Στο προηγούμενο άρθρο άρχισα να περιγράφω τον θυμό των βουλευτών της αντιπολίτευσης και κληρονομικώ δικαιώματι ιδιοκτητών της εξουσίας προς τους «ξεβράκωτους» βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, που είχαν το θράσος να εισβάλουν στο γήπεδο και τον ναό τους (http://www.efsyn.gr/arthro/apo-tin-edra-sta-edrana).
Η περίπτωσή μου τους ξένιζε, μια και ως καθηγητής του Πανεπιστημιόυ του Λονδίνου δεν ταίριαζα με τα στερεότυπά τους για τους «άξεστους» αριστερούς. Σύντομα η αμηχανία μετατράπηκε σε εχθρότητα και κωμικοτραγική οργή, που κορυφώθηκε όταν άρχισα να οργανώνω τον κύκλο διαλέξεων «Θεωρία στο Μέγαρο» στο Μέγαρο Μουσικής.
Εμπνευση για τη σειρά υπήρξαν αντίστοιχες δραστηριότητες στο Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Επιστημών του Κολεγίου Μπίρκμπεκ, του οποίου υπήρξα ιδρυτής και διευθυντής επί μία δεκαετία. Σκοπός ήταν να έρθουν στην Αθήνα μερικοί από τους σπουδαιότερους παγκόσμιους διανοητές και να συζητήσουν με το αθηναϊκό κοινό. Δεν είχε γίνει κάτι παρόμοιο πριν και η σειρά χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό.
Η αίθουσα διαλέξεων γέμισε από ανθρώπους που δεν είχαν ξαναβρεθεί στο Μέγαρο, καθώς ο high culture προγραμματισμός και η υψηλή τιμή των εισιτηρίων επέτρεπαν την είσοδο μόνο σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως «εξπέρ του πολιτισμού». Το Μέγαρο Μουσικής είχε αποτύχει και είχε χρέος 300 εκατομμύρια ευρώ. Οσοι σήμερα επιτίθενται γιατί γύρισε στο Δημόσιο στην εποχή ιδιωτικοποιήσεων ξεχνούν οτι το Μέγαρο, όπως και η χώρα, θα είχε χρεοκοπήσει αν δεν το έσωζε η κυβέρνηση.
Κάθε μήνα υπάρχει διάλεξη στο Μέγαρο. Πρώτοι ομιλητές ήταν ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, η Τζούντιθ Μπάτλερ, η Ζακλίν Ρόουζ, η Μαρίνα Γουόρνερ, η Τζοάνα Μπερκ, ο Ζορζ-Ντίντι Χάμπερμαν και ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ, μετά ο Κλάους Οφε, ο Μπρους Ρόμπινς, ο Ερικ Φασέν, ο Τσαρλς Τέιλορ.
Η διάλεξη του Μπαλιμπάρ είχε τίτλο «Η ιδέα της επανάστασης: χθες, σήμερα, αύριο». Μετά το τέλος με πλησιάζει δακρυσμένη μια ηλικιωμένη κυρία, κρατώντας σφιχτά το εισιτήριό της. «Θα το κρατήσω ως ενθύμιο» μου είπε. «Δεν περίμενα ποτέ να δω αυτόν τον τίτλο σε εκδήλωση του Μεγάρου».
Στη δεύτερη διάλεξη η Τζούντιθ Μπάτλερ μίλησε σε 700 νέους άντρες και γυναίκες δημιουργώντας την ατμόσφαιρα ενός φεστιβάλ ιδεών. Ο Τέιλορ, φιλόσοφος της πολυπολιτισμικότητας, μίλησε μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ο σεβασμός στην ταυτότητα του άλλου, είπε, μπήκε στο διεθνές δίκαιο.
Οι φρουροί της καθεστηκυίας τάξης έγιναν έξαλλοι με την επιτυχία και στοχοποίησαν τον επιμελητή της σειράς. Το συγκρότημα που ήταν ανακατεμένο τόσο στην ίδρυση όσο και τη χρεοκοπία του Μεγάρου πρωτοστάτησε. Το «Βήμα», σε άρθρο με τίτλο «Ο Δουζίνας στο Μέγαρο», ισχυρίστηκε πως σκοπός της ζωής μου ήταν να εισβάλω «στον αστικό χώρο της καθιέρωσης» και θρηνούσε για την είσοδο της πλέμπας.
Τα «ΝΕΑ» δημοσίευσαν ένα ακαδημαϊκό προφίλ όπου με κατηγορούσαν ταυτόχρονα για παράλογο μεταμοντερνισμό, σταλινικό κομμουνισμό και στράτευση στη ριζοσπαστική Αριστερά. Ημουν η συνέχεια του «γαλλικού Μάη», είχα εκδώσει βιβλία με περίεργους τίτλους, όπως «Νόμος και Αισθητική», και έχω «προσηλυτίσει νέα καλά μυαλά στη χαρούμενη γνώση της αντισυστημικής επιστήμης». Η κατηγορία ήταν τόσο πετυχημένη, αν ο συγγραφέας καταλάβαινε περί τίνος ομιλούσε, ώστε αποφάσισα να τη χρησιμοποιήσω ως τίτλο στα επόμενα άρθρα μου σ’ αυτή την φιλόξενη στήλη.
Η «Καθημερινή» έγραψε ότι είχα διοριστεί πρόεδρος του Μεγάρου (λάθος), ότι με έχρισαν επιμελητή για να με παρηγορήσουν που δεν έγινα υπουργός, ότι ξεκίνησα τη σειρά μετά την κρατικοποίηση του Μεγάρου για να προωθήσω τις ιδέες του ΣΥΡΙΖΑ (λάθος∙ η συνεργασία αποφασίστηκε από την προηγούμενη διοίκηση, πριν από την απο-ιδιωτικοποίηση του Μεγάρου), ότι είχα επιλέξει μόνο μέλη του ΣΥΡΙΖΑ ως ομιλητές (λάθος, ήμουν ο μόνος Ελληνας ανάμεσα στους δώδεκα πρώτους ομιλητές). Απάντησα με μια επιστολή με την οποία ευγενικά διέψευδα όσα είχαν γραφτεί. Δεν δημοσιεύτηκε ποτέ.
Καλώς ήρθατε στην έρημο της άτακτης ευταξίας
Ηταν ένα δύσκολο βάπτισμα του πυρός στη δημοσιογραφική προπαγάνδα και τη μισαλλόδοξη ατμόσφαιρα του δημόσιου διαλόγου. Προτίμησα τη σάτιρα από τη λασπολογία ως απάντηση. Ο ακαδημαϊκός βίος είναι μια διαρκής διαδικασία στην οποία κρίνεις και κρίνεσαι.
Κάθε διάλεξη, κάθε άρθρο και βιβλίο βγαίνουν έξω στον κόσμο και γίνονται στόχος κριτικής, επευφημούνται ή αποδοκιμάζονται, συνήθως και τα δύο. Η αξιολόγηση, η αποτίμηση και ο έλεγχος είναι εγγενή, άβολα αλλά καλοδεχούμενα στοιχεία της ακαδημαϊκής ζωής.
Οταν άρχισα να αρθρογραφώ στην αγγλική «Guardian» το 2010 υποστηρίζοντας την αντίσταση στην Ελλάδα, η έντονη αποδοκιμασία, ο ρατσισμός των χτυπημάτων «κάτω απ’ τη μέση» ήταν οδυνηρός, αλλά περιοριζόταν από την ανωνυμία του δικτύου και την άγνοια των συγγραφέων. Φίλοι με είχαν προειδοποιήσει πως η σχετική προστασία από το δημόσιο ενδιαφέρον που προσφέρει η πανεπιστημιακή ζωή θα εξαφανιζόταν. Η κατάσταση ήταν χειρότερη.
Ημουν εντελώς απροετοίμαστος για την ωμότητα και το δόλιο των επιθέσεων. Τα σχόλια των ελίτ δημοσιογράφων ήταν παράλογα και ψευδή. Ηταν κακεντρεχείς, ad hominem επιθέσεις από ανθρώπους που δεν με είχαν δει ποτέ, ούτε είχαν διαβάσει το όχι ευκαταφρόνητο συγγραφικό μου έργο.
Το γεγονός ότι ένας πανεπιστημιακός από το Λονδίνο είχε εκλεχτεί βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ τούς φαινόταν τόσο αντιφατικό, που κλόνισε οποιαδήποτε αίσθηση ισορροπίας τούς είχε απομείνει. Οι εκπρόσωποι της συστημικής τάξης αντιδρούσαν με τον πιο άτακτο τρόπο.
Πιο ενδιαφέροντες ήταν οι ισχυρισμοί σχετικά με την υποτιθέμενη υπουργική μου επιδίωξη. Στις αρχές της πολιτικής μου σταδιοδρομίας είχα ερωτηθεί σε μια τηλεοπτική εκπομπή γιατί δεν είχα διοριστεί υπουργός, όπως είχε αναφερθεί στα μέσα.
Είχα απαντήσει πως κατι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία. Ελειπα στο εξωτερικό σαράντα χρόνια και όφειλα να πληροφορηθώ πώς λειτουργούσαν τα πράγματα. Το επόμενο διάστημα δούλεψα σκληρά για να μάθω ό,τι μου ήταν άγνωστο και να καταλάβω τι παραμένει άγνωστο. Βέβαια υπάρχουν και τα άγνωστα άγνωστα, αυτά που ούτε καν ξέρεις ότι υπάρχουν.
Φυσικά το να πει κάποιος ότι δεν ενδιαφέρεται για υπουργείο είναι εντελώς αντίθετο με την κοινή λογική. Το ιδανικό «εγώ» του πολιτικού στηρίζεται στην επιθυμία να γίνει υπουργός. Η φαντασιακή τάξη των περισσότερων βουλευτών δομείται με την προσδοκία για μία θέση υφυπουργού. Ωστόσο υπάρχουν εξαιρέσεις∙ για κάποιους η εξουσία δεν αποτελεί το αντικείμενο του πόθου τους. Τα φώτα της δημοσιότητας στράφηκαν αναπάντεχα επάνω τους, αλλά δεν θα δυσκολευτούν καθόλου να αποσυρθούν στην ιδιωτικότητά τους, αν δεν καταφέρουν να εφαρμόσουν τις ιδέες για τις οποίες αγωνίστηκαν όλη τους τη ζωή.
Τέτοιοι πολιτικοί είναι σπάνιο φαινόμενο, άγνωστο στα κόμματα εξουσίας. Οι φύλακες της πολιτικής τάξης και ευπρέπειας κατέληξαν λοιπόν στο συμπέρασμα πως είχα ένα σατανικό, κρυφό σχέδιο.
Δεν χωρά στο μυαλό τους ότι βρίσκομαι στην Αθήνα για να βοηθήσω στην προώθηση ιδεών και αξιών τις οποίες υποστηρίζω, πως είμαι παρατηρητής και «εθνογράφος» μιας ιστορικής στιγμής και καταφέρνω να διατηρώ τη σωματική και πνευματική νηφαλιότητά μου γιατί συνεχίζω να διδάσκω. Ούτως ή άλλως έπρεπε να μου επιτεθούν προληπτικά, γεγονός που ενέπνευσε τον τίτλο της πολιτικής μου σταδιοδρομίας: «Καλώς ήρθατε στην έρημο της άτακτης τάξης».
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 02 Ιουλίου 2018.