέρδιζαν την εξουσία -μια και ήταν περισσότεροι- θα καταργούσαν ή θα περιόριζαν την ιδιοκτησία.
Η δημοκρατική πλευρά, από την άλλη, υποστήριξε το καθολικό δικαίωμα στην ψήφο, αγωνίστηκε για τη δημιουργία οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που από τη φύση τους είναι συλλογικά και ταξικά και οραματίστηκε τη μέλλουσα κοινωνική δικαιοσύνη.
Τον 20ό αιώνα οι δύο πλευρές συνδέθηκαν ιδεολογικά και θεσμικά με έναν γάμο ευκαιρίας από τον οποίο προέκυψε το κοινωνικό κράτος και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί το μπάσταρδο παιδί του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Από τον φιλελευθερισμό έχει υιοθετήσει την αρχή της αγοράς, που την επιβάλλει σε όλο μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας.
Καθώς το κράτος αποσύρεται από κρίσιμους τομείς κοινωνικής πολιτικής, πρέπει να γίνουμε μικροκαπιταλιστές του εαυτού μας και της οικογένειας. Να αγοράσουμε «μετοχές» για την παιδεία, την υγεία, την κοινωνικής μας πρόνοια. Αν πέσουμε έξω, χρεοκοπούμε, όπως και ο μικροέμπορας, και μένει η φιλανθρωπία σαν το μόνο δίχτυ ασφαλείας. Από τη σοσιαλδημοκρατία κληρονομεί το ισχυρό και παρεμβατικό κράτος.
Όχι για την προστασία των δικαιωμάτων αλλά για την καταστολή, την παρακολούθηση και την εξουθενωτική πειθάρχηση και τον έλεγχο της ζωής των πολιτών. Πρέπει να βάλουμε λοιπόν τη σχέση δικαίου και πολιτικής και τον ρόλο των δικαστών στο ιστορικό και σύγχρονο περιβάλλον της.
Δίκαιο, ιδιοκτησία, δικαιώματα
Οι ιδεολογικές διαφορές εμφανίζονται με έντονο τρόπο στο δίκαιο. Τα περιουσιακά δικαιώματα αποτελούν την πεμπτουσία και του φιλελευθερισμού και του νόμου. Η ιδιοκτησία υπήρξε ιστορικά το πρώτο ατομικό δικαίωμα και αποτέλεσε το μοντέλο για όλα τα ατομικά δικαιώματα που ακολούθησαν. Αυτή η χρονική και εννοιακή προτεραιότητα διατηρήθηκε στην ιστορία του δικαίου.
Οποτεδήποτε το περιουσιακό δικαίωμα ατόμων συγκρούεται με τα οικονομικά δικαιώματα συλλογικοτήτων, τα δικαστήρια τείνουν να παίρνουν το μέρος της ιδιοκτησίας. Ετσι, η περιουσία των κυρίων υπερίσχυσε της ελευθερίας των δούλων, η ελευθερία των συμβάσεων ανέτρεψε τους πρώτους νόμους για τον περιορισμό των ωρών εργασίας και την απαγόρευση της παιδική εργασίας στα αμερικανικά δικαστήρια τον 19ου αιώνα.
Τα σύγχρονα δικαστήρια επανειλημμένα υποστηρίζουν τα «ανθρώπινα» δικαιώματα πολυεθνικών ενάντια στα δικαιώματα πραγματικών ανθρώπων. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε στην πολυλογία για τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις (http://www.efsyn.gr/arthro/politikoi-filosofoi-kai-dikastes). Δεν οφείλονται αποκλειστικά, πιστεύω, στην ιδεολογία των δικαστών τις οποίες δεν μπορούμε να ξέρουμε.
