Η θεωρία του κράτους δικαίου υποστηρίζει ότι μπορεί να μεταφράζει πολιτικές συγκρούσεις σε διαφωνίες περί της ερμηνείας του νόμου, να τις αναθέτει σε τεχνικούς του δικαίου, δικηγόρους και δικαστές, και έτσι να βοηθάει με την επίλυσή τους την κοινωνική ειρήνη και καταλλαγή. Αλλά οι συνεχείς αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας που ακυρώνουν σημαντικές πολιτικές της κυβέρνησης και η έντονη αντίδραση υπουργών και σχολιαστών έχουν δημιουργήσει πολεμικό κλίμα.
Το ΣτΕ εμφανίζεται ως η μόνη αποτελεσματική αντιπολίτευση. Η Δικαιοσύνη από χώρος επίλυσης έγινε τόπος διεξαγωγής της πολιτικής σύγκρουσης. Για να κατανοήσουμε την ουσία της αντιπαράθεσης πρέπει να εξετάσουμε τον ρόλο της νομικής ιδεολογίας. Δυστυχώς, οι νομικές σπουδές στην Ελλάδα δεν ασχολούνται με τέτοια θέματα και η μεθοδολογία της δικαστικής απόφασης εξαντλείται σε κοινοτοπίες για το πώς επιτυγχάνεται η ορθή ή «αντικειμενική» ερμηνεία του νόμου.
Αν δεν υπάρξει μια συστηματική κριτική θεωρία του δικαίου, κάτι που γίνεται σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου -εκτός από τις δικές μας νομικές σχολές-, δεν θα αποφευχθεί η ευκαιριακή πολιτικοποίηση της κριτικής των δικαστών, ούτε θα κατανοήσουν τον ρόλο τους οι νομικοί του μέλλοντος.
Οι πρόσφατες υποθέσεις του ΣτΕ αποτελούν πολύτιμο εργαστήρι για την κατανόηση της νομικής ιδεολογίας. Ας πάρουμε την απόφαση για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών. Με πλειοψηφία μιας ψήφου, το ΣτΕ ακύρωσε το νέο πρόγραμμα του μαθήματος επειδή δεν έχει ορθόδοξο κατηχητικό χαρακτήρα και δίνει πληροφορίες για άλλα δόγματα και θρησκείες. Η απόφαση στηρίχτηκε στη συνταγματική αναφορά στην «επικρατούσα θρησκεία» και στην απαραβίαστη ελευθερία «της θρησκευτικής συνειδήσεως» (άρθρα 3 και 13). Επιχειρηματολογεί η πλειοψηφία: Η χρήση «οριστικού άρθρου […] δεν αφορά οποιοδήποτε θρήσκευμα […] ως ανάπτυξη νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής [Ορθόδοξης] θρησκευτικής συνειδήσεως».
Αν το μάθημα εισάγει στοιχεία από άλλα δόγματα και θρησκείες, «καλλιεργεί αμφιβολίες… προκαλεί σύγχυση… και με τη σύγχυση που προκαλείται και με τον επιδιωκόμενο αναστοχασμό των μαθητών […] κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση». Για τους δικαστές της μειοψηφίας, το «πίστευε και μη ερεύνα» και ο κατηχητικός χαρακτήρας «θα ισοδυναμούσε όχι με ανάπτυξη, αλλά με “επιβολή θρησκευτικής συνείδησης” συγκεκριμένου περιεχομένου, η οποία αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το Κράτος».
Εχουμε λοιπόν μια χαρακτηριστικά «δύσκολη» υπόθεση. Δύο ερμηνείες των ίδιων διατάξεων οδηγούν σε αντίθετο αποτέλεσμα. Το ένα υιοθέτησαν εννέα (9) δικαστές, το άλλο οκτώ (8). Αλλά ανάλογη δυσκολία υπάρχει σε όλες τις σημαντικές αντιδικίες. Το κείμενο του Συντάγματος, συνήθως μια σειρά από γενικές διατάξεις, δεν μπορεί να προβλέψει τις χιλιάδες υποθέσεις που θα αποφασιστούν σύμφωνα με κάποιες από αυτές. Οι συνταγματικές διατάξεις πρέπει λοιπόν πρώτα να ερμηνευθούν.
Αλλά ερμηνεία δεν σημαίνει την ανάσυρση του ενός ορθού νοήματος που βρίσκεται κρυμμένο στη διάταξη και περιμένει την αποκάλυψή του. Οι περισσότερες διαφωνίες για τη συνταγματικότητα του νόμου περιλαμβάνουν τουλάχιστον δύο αντικρουόμενες, αλλά εξίσου εύλογες νομικά και πολιτικά ερμηνείες. Δεν υπάρχει, λοιπόν, «αληθινό νόημα» των διατάξεων, μια και οι δύο απόψεις βρίσκουν ερείσματα στις λέξεις του Συντάγματος και παρουσιάζονται ως ορθή τους ερμηνεία.
Ερμηνεία η εξουσία;
Η απόφαση των δικαστών για το μάθημα δεν αφορά το νόημα των λέξεων. Είναι αστείο να υποστηρίξει κανείς ότι το άρθρο «της» στη φράση «της θρησκευτικής συνείδησης» καθορίζει τι μάθημα θα γίνεται. Δεν αποτελεί η απόφαση μια απλή ερμηνεία λέξεων, αλλά επιλογή της μιας από δύο ριζικά αντίθετες απόψεις. Οι δικαστές αποφάσισαν ότι πρέπει η διδασκαλία των Θρησκευτικών να έχει κατηχητικό χαρακτήρα για λόγους που δεν εξάγονται από το κείμενο. Οταν η επιλογή εκφράζει γενικά αποδεκτές αξίες ή συμφέροντα, η απόφαση μπορεί να παρουσιαστεί ως ορθή ερμηνεία των λέξεων.
