Στη συζήτηση της Βουλής για τον εκλογικό νόμο έλειψαν αναφορές στις αξίες και τη δημοκρατία. Η αντιπαράθεση έγινε σχηματικά, με επαναλαμβανόμενα τα επιχειρήματα περί της «αναλογικότητας» της αντιπροσώπευσης από τη μία πλευρά και της «κυβερνησιμότητας» από την άλλη.
Το εκλογικό σύστημα και ο εκλογικός νόμος αποτελούν βέβαια σημαντικό συστατικό της συνταγματικής τάξης και της δημοκρατίας. Αλλά με την περιδίνηση γύρω από δύο αριθμούς –το μπόνους των 50 εδρών και η ψήφος στα 17– χάσαμε την ευκαιρία να εμβαθύνουμε στη σύγχρονη λειτουργία και θεωρία της δημοκρατίας. Ετσι, περιορίστηκε η επιχειρηματολογία στις συνταγματικές αναζητήσεις των αρχών του 20ού αιώνα.
Να αρχίσω με μία γενική παρατήρηση. Η γλώσσα δεν αποτελεί καθρέφτη ή ουδέτερο εργαλείο που αποτυπώνει με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια την πραγματικότητα. Αντίθετα, η πραγματικότητα ανοίγεται μέσα από τη γλώσσα που διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον κόσμο.
Η γλώσσα είναι μορφή ζωής, έλεγε ο Βιτγκενστάιν, δεν μιλάμε τη γλώσσα αλλά η γλώσσα μάς «μιλάει», ο Χάιντεγκερ. Οποιος έχει ζήσει σε ξένη χώρα ξέρει ότι η καλή χρήση της γλώσσας της είναι ο μόνος δρόμος για να καταλάβουμε τον τρόπο ζωής και να ζήσουμε όπως οι ντόπιοι.
Οι Ινουιτ της Αλάσκας, λέει ο ανθρωπολόγος Φρανζ Μπόας, έχουν πολλές δεκάδες λέξεις για το χιόνι, διακρίνοντας διάφορες αποχρώσεις του άσπρου που οι Δυτικοί δεν βλέπουν. Ετσι μπορούν να επικοινωνούν με ακρίβεια αλλά και να ελέγχουν το χιονισμένο περιβάλλον τους χρησιμοποιώντας λεπτές γλωσσικές αποχρώσεις.
Το ίδιο συμβαίνει με τον εκλογικό νόμο. Η συζήτηση στη Βουλή στηριζόταν στην άρρητη υπόθεση ότι το εκλογικό σύστημα (πρέπει να) απεικονίζει, περισσότερο ή λιγότερο ακριβώς, μια προϋπάρχουσα πολιτική πραγματικότητα. Αλλά, όπως και η γλώσσα, το εκλογικό σύστημα δεν είναι ένα ουδέτερο εργαλείο, δεν αντικατοπτρίζει τι υπάρχει ανεξάρτητα και πριν από την εκλογική διαδικασία.
Αντίθετα, ο εκλογικός νόμος παρεμβαίνει στην κοινωνία και δημιουργεί ή μεταμορφώνει το πολιτικό πεδίο. Η κοινωνική, ιδεολογική ή κομματική ισορροπία δημιουργείται μέσα και από το εκλογικό σύστημα που επιτρέπει ή απαγορεύει σε ιδεολογίες και συμφέροντα μικρών ομάδων να μπουν στη διαβούλευση των εκλογών και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.
Ας δούμε πώς εγγράφονται οι εκλογές στη γενικότερη δημοκρατική διαδικασία. Η θεωρία της δημοκρατίας ξεκινάει με το έργο του Ζαν-Ζακ Ρουσό «Κοινωνικό Συμβόλαιο», όπου κάνει διάκριση μεταξύ του res public (κοινό «πράγμα») ή republique, που εμπνέεται από την κλασική Αθήνα, και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Στη republique η εξουσία ασκείται αμεσοδημοκρατικά από τους πολίτες, που παίρνουν αποφάσεις για όλα τα θέματα με λαϊκές συνελεύσεις, δημόσιο διάλογο και κοινές αποφάσεις. Αντίθετα, στην αντιπροσωπευτική οι πολίτες είναι απόντες, δεν «προσωπεύονται» αλλά αντι-προσωπεύονται. Αποτελεί, λοιπόν, το αντιπροσωπευτικό σύστημα αριστοκρατική μορφή εξουσίας, λέει ο Ρουσό, μια και οι αντιπρόσωποι αποτελούν μια μικρή μειοψηφία.
Τεχνικοί αλλά και ιδεολογικοί λόγοι οδήγησαν στην επικράτηση της αντιπροσωπευτικής εκδοχής της δημοκρατίας. Κανονιστικό της θεμέλιο αποτελεί η αρχή της «δημοκρατικής αυτονομίας». Ολοι οι πολίτες είναι ηθικά και νομικά ίσοι και, δεύτερον, θεωρούνται ικανοί να δρουν αυτόνομα, δηλαδή να δίνουν τον νόμο στον εαυτό τους ατομικά και συλλογικά μέσω αντιπροσώπων.
Πώς όμως εφαρμόζεται η αρχή αυτή στον ύστερο καπιταλισμό; Στις εκλογές πετυχαίνουμε δύο πράγματα: Επιλέγουμε πρώτα εκπροσώπους των ιδεών και συμφερόντων μας. Δεύτερον, συμμετέχουμε, μέσω των βουλευτών, στη δημιουργία κυβέρνησης. Αλλά οι βασικές αυτές αρχές έχουν διάφορες ιδεολογικές ερμηνείες.
Σύμφωνα με τη «ρεαλιστική» θεωρία, πρωταρχική λειτουργία των εκλογών είναι η επιλογή κυβέρνησης. Οι κοινωνίες είναι πολύπλοκες, τα προβλήματα εξαιρετικά δύσκολα, η πάλη των τάξεων τελείωσε και οι κοινωνικές εντάσεις έχουν μειωθεί.
Μόνο ειδικοί και τεχνοκράτες έχουν τις σωστές απαντήσεις στα μεγάλα οικονομικά, κοινωνικά, αναπτυξιακά και περιβαλλοντικά προβλήματα της εποχής μας. Δεν πρέπει να μπαίνουν λοιπόν σε διαβούλευση και ψήφιση, μια και ο λαός κάνει λάθη.
Ως αποτέλεσμα, η Κεντροδεξιά και η Κεντροαριστερά συγκλίνουν στο «ακραίο» Κέντρο και προωθούν τεχνοκρατικές ή οικουμενικές κυβερνήσεις. Η συμμετοχή των πολιτών αποθαρρύνεται, η εκλογική αποχή μεγαλώνει, το πολιτικό σύστημα και οι πολιτικοί απομακρύνονται από την κοινωνία και γίνονται μια κάστα με μικρές εσωτερικής διαφορές.
Λένε σωστά λοιπόν οι πολίτες «Ολοι είναι ίδιοι»: είτε μπλε είτε πράσινο ψηφίσεις, παίρνεις πάντα το ίδιο αποπνικτικό γκρι. Ετσι, η «κυβερνησιμότητα», μια έννοια που δεν εμφανίζεται στη θεωρία της δημοκρατίας, γίνεται κεντρικός πυλώνας της δεξιάς ιδεολογίας.
Αρχιζα τις διαλέξεις Συνταγματικού Δίκαιου στη Βρετανία, που δεν έχει γραπτό Σύνταγμα και βασική αρχή αποτελεί η κοινοβουλευτική και όχι η λαϊκή κυριαρχία, λέγοντας ότι οι πολίτες είναι «κυρίαρχοι» μόνο τα λίγα δευτερόλεπτα κάθε πέντε χρόνια που χρειάζονται για να βάλουν τον σταυρό στο ψηφοδέλτιο.
Οπως προέβλεψε ο Ρουσό, οι βουλευτές δεν αντιπροσωπεύουν τους πολίτες με τις διαφορές και τις συγκρούσεις τους, αλλά γίνονται μια εκλεγμένη αριστοκρατία με βασική λειτουργία να επιλέγει κυβερνήσεις και να τις υπηρετεί υπάκουα.
Η θεωρία της δημοκρατίας περιγράφει αλλά και συνεισφέρει έτσι στη «μεταδημοκρατική» συνθήκη της εποχής, στην επιβολή των τεχνοκρατών επί των πολιτικών και στην παραπέρα υποβάθμιση της δημοκρατίας.
Αλλά η, κατά τον Ρουσό, έννοια της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης και αυτονομίας επέστρεψε στις πρόσφατες παγκόσμιες αντιστάσεις και στη «συμμετοχική» και τη «διαβουλευτική» (deliberative) θεωρία της πολιτικής φιλοσοφίας. Η πρώτη υποστηρίζει την εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας και στο αντιπροσωπευτικό και το κοινωνικό επίπεδο.
Από τα δημοψηφίσματα, τη δυνατότητα ανάκλησης βουλευτών και τη λαϊκή απόρριψη νόμων μέχρι την κοινωνική οικονομία και τις αυτοδιοικητικές λαϊκές συνελεύσεις σε συνοικίες και γειτονιές, η άμεση δημοκρατία επιστρέφει και μπολιάζει με νέα (και ταυτόχρονα την πιο αρχαία) δυναμική την απισχνασμένη δημοκρατία μας.
Για τη «διαβουλευτική» θεωρία, η δημοκρατία δεν είναι απλώς μηχανισμός πρόσθεσης ψήφων και επιλογής ελίτ. Αντίθετα, βασική λειτουργία της είναι η καλλιέργεια της πολιτικής κρίσης των πολιτών με τη θεσμοποίηση διαδικασιών στοχασμού και αναστοχασμού περί των κοινών.
Το προσωπικό συμφέρον ή η ιδεολογία από την οποία ξεκινάμε όλοι μπαίνει έτσι σε διάλογο και δημιουργεί την έννοια του κοινού καλού. Η λειτουργία των εκλογών, ως μέρους του δημοκρατικού ιδεώδους, είναι να προωθούν την πολύπλευρη λαϊκή συμμετοχή και να βοηθούν στην καλλιέργεια της ατομικής και συλλογικής πολιτικής κρίσης.
Αξιακά, λοιπόν, η δημοκρατία βάζει πρώτα την αυτονομία και μετά την επιλογή κυβερνήσεων. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για την απλή αναλογική και όχι μια μηχανική αναλογικότητα. Οι πενήντα χαρισμένοι βουλευτές δεν (πρέπει να) αισθάνονται περήφανοι, μια και δεν εκλέχτηκαν από τον λαό.
Από την άλλη, πολίτες στις περιοχές που δεν εξέλεξαν βουλευτές, όχι από έλλειψη ψήφων αλλά από τις παραξενιές του συστήματος που μοιάζει με ρουλέτα, δεν έχουν αντιπροσώπους και χάνουν το πολιτικό ενδιαφέρον.
Εφόσον το εκλογικό σύστημα συντάσσει το πολιτικό πεδίο, η έμφαση στην «κυβερνησιμότητα» κάνει δημοκρατία και εκλογές ένα κυνικό κυνήγι εξουσίας. Αντίθετα, η απλή αναλογική επιτρέπει την έκφραση πολλών ιδεολογιών και αποτρέπει τη δημιουργία κομμάτων-ομπρέλα χωρίς εσωτερική δημοκρατία ή ιδεολογική συνάφεια. Ετσι, επιστρέφει την πολιτική στον πολίτη και φέρνει τη δημοκρατία πιο κοντά στην αρχαία Αθήνα.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 25 Ιουλίου 2017.