Ο χρόνος δεν είναι ούτε ενιαίος ούτε ομοιόμορφος, μια διαδοχή από «τώρα». Η ζωή μας ξετυλίγεται σε αλληλοεπικαλυπτόμενους χρονικούς κύκλους, άλλους μικρούς και πυκνούς, άλλους μακρείς και αργόσυρτους.
Πάρτε για παράδειγμα κάποιον που ετοιμάζεται για εξετάσεις τον επόμενο μήνα, προπονείται για ένα πρωτάθλημα κολύμβησης που θα γίνει σ’ έναν χρόνο, ενώ για αρκετά χρόνια γράφει ένα μυθιστόρημα. Ο άνθρωπος αυτός ζει ταυτόχρονα σε τρεις ομόκεντρους κύκλους με ξεχωριστούς στόχους. Οταν οι χρόνοι και οι στόχοι μπαίνουν σε τροχιά σύγκρουσης, τότε πρέπει να τους ιεραρχήσει δίνοντας προτεραιότητα σε κάποιον και υποβιβάζοντας προσωρινά τους άλλους. Ο προσωπικός και πολιτικός χρόνος είναι λοιπόν πολυδιάστατος και διασπασμένος.
Οι βουλευτές, οι υπουργοί και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ ζουν ταυτόχρονα σε τρεις χρονικούς κύκλους. Ο μικρότερος, πυκνότερος και πιο τραυματικός, ήταν ο κύκλος των μνηνονίων 2015-2018. Η κυβέρνηση υποχρεώθηκε μετά τον συμβιβασμό να νομοθετήσει και να υλοποιήσει πολιτικές με τις οποίες η Αριστερά ήταν και παραμένει ιδεολογικά αντίθετη.
Ο κύκλος αυτός ολοκληρώνεται με την έξοδο από τα μνημόνια. Ο δεύτερος ξεκίνησε σταδιακά με το «παράλληλο» πρόγραμμα και βρίσκεται σε πλήρη ανέλιξη με τις πρώτες μεταμνημονιακές πολιτικές. Είναι ο κύκλος του κοινωνικού μετασχηματισμού που πηγαίνει από το 2019 μέχρι το τέλος της επόμενης Βουλής. Τέλος, ο τρίτος κύκλος είναι ο μακρύς και αργός χρόνος του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Ξεκίνησε το 2015 και προχωράει στο μέλλον χωρίς κατάληξη ή τέρμα. Αυτό που συνέβη (το μνημόνιο της λιτότητας) και αυτό που μέλλει να συμβεί (η ριζοσπαστική ισοδημοκρατία) δημιουργούν το έδαφος όπου εκτυλίσσεται το παρόν.
Τελειώνει λοιπόν ένας πολιτικός κύκλος και αρχίζει ένας άλλος. Η αντιστοίχηση εκλογικής νίκης με την ιδεολογική αποδοχή και η δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών αποτελούν το στοίχημα της Αριστεράς. Οι ιδέες, τα σχέδια, οι πρωτοβουλίες των επόμενων μηνών θα καθορίσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και θα προετοιμάσουν τους νέους. Πρέπει να μάθουμε και από τις επιτυχίες και από τα λάθη μας.
Οι εκλογικές νίκες της Αριστεράς από το 2012 μέχρι το 2015 δεν μετατράπηκαν σε ιδεολογική ηγεμονία. Αντίθετα, φαίνεται ότι το κόμμα υποχώρησε, τα μέλη δεν αυξήθηκαν σε αναλογία με την εκλογική του δύναμη, το ιδεολογικό αποτύπωμα παραμένει ισχνό. Ολοι έχουμε μέρος της ευθύνης. Εγκαταλείψαμε τη θεωρία και αφήσαμε το κόμμα να ατροφήσει. Η Αριστερά ήταν πάντα η σκέψη στην πράξη.
Πράξη χωρίς θεωρία καταλήγει σε βολονταρισμό. Στον δρόμο προς την κυβέρνηση έλειψε η ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και του συσχετισμού δύναμης. Η κυβέρνηση έμαθε σταδιακά και με δυσκολία πώς να αντιμετωπίζει τα προβλήματα, αλλά η αδιαφορία προς τις μεγάλες πηγές και πόρους της Αριστεράς κόστισε. Πολλές φορές κυβερνητικές αλλά και κομματικές επιλογές ακολούθησαν έναν τακτικισμό και κακώς εννοούμενο ρεαλισμό.
Οραμα και αξίες
Χρειαζόμαστε λοιπόν νέες ιδέες, πρόγραμμα και πρακτικές σε τρία κρίσιμα επίπεδα. Πρώτα, ένα νέο όραμα, έναν λόγο συναρπαστικό, ρυθμιστικό και κατευθυντήριο. Δεύτερο, μια ξεκάθαρη και αποτελεσματική στρατηγική, που συντονίζει τις δράσεις και εξειδικεύει το όραμα σε πολιτικές. Τέλος, το κόμμα ως ενεργό πολιτικό υποκείμενο πρέπει να ανασυνταχθεί για να γίνει ο συλλογικός διανοούμενος των εργαζομένων.
Η έμφαση στη βελτίωση της «καθημερινότητας» αποτελεί κεντρική ευθύνη της κυβέρνησης στην πρώτη μεταμνημονιακή περίοδο. Οι δυσλειτουργίες, αστοχίες και ακηδίες που μας ταλαιπωρούν συνδέουν μακροχρόνια προβλήματα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας με τις πρόσφατες μνημονιακές πληγές.
Αλλά αν η βελτίωση της καθημερινής ζωής γίνει η αποκλειστική μας μέριμνα, τότε χάνουμε την ειδοποιό διαφορά της Αριστεράς. Η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, η δημιουργία ενός αποτελεσματικού, αξιοκρατικού, μη κομματικού κράτους αποτελούν επαναστατικό καθήκον. Πρέπει να επισκευάσουμε το «αστικό» κράτος που το κρατούσαν όμηρο οι αστοί για να το χρησιμοποιούν ως κομματικό φέουδο. Αλλά δεν αρκεί. Δεν αποτελούν οι αριστεροί απλούς διαχειριστές της εξουσίας, ούτε εκσυγχρονιστές που πετυχαίνουν όπου απέτυχαν οι προηγούμενοι.
Χρειαζόμαστε μια νέα ρεαλιστική ουτοπία που θα γίνει έμπνευση και ορίζοντας της καθημερινότητάς μας. Πρέπει να επαναδιατυπώσουμε και να αναδείξουμε τις καθολικές αρχές και δεσμεύσεις όπως αναδύονται μέσα από τη μερικότητα της ζωής μας. Πρέπει να βρούμε στο καθημερινό το σπέρμα του ιδεατού. Η δίκαιη ανάπτυξη είναι καλό σύνθημα, αλλά δεν σημαίνει πολλά χωρίς εξειδίκευση, επέκταση και συνεχή σύνδεση με αξίες.
Ας συμφωνήσουμε ότι όραμά μας παραμένει η πορεία προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, προς την ισότητα και τη δημοκρατία. Είναι ο αγώνας για τη συνεχή μείωση των ανισοτήτων, για να γίνει η δημοκρατία μορφή ζωής παντού, στην οικονομία, την κοινωνία, τον πολιτισμό, τις προσωπικές σχέσεις. Οι εκλογές δεν είναι ο απώτερος στόχος μας, αλλά ένα πρώτο ενδιάμεσο βήμα, μια που οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα είναι μακροπρόθεσμες. Ο σοσιαλισμός είναι ο ορίζοντάς μας, κάτι που όσο τον πλησιάζουμε τόσο απομακρύνεται. Πρέπει να εκτιμούμε συνεχώς τις νέες ανάγκες και αιτήματα και να επαναπροσδιορίζουμε σκοπούς και μέσα.
Είμαστε στην αρχή μιας μεγάλης πορείας, κάθε βήμα αλλάζει τον προορισμό, εφαρμόζοντας και εξειδικεύοντας τις γενικές αρχές, αλλά και τα υποκείμενα. Δεν θα αναφωνήσουμε ποτέ «φτάσαμε, έχουμε ισότητα και δημοκρατία». Αν πιστεύουμε ότι ξέρουμε σήμερα πού θα πάμε και τι θα γίνουμε, καλύτερα να τα εγκαταλείψουμε. Η ιστορία δεν γράφεται με σιγουριά και εγγυήσεις, αλλά με αγώνες. Παίρνεις ρίσκα, αποτυγχάνεις, προσπαθείς ξανά, αποτυγχάνεις καλύτερα, σιγά σιγά μαθαίνεις πώς να πετυχαίνεις. Ο πειραματισμός και οι αποτυχίες προετοιμάζουν τις νίκες.
Αλλά η ευθύνη της Αριστεράς είναι γενικότερη. Πρέπει να αντισταθούμε και να αντιστρέψουμε την «πνευματική μιζέρια» που μας περικυκλώνει και εκφράζεται καθημερινά από συστημικές εφημερίδες και τηλεοράσεις. Χαρακτηριστικά της, η επίθεση στο κοινωνικό ήθος -το ονομάζω σχηματικά τα 3Φ, φιλία, φιλοτιμία, φιλοξενία, ή συλλογικότητα, αγωνιστικότητα, αλληλεγγύη-, η στροφή προς έναν επιθετικό ατομισμό, τον κυνισμό και τον μηδενισμό που χαρακτηρίζουν ιστορικά τους «ιδιοκτήτες» της εξουσίας.
Η αντιστροφή της ανθρωπιστικής κρίσης, τα πρώτα μπουμπούκια της οικονομικής ανάπτυξης, οι επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική δεν μπορούν να αντιστρέψουν το αξιακό έλλειμμα. Μια Αριστερά χωρίς ενεργό όραμα, με το εγγενές ηθικό και αισθητικό του στοιχείο, μπορεί εύκολα να γλιστρήσει σ’ έναν οικονομισμό, διαφορετικό στο περιεχόμενο αλλά ομόλογο κάθε μορφής που ιεραρχεί πρώτη αποκλειστικά την οικονομία.
Το μακροπρόθεσμο μέλλον της χώρας θα παιχτεί στον χώρο της αξιακής αντιπαράθεσης, στον αγώνα των ιδεών και του ήθους. Πρέπει να φανταστούμε, να προγραμματίσουμε και να ξεκινήσουμε μια νέα πνευματική αναγέννηση, απαραίτητη σύντροφο της δίκαιης ανάπτυξης. Θα συνεχίσουμε στα επόμενα.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2018.