Οι δομικές προτεραιότητες του φιλελεύθερου δικαίου αρκούν. Οταν ο Αρειος Πάγος αποφάσισε ότι η μακροχρόνια μη πληρωμή δεδουλευμένων δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή της εργασιακής σύμβασης, ακολουθούσε υπαρκτά επιχειρήματα που βγαίνουν μέσα από τις κρυφές ματιές επιθυμίας που η Δικαιοσύνη με τα δεμένα μάτια ρίχνει προς τους πλούσιους.
Ο κρατικός παρεμβατισμός περιβάλλεται ακόμη από νομικούς τύπους, παρ’ ότι με πολύ διαφορετική μορφή από αυτήν που υποθέτει η θεωρία του κράτους δικαίου. Από σύνολο γενικών κανόνων, το δίκαιο μεταμορφώθηκε σε μια σειρά λεπτομερών και εξειδικευμένων διατάξεων (πολλές προέρχονται εκ Βρυξελλών με υποτυπώδη κοινοβουλευτική ανάμειξη) από τη μια και γενικών αρχών και εξουσιοδοτήσεων από την άλλη. Αυτές επιδέχονται πολλές και αντιτιθέμενες ερμηνείες και δίνουν μεγάλη διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση που θα τις εφαρμόσει.
Η διάβρωση του τυπικού χαρακτήρα των κανόνων υποσκάπτει τη μεγαλύτερη επιτυχία του νεωτερικού δικαίου, τη διάκριση μεταξύ δικαίου, ηθικής και πολιτικής. Έτσι, μεγάλο μέρος του δικαίου δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως ενσάρκωση του κοινού καλού, ούτε ως ομοιογενές σώμα που ακολουθεί γενικές αξίες. Όποιος διαβάσει έναν μνημονιακό νόμο ή οποιονδήποτε άλλο των τελευταίων τριάντα χρόνων, διαπιστώνει ότι αντί για γενικούς κανόνες δικαίου έχουμε μια σειρά από λεπτομερείς, ανομοιογενείς, άνισες και πληθωρικές διατάξεις χωρίς εσωτερική συνοχή.
Φιλελεύθερη και κριτική θεωρία
Η άγνοια των αλλαγών στο δίκαιο βρίσκεται πίσω από την αντιπαράθεση για τις δικαστικές αποφάσεις. Για τους οπαδούς της νομικής παράδοσης, το πνεύμα του νόμου αναπτύσσει τη δική του εσωτερική λογική και έχει απαντήσεις για κάθε είδους κοινωνική, πολιτική και οικονομική διαμάχη.
Για την ακρίβεια, ρόλος του δικαίου είναι να μεταφράζει τις κοινωνικές συγκρούσεις σε τεχνικές διαφωνίες σχετικά με το νόημα και την ερμηνεία κανόνων και να τις μεταφέρει σε τεχνικούς των κανόνων, δικηγόρους και δικαστές, για να βρουν λύσεις και να κατευνάσουν τη διαμάχη, πετυχαίνοντας την κοινωνική ειρήνη. Η εσωτερική συνοχή και οι αξίες του νόμου επιτρέπουν να βρεθεί η σωστή απόφαση σε κάθε υπόθεση. Είναι θέμα λογικής και επιχειρηματολογίας.
Αλλά το δίκαιο δεν είναι ένα σύνολο κανόνων ενσωματωμένων σε ένα «ιερό κείμενο». Ο λεγκαλισμός και ο συνταγματικός φετιχισμός, τόσο έντονοι στην ελληνική νομική επιστήμη, παραποιούν την πρακτική της υπερτονίζοντας τον ορθολογικό της χαρακτήρα. Υποβιβάζουν έτσι τη δημιουργική και γι’ αυτό πολιτική, ιδεολογική, ηθική ή αισθητική συμβολή των δικαστών. Στο δίκαιο δεν υπάρχουν σωστές απαντήσεις· όταν ένας νομικός διατυπώνει μια επαγγελματική γνώμη για τη συνταγματικότητα ενός νόμου, παρουσιάζει ένα ανασκευάσιμο επιχείρημα και όχι την αλήθεια.
Ούτε υπάρχουν ουδέτερα κριτήρια για τον σχηματισμό κρίσεων και αποφάσεων. Το δίκαιο προσφέρει ένα «επαγγελματικό λεξιλόγιο» και τρόπο ομιλίας που χρησιμοποιείται από ανθρώπους με παρόμοιο τρόπο σκέψης για τη διαχείριση διαφωνιών. Στο τέλος όλων των δύσκολων υποθέσεων το δικαστήριο αποφασίζει με ψηφοφορία. Η αρχή της πλειοψηφίας, και όχι αναγκαστικά το καλύτερο επιχείρημα, επικρατεί, κάτι που ο Άρειος Πάγος θεώρησε αντισυνταγματικό όταν εφαρμόστηκε στην επιλογή των διευθυντών σχολείων.
Οι θέσεις αυτές είχαν αναπτυχθεί από το κίνημα Κριτικών Νομικών Σπουδών. Σε γενικές γραμμές, το δίκαιο δεν μπορεί να διακρίνεται από την πολιτική, ούτε λειτουργεί ως ουδέτερος διαιτητής.
Η πολιτική, η εξουσία και η ιδεολογία αποτελούν αναπόδραστο κομμάτι της λειτουργίας του. Τα νομικά κείμενα γεμάτα αντιφατικές έννοιες -ον και δέον, κανόνας και εξαίρεση, δημόσιο και ιδιωτικό, ελευθερία και καθορισμός- επιτρέπουν σε καλούς ρήτορες να φτάνουν σε αντίθετες αποφάσεις με εξίσου πειστική επιχειρηματολογία. Για παράδειγμα, το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικεύει υπερβολικά αναδεικνύοντας τις ομοιότητες μεταξύ των ανθρώπων, αλλά, ταυτόχρονα, εξειδικεύει υπερβολικά εστιάζοντας στα άτομα και τα δικαιώματά τους και υποβιβάζοντας τις συλλογικότητες και τις τάξεις.
Οι τύποι δικαστών λοιπόν βρίσκονται σε ένα φάσμα. Στη μια άκρη, αυτοί που ερμηνεύουν τα νομικά κείμενα «γραμματικά», ακολουθώντας κυριολεκτικά τις λεκτικές διατυπώσεις. Στη μέση, δικαστές που ερμηνεύουν πιο δημιουργικά και με κάποια αυτονομία σε ορισμένα νομοθετικά πεδία. Στο τέλος, βρίσκεται ο δικαστής που γίνεται ανοιχτά νομοθέτης, καθώς οι ρίζες του ως ερμηνευτή έχουν από καιρό ξεπεραστεί από τη φύση της νομοθεσίας και την υποτιθέμενη ευθύνη να υπερασπίζεται το -κατά την άποψή του- δημόσιο συμφέρον.
Όταν η δικαστική λειτουργία είναι αμιγώς τεχνική, χρειαζόμαστε μόνο τεχνοκράτες νομικούς ή, καλύτερα, γλωσσολόγους. Αλλά η νομολογία που δεν παίρνει υπόψη το κοινωνικό περιβάλλον και τις γενικές επιπτώσεις της απόφασης είναι ανόητη. Οι δικαστές λειτουργούν υποχρεωτικά σήμερα, είτε το αναγνωρίζουν είτε όχι, ως δημιουργοί κανόνων και πολιτικοί παράγοντες. Η επιλογή είναι μεταξύ προσχηματικής «αντικειμενικότητας» και συνειδητής λογοδοσίας. Αλλιώς το κράτος δικαίου γίνεται σύνταγμα των ανόητων ή των ανεύθυνων.
1 Κώστας Δουζίνας, «Το Τέλος των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου». 2 Κώστας Δουζίνας, «Ριζοσπαστική πολιτική και νομική φιλοσοφία».
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 17 Ιουλίου 2017.