Η συζήτηση για την αναθεώρηση στην Ολομέλεια της Βουλής, αντίθετα με τον εξαιρετικό διάλογο στην επιτροπή που συχνά έμοιαζε με επιστημονικό συνέδριο, επικεντρώθηκε σε ένα θεωρητικό και ένα μικροπολιτικό θέμα. Το θεωρητικό, αν μπορεί η πρώτη «προτείνουσα» Βουλή να δεσμεύσει τη δεύτερη «αναθεωρητική». Το δεύτερο, η αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής. Για τη Νέα Δημοκρατία η μόνη σημασία της αναθεώρησης είναι να αποτραπεί η «δεξιά παρένθεση». Μόνο που ο ΣΥΡΙΖΑ την έχει αποκηρύξει και με την πρότασή του για την αλλαγή του τρόπου εκλογής του Προέδρου και με τη δέσμευση να ψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο το 2020.
ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ: Το πρόβλημα της δεσμευτικότητας είναι πιο ενδιαφέρον. Ανέδειξε την εργαλειοποίηση του Συντάγματος από την αντιπολίτευση. Εξίσου απογοητευτικός ήταν ο νομικισμός και ο συνταγματισμός φετιχισμός που κινητοποίησαν πανεπιστημιακοί καθηγητές για να υποστηρίξουν τις επιλογές της αντιπολίτευσης. Είπαν λοιπόν ότι η πρώτη Βουλή διαπιστώνει μόνο την ανάγκη αναθεώρησης ορισμένων διατάξεων, τις απαριθμεί και αφήνει πλήρη ελευθερία κινήσεων στη δεύτερη Βουλή ως προς την κατεύθυνση και το περιεχόμενο των τροποποιήσεων.
Οι 18 συνεδριάσεις της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, που, κατά κοινή ομολογία, αποτέλεσαν την πιο ουσιαστική ανταλλαγή επιχειρημάτων σ’ αυτή τη Βουλή, έγιναν επομένως για το θεαθήναι, για να περάσουμε την ώρα μας αναστοχαζόμενοι και φιλοσοφούντες, χωρίς όμως να έχουμε τον παραμικρό ρόλο στην αναθεωρητική διαδικασία εκτός από την επιλογή των αναθεωρητέων διατάξεων. Με αυτή την ερμηνεία θα αρκούσε να καταγράψουμε τα άρθρα προς αναθεώρηση στην αρχή της διαