Ο πρόσφατος διάλογος για τη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας έχουν κάτι κοινό: αφορούν τη βιοπολιτική άσκηση της εξουσίας.
Εν τούτοις η σύγχυση που επικρατεί δεν επιτρέπει μια νηφάλια και τεκμηριωμένη συζήτηση. Οι «αδιάβαστοι» σχολιαστές αλλά και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι αγνοούν ή αποφεύγουν τους σύγχρονους θεωρητικούς προβληματισμούς.
Όπως υποστήριξε ο Michel Foucault και αργότερα ανέπτυξαν οι Deleuze, Agamben και Esposito, η εξουσία ασκείται από τον 18ο αιώνα μέσω της πειθάρχησης σωμάτων και συμπεριφορών.
Σε πτωχοκομεία, νοσοκομεία, σχολεία, στρατώνες και φυλακές, οι έγκλειστοι υποβάλλονταν σε διαρκή παρατήρηση, ταξινόμηση και πειθαρχία που αποσκοπούσαν να διαμορφώσουν σώματα, κινήσεις και συμπεριφορές.
Έτσι δημιουργούνταν άνθρωποι οικονομικά παραγωγικοί και κοινωνικά πειθήνιοι. Στους θεσμούς αυτούς, η εξουσία δημιουργεί νέα αντικείμενα γνώσης, όπως η σεξουαλικότητα, η παιδαγωγική ή η παραβατικότητα. Έτσι γεννιέται το άτομο και η γνώση μας γι’ αυτό. Έτσι δημιουργήθηκαν οι επιστήμες του ανθρώπου, η κοινωνιολογία, η εγκληματολογία ή η στατιστική – η επιστήμη του κράτους (state).
Στον 20ό αιώνα, η κοινωνία της πειθαρχίας συμπληρώθηκε και αντικαταστάθηκε από την «κοινωνία του ελέγχου» και της βιοπολιτικής.
Η εξουσία αναλαμβάνει τη συλλογική διαχείριση και κατεύθυνση των κοινωνικών συμπεριφορών και τη συστηματική πειθάρχηση του όλου κοινωνικού σώματος.
Αυτή η μορφή εξουσίας ασκείται στη ζωή, τη βιολογική μας ύλη, που προηγείται χρονικά και ουσιαστικά της κυριαρχίας και του κράτους.
Η βιοπολιτική διαχείριση πληθυσμών εκτείνεται από τα βάθη της συνείδησης στα σώματα των ατόμων και το κοινωνικό «σώμα». Οι άνθρωποι κατατάσσονται σε κατηγορίες και ομοιογενοποιούνται σύμφωνα με το φύλο, τη φυλή, την ηλικία ή το επάγγελμα, εξαλείφουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και επιτρέπουν την εφαρμογή πολιτικών κλίμακας.
Πολιτικές για τη δημόσια υγεία, την παιδεία, το ρίσκο και την ασφάλιση, τη σεξουαλικότητα και τη γονιμότητα ή τη διά βίου μάθηση βελτιώνουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού και αυξάνουν τις ατομικές γνώσεις και σωματικές δεξιότητες.
Αυτές οι τεχνολογίες της εξουσίας συμπληρώνονται με τεχνολογίες «επιμέλειας εαυτού»: εκγύμναση, υγιής διατροφή και δίαιτα, περισυλλογή, συνεχής απόκτηση γνώσεων, ψυχανάλυση κ.λπ.
Καλούμαστε να «αλλάξουμε» τους εαυτούς μας μέσω πρακτικών προσωπικής «βελτίωσης» στο όνομα της ατομικής και συλλογικής υγείας.
Η βιοεξουσία είναι λοιπόν διττή. Πειθαρχεί τον πληθυσμό βάσει γενικευμένων πολιτικών αλλά ταυτόχρονα παράγει υποκείμενα, πρώτα και κύρια το ελεύθερο υποκείμενο με τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα και επιθυμίες, απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία του καπιταλισμού.
