Ο Τραμπ, ο Ολάντ και η Μέι υποστήριξαν ότι οι πρόσφατοι βομβαρδισμοί της Συρίας ήταν νόμιμοι και απαραίτητοι για να τιμωρήσουν τη χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς Ασαντ και να προστατεύσουν τον συριακό λαό από ανθρωπιστική καταστροφή. Η Νέα Δημοκρατία έτρεξε να επιδοκιμάσει τους βομβαρδισμούς.
Αλλά παρ’ ότι συνεχώς επικρίνει την κυβέρνηση γιατί την εξωτερική της πολιτική που πρέπει να στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο, δεν φαίνεται να κοίταξε πρόσφατα τα κιτάπια του. Γιατί όπως συμφωνούν σχεδόν όλοι οι καθηγητές του είδους, οι βομβαρδισμοί δεν είχαν καμία νομική βάση.
Ας δούμε σύντομα τα νομικά επιχειρήματα. Η Συνθήκη για τα Χημικά Οπλα του 1997 δεν προβλέπει τη χρήση στρατιωτικών κυρώσεων. Σε περίπτωση χρήσης χημικών όπλων, αποστέλλεται αντιπροσωπεία του Οργανισμού για την Απαγόρευση των Χημικών Οπλων για να διερευνήσει τις καταγγελίες.
Σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να συγκληθεί η Γενική Συνέλευση ή το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Αντιπροσωπεία του Οργανισμού είχε μεταβεί στη Συρία, αλλά οι βομβαρδισμοί διέκοψαν το έργο της. Ο δεύτερος ισχυρισμός είναι ότι ο βομβαρδισμός αποτελεί «ανθρωπιστική επέμβαση» για προστασία του πληθυσμού, κάτι ανάλογο με τον πόλεμο στο Κόσοβο ή το Ιράκ. Παρ’ ότι οι «έξυπνες» βόμβες είναι η πιο μεταμοντέρνα οπλική τεχνολογία, η προσπάθεια δικαιολόγησής τους μας γυρίζει σε μια παμπάλαιη πρακτική, τον «δίκαιο πόλεμο» (bellum justum).
Οι ηγέτες ξέρουν πόσο σημαντικό είναι να προστίθενται υψηλές αρχές σε ταπεινούς στόχους και ηθικές αξίες σε δολοφονικές εκστρατείες. Από την Ιλιάδα μέχρι τις αθηναϊκές αγριότητες στη Μήλο και στη Μυτιλήνη, τις Σταυροφορίες και το Ιράκ, βασιλιάδες και στρατηγοί παρουσιάζουν τον πόλεμό τους ηθικά δικαιολογημένο και των εχθρών τους απόλυτα κακό. Οπως έγραφε ο «πολεμικός ποιητής» Γουίνταμ Λιούις, «μα ποιος πόλεμος που έγινε ποτέ ήταν άδικος, εκτός βέβαια από αυτόν που κάνει ο εχθρός;».
Μια σύντομη ιστορία του δίκαιου πολέμου
Ο δίκαιος πόλεμος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Ρώμη. Ορισμένες θρησκευτικές τελετουργίες και νομικές ρυθμίσεις έπρεπε να γίνουν πριν από τη μάχη για να καταπραΰνουν τους θεούς και να δώσουν τη νίκη. Η Καθολική Εκκλησία τελειοποίησε τη θεωρία στην προσπάθειά της να υπηρετήσει τον Καίσαρα χωρίς να εγκαταλείψει εντελώς τις υποχρεώσεις της στον Θεό. Ο δίκαιος πόλεμος επανορθώνει αδικίες, κηρύσσεται από νόμιμη εξουσία, αποτελεί ύστατο μέσο και έχει δίκαιο σκοπό (justa causa). Είναι πόλεμος αμυντικός που γίνεται για να αποκαταστήσει μια αδικία ή εχθρική κατάκτηση.
Η πολιτική θεολογία ασχολήθηκε με τη δικαιοσύνη του πόλεμου (jus ad bello), όχι όμως και με τα μέσα του. Το ιερό καθήκον τιμωρίας των απίστων δικαιολόγησε τη βία των Σταυροφοριών, τις γενοκτονίες των Ινδιάνων, των ιθαγενών και των Αβορίγινων και, αργότερα, τις αγριότητες των θρησκευτικών πολέμων, οι οποίες δεν είχαν όρια, μια και οι δύο πλευρές υπερασπίζονταν την «αληθινή» πίστη.
Μετά την κατάρρευση της μεσαιωνικής τάξης και την εμφάνιση του «Ευρωπαϊκού Δημόσιου Δικαίου» στον 17ο αιώνα, το δίκαιο εγκατέλειψε την προσπάθεια ορισμού του δίκαιου σκοπού. Με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, ο πόλεμος ανάμεσα σε δύο Ευρωπαίους βασιλιάδες έγινε αυτόματα δίκαιος επειδή οι αντιμαχόμενοι ήταν τυπικά ισότιμοι ηγεμόνες.
Η έμφαση μετατοπίστηκε στην ανάπτυξη ενός λεπτομερούς δικαίου του πόλεμου (jus in bello), νομικών κανόνων που ρυθμίζουν τη διεξαγωγή του -τα όπλα, τους στόχους, την αντιμετώπιση των αμάχων και των ομήρων- χωρίς να επιβαρύνουν υπερβολικά τους εμπολέμους. Οι αρχές της «διάκρισης» και της «αναλογικότητας» προσπαθούν να περιορίσουν τα καταστροφικά αποτελέσματα της στρατιωτικής δράσης και να προστατεύσουν τους αμάχους.