Αλλά οι περισσότερες υποθέσεις που καταλήγουν στο ΣτΕ αφορούν έντονες πολιτικές και αξιακές συγκρούσεις και ασυμβίβαστα κοινωνικά συμφέροντα. Δεν σημαίνει ότι οι 9 είναι καλύτεροι νομικοί από τους 8 ή ότι η άποψή τους αποτελεί «αυθεντική» ερμηνεία του Συντάγματος. Σημαίνει απλώς ότι η μία άποψη επιλέχτηκε από έναν παραπάνω δικαστή. Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει μία ορθή και γενικά αποδεκτή λύση του προβλήματος, επικρατεί η πλειοψηφία.
Οταν αφαιρούμε μία αρμοδιότητα από τους πολιτικούς και την παραχωρούμε στους δικαστές, με την κατά κανόνα ομοιογενή στάση τους, η τύχη της εξαρτάται από τις ιδεολογικές, πολιτικές και ηθικές τους απόψεις που βρίσκονται ερμητικά κρυμμένες στην ψήφο τους. Η νομική επιχειρηματολογία της απόφασης αποτελεί τον επιφανειακό τρόπο θεμελίωσής της.
Οπως σε κάθε ερμηνεία, συνειδητές και ασυνείδητες επιθυμίες, πολιτικές προτιμήσεις και ιδεολογικές επιλογές καθώς και η προσπάθεια προσεταιρισμού άλλων παίζουν ρόλο. Η νομική θεμελίωση περιλαμβάνει νομικά επιχειρήματα, άλλα που δεν αναφέρονται -ιδεολογικές ή πολιτικές επιλογές των δικαστών-, και τέλος ασυνείδητα κίνητρα που δεν τα ξέρουν ούτε οι ίδιοι.
Στις πολιτικά αμφισβητούμενες υποθέσεις το δικαστήριο δεν ερμηνεύει το δίκαιο. Η ίδια η απόφαση δημιουργεί δίκαιο. Δεν ακολουθεί η απόφαση έναν προϋπάρχοντα κανόνα, παρότι εμφανίζεται έτσι. Η ίδια η απόφαση δημιουργεί τον κανόνα της και αλλάζει τον συσχετισμό δύναμης.
Οχι μόνο δεν τηρείται η διάκριση των εξουσιών –μια θεωρία που εφαρμόζεται κυρίως μέσω των εξαιρέσεών της– αλλά αντίθετα αναγνωρίζεται έμμεσα ο πολιτικός και ιδεολογικός ρόλος των δικαστηρίων. Οι μέθοδοι δικαστικής ερμηνείας είναι επομένως διαδικασίες παραγωγής «υποκειμένων» ερμηνείας και επιβολής εξουσίας, παρά τρόποι πρόσβασης στο νόημα του κειμένου.
Οταν έχουμε υποθέσεις με τεράστιο πολιτικό διακύβευμα η υποτιθέμενη ουδετερότητα των δικαστών είναι αδύνατη. Αλλά ο ισχυρισμός περί ουδετερότητας δεν είναι ούτε ψέμα ούτε απάτη, αλλά νομιμοποιητικός μύθος. Οι μύθοι αποτελούν τις ιερές ιστορίες του παρόντος: αποκαλύπτουν αυτονόητες αλήθειες στους πιστούς τους, που τους επιτρέπουν να βλέπουν τον κόσμο συνεκτικά από τη σκοπιά των συμφερόντων τους, και προφανείς παρανοήσεις στους αντίπαλους.
Οι πιστοί έχουν επενδύσει πολλά στον μύθο τους και αδυνατούν να τον αναγνωρίσουν ως τέτοιο, βάζοντας κάτω από το χαλί ό,τι τον υποσκάπτει. Δεν είναι λοιπόν ο μύθος ψεύτικη κατανόηση του κόσμου, αλλά η περιγραφή του από μία μόνο προοπτική που εμφανίζεται ως καθολική.
Τόσο η απόφαση της πλειοψηφίας όσο και της μειοψηφίας του ΣΤΕ ήταν ιδεολογικο-πολιτική. Η κριτική των δικαστών δεν είναι ότι μεροληπτούν, αλλά ότι μεροληπτούν με λάθος τρόπο. Παίρνουν την πλευρά των πιο αντιδραστικών στοιχείων στην κοινωνία, μας γυρίζουν στο παρελθόν και απομακρύνουν το σχολείο και τον δημόσιο διάλογο από τις καθολικά αποδεκτές ευρωπαϊκές αξίες.
Ακριβώς επειδή οι δικαστές παίρνουν τη μία πλευρά της σύγκρουσης, και δεν μπορεί να γίνει και διαφορετικά, δίνεται τόση έμφαση στη φιλολογία περί ουδετερότητας και ανεξαρτησίας. Ακριβώς επειδή οι δικαστές νομοθετούν, τονίζεται τόσο η θεωρία της διάκρισης των λειτουργιών, σύμφωνα με την οποία οι δικαστές ερμηνεύουν και δεν νομοθετούν.
Οι ισχυρισμοί περί ιδεολογικής ουδετερότητας της δικανικής κρίσης γίνονται εκκωφαντικοί, ακριβώς όταν τα μεροληπτικά τους αποτελέσματα είναι προφανή. Λύση δεν αποτελεί, λοιπόν, ένας φορμαλισμός που κρύβει το όνομά του, αλλά η τίμια δικαστική συζήτηση του πολιτικού διακυβεύματος και των αποτελεσμάτων της απόφασης. Γενικότερα, οι πολιτικές αποφάσεις πρέπει να αφήνονται στους πολιτικούς.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 07 Μαΐου 2018.