Η στρατηγική αυτή αυξάνει τους πόρους στη διάθεση του κράτους και της οικονομίας, αλλά και νομιμοποιεί την κυβέρνηση που εμφανίζεται ως συνεργάτης και αρωγός του πολίτη.
Σε αντίθεση μ’ αυτά που λένε οι φιλελεύθεροι, το κράτος είναι απαραίτητο για τη δημιουργία και την προώθηση της καπιταλιστικής αγοράς.
Η βιοπολιτική των μνημονίων
Τα μνημόνια επιβάλλουν μια νέα και άγρια διαχείριση πληθυσμού και ατόμων που μας βοηθάει να κατανοήσουμε τη βιοπολιτική λειτουργία της εξουσίας.
Μετά την είσοδο στην ευρωζώνη και τον «εκσυγχρονισμό», η πειθάρχηση οργανώθηκε γύρω από την προώθηση της ατομικής επιθυμίας, της κατανάλωσης και του ευδαιμονισμού.
Ο εύκολος και φτηνός δανεισμός –απαραίτητος σε μια κοινωνία υπηρεσιών με κατεστραμμένο τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα–, η διαφήμιση του χρηματιστηρίου, η αύξηση των αξιών γης ήταν πολιτικές οικονομικής ανάπτυξης και ταυτόχρονα κριτήρια προσωπικής βελτίωσης και οικογενειακής προόδου.
Η βιοπολιτική των «παχιών αγελάδων» πάντρεψε το ιδιωτικό με το δημόσιο συμφέρον.
Αυτές οι προτεραιότητες ανατράπηκαν το 2010. Η «σωτηρία» της χώρας αντιμετωπίστηκε με όρους επιστροφής στη δημοσιονομική «υγεία» μια και είναι στην «εντατική», στον «γύψο» και άλλα τέτοια.
Η «εσωτερική υποτίμηση» που επιβλήθηκε ήταν συνώνυμο της εγκατάλειψης της ατομικής επιθυμίας και απόλαυσης.
Ο άνθρωπος που άκουγε για 20 χρόνια ότι η καλοπέραση και ευτυχία του είναι το βασικό μέλημα της εξουσίας εγκαταλείφτηκε γρήγορα και βίαια. Έχουμε λοιπόν μια νέα μορφή βιοπολιτικής επέμβασης που πρέπει να ανατρέψει σε σύντομο διάστημα πολλά χρόνια συλλογικών και ατομικών στρατηγικών ηδονισμού.
Στο συλλογικό επίπεδο, τα μνημόνια διαχώρισαν τον πληθυσμό με ηλικιακά, οικονομικά και ταξικά κριτήρια και επέβαλαν ριζική αλλαγή στις συμπεριφορές στο όνομα της εθνικής «σωτηρίας».
Από την κατανάλωση των απολύτως αναγκαίων μέχρι την εκπαίδευση, την υγεία, την εργασία και την ψυχαγωγία, οι Έλληνες καλούνται να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της «κοινωνικής υγείας».
Τα δημοσιονομικά μέτρα πρέπει να συμπληρωθούν επομένως από εκτεταμένη επέμβαση στο ατομικό επίπεδο. Η βιοπολιτική στοχοποιεί συμπεριφορές, όχι ιδέες· τροποποιεί συνήθειες και πρακτικές, όχι ιδεολογίες.
Ο άνθρωπος που εκτέθηκε σε δάνεια και λειτούργησε σαν «μηχανή επιθυμίας» πρέπει τώρα να ανασυγκροτηθεί ριζικά.
Η προηγούμενη εντολή «μην εγκαταλείπεις την επιθυμία σου» γίνεται απαγόρευση της απόλαυσης.
Η αντιστροφή των προτεραιοτήτων είναι πλήρης: ο πληθυσμός είναι το παν, ο άνθρωπος τίποτε. Και οι δύο μορφές καταστρέφουν τη μεγάλη επιτυχία της βιοπολιτικής: το κοινωνικό κράτος.