Στον πόλεμο εναντίον των «αγρίων» έξω από την Ευρώπη όμως το jus in bello δεν ίσχυε. Μια ευρωπαϊκή «γραμμή φιλίας» επέτρεπε έναν βαθμό εκπολιτισμού της σύγκρουσης στα μητροπολιτικά εδάφη. Αλλά στα νέα εδάφη, η ευρωπαϊκή βαρβαρότητα ήταν απεριόριστη. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε η έννοια του «εσωτερικού εχθρού», πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που αμφισβητούν την κονωνικο-πολιτική τάξη.
Μια και δεν διαθέτουν κρατική υπόσταση δεν μπορούν να επικαλεστούν τους περιορισμούς του διεθνούς δικαίου. Αντιμετωπίζονται λοιπόν ως απόλυτοι εχθροί, που μπορεί η κυβέρνηση να εξοντώσει νόμιμα. Η αντιμετώπιση των εσωτερικών «εχθρών» είναι πιο βάναυση από εκείνη των εξωτερικών εχθρών. Στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό όλοι οι εχθροί είναι εν δυνάμει εσωτερικοί.
Στη νεωτερικότητα, ο πόλεμος αποτελεί την υπέρτατη έκφραση της κυριαρχίας. Είναι πατέρας κρατών και δικαίου, η στιγμή που ο κυρίαρχος δείχνει την παντοδυναμία του αναστέλλοντας τον νόμο. Η βία βρίσκεται στα θεμέλια του δικαίου και στην καρδιά του κράτους σαν φάντασμα που κάθε τόσο αναδύεται για να απαιτήσει τους τόκους του.
Από τον δίκαιο πόλεμο στην «ευθύνη προστασίας»
Ο 20ός αιώνας άλλαξε κάπως την εικόνα. Η δίκη της Νυρεμβέργης εισήγαγε την αρχή ότι ο σχεδιασμός και η διεξαγωγή επιθετικού πολέμου αποτελεί έγκλημα. Ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών διακρίνει τους επιθετικούς από τους αμυντικούς πολέμους και εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο Ασφαλείας να επιβάλει οικονομικές και στρατιωτικές κυρώσεις εναντίον των πρώτων. Ο ΟΗΕ ενσωμάτωσε ένα νέο είδος ηθικής στο δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα· ήταν όμως ένας γάμος ευκαιρίας. Η μεταπολεμική τάξη διακήρυττε την πίστη της στα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά σχιζοφρενικά ενίσχυσε και το απαραβίαστο της κυριαρχίας με την αρχή της μη επέμβασης στα εσωτερικά των κρατών.
Μετά την πτώση του κομμουνισμού και τη λήξη του ψυχρού πόλεμου τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο ανθρωπισμός έγιναν η παγκόσμια ιδεολογία μετά το «τέλος των ιδεολογιών». Ετσι εμφανίστηκε η καινοτόμα αλλά και παμπάλαιη ιδέα του «ανθρωπιστικού πολέμου» που θα προστάτευε τους λαούς από τις δολοφονικές τους κυβερνήσεις. Η Βοσνία και το Κόσοβο ήταν τα πρώτα παραδείγματα του νέου στρατιωτικού ανθρωπισμού.
Μετά το Κόσοβο και τον βομβαρδισμό της Σερβίας, που έγιναν χωρίς τη νομικά απαραίτητη εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, Δυτικοί νομικοί υποστήριξαν ότι ο πόλεμος ήταν «παράνομος αλλά ηθικά αναγκαίος» και πρέπει να νομιμοποιηθεί.
Ο ΟΗΕ υιοθέτησε έτσι το 2005 την αρχή της «ευθύνης προστασίας» (responsibility to protect, R2P) πληθυσμών από τα εγκλήματα των κυβερνήσεών τους. Θα την εξασκούν πρόθυμα μεγάλα κράτη αλλά με την απαραίτητη εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η «ανθρωπιστική» επέμβαση στη Λιβύη ήταν η πρώτη χρήση του νέου θεσμού. Παρά τις σαφείς εντολές του Συμβουλίου Ασφαλείας, η επέμβαση οδήγησε στην ανατροπή του καθεστώτος και στο σημερινό χάος.
Ο θεσμός απέτυχε στην πρώτη χρήση του. Ετσι το 2013 και πρόσφατα το Συμβούλιο Ασφαλείας απέρριψε την αίτηση των δυτικών κυβερνήσεων για «ανθρωπιστική» επέμβαση στη Συρία. Γυρίσαμε λοιπόν στον προνεωτερικό δίκαιο πόλεμο, όπου οι ισχυροί επεμβαίνουν όποτε θέλουν και χρησιμοποιούν τον ανθρωπισμό σαν ηθικό φύλλο συκής.
Ο πόλεμος, οι βομβαρδισμοί, οι σκοτωμοί δεν μπορεί να είναι «ανθρωπιστικοί» ή ηθικοί. Αλλά και το δίκαιο απέτυχε να δώσει λύσεις σε δύσκολα πολιτικά διλήμματα. Δεν υπάρχει γενικά αποδεκτή απάντηση στη δίκαιη χρήση της βίας. Ο Τραμπ αποκάλεσε τον Ασαντ «τέρας». Η ιστορία του δίκαιου πολέμου δείχνει ότι Θεός και Σατανάς, το καλύτερο και το χειρότερο, βρίσκονται και τα δύο μέσα μας.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 23 Απριλίου 2018.