Βιοπολιτική και δικαιώματα
Η Χάνα Άρεντ σχολίασε εκτεταμένα τη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και πολίτη στο βιβλίο της για τον ολοκληρωτισμό.
Οι μετακινούμενες μειονότητες του Μεσοπολέμου είχαν τα συλλογικά δικαιώματα των διεθνών συνθηκών, αλλά δεν ήταν πολίτες των εθνικών κρατών. Επομένως δεν είχαν καμιά προστασία. Ήταν «γυμνή ζωή», αντικείμενο κάθε αγριότητας.
Τα μεταπολεμικά ανθρώπινα δικαιώματα κατάργησαν τον προηγούμενο συλλογικό χαρακτήρα, ανέδειξαν το άτομο σε υποκείμενό τους και τον ατομισμό σε ιδεολογία τους και αποδέσμευσαν την προστασία του ανθρώπου από την ιδιότητα του πολίτη.
Έτσι η Συνθήκη της Γενεύης για το πολιτικό άσυλο, κλασικό δημιούργημα του ψυχρού πολέμου, προβλέπει την εξατομικευμένη διαδικασία εξέτασης της αίτησης αποκλείοντας οποιονδήποτε φεύγει από τη χώρα του για λόγους που δεν προβλέπονται (π.χ. σεξουαλικός προσανατολισμός) ή για να βελτιώσει τη ζωή του.
Αλλά ο ατομισμός των ατομικών δικαιωμάτων κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση από τη βιοπολιτική.
Τα σύγχρονα κράτη επεμβαίνουν, ελέγχουν και βελτιώνουν πληθυσμούς, ντόπιους ή μετανάστες. Όσοι απαιτούν την πλήρη εφαρμογή της εξατομικευμένης αίτησης ασύλου δεν θα συμφωνούσαν βέβαια με την κατάργηση των συλλογικών οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων – όπως υποστηρίζουν κάποιοι συνταγματολόγοι.
Το κοινωνικό κράτος και ο πολίτης, ως μέλος αναγνωρισμένων συλλογικοτήτων, αποτελούν τη μεγαλύτερη επιτυχία της θετικής βιοπολιτικής.
Έχουμε λοιπόν στο προσφυγικό/μεταναστευτικό δύο διαφορετικές πολιτικές. Η μία θεωρεί ότι τα ατομικά δικαιώματα αποτελούν περιορισμό, εκλογίκευση και νομιμοποίηση της κυριαρχίας.
Είναι η άποψη της φιλελεύθερης νομικής φιλοσοφίας που επαναλαμβάνει τις κοινοτοπίες του 19ου αιώνα.
Όπως έλεγε ο Foucault, στο συνταγματικό δίκαιο το κεφάλι του βασιλιά δεν έπεσε ακόμη. Η άλλη αναγνωρίζει ότι οι κοινωνικές πολιτικές έχουν αντικείμενο εφαρμογής ομάδες και τάξεις, το υποκείμενό τους είναι συλλογικό.
Ο φανατισμός των δικαιωμάτων αντιστρέφει τη διαμαρτυρία της Άρεντ και επιβάλλει τα ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου επί των συλλογικών του πολίτη παντού και πάντα. Αποτελεί εξίσου λάθος.
Το θέμα είναι να βρούμε πολιτικές για τους μετανάστες που επιτρέπουν την ενσωμάτωση μεγάλου αριθμού τους στον κοινωνικό ιστό.
Αυτό απαιτεί το δημογραφικό πρόβλημα, το πιο κλασικό αντικείμενο της βιοπολιτικής. Η επανάληψη δικαιωματικών συνθημάτων αποτρέπει τη νηφάλια συζήτηση που χρειαζόμαστε. Αλλά γι’ αυτά σε επόμενο
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 03 Ιουλίου 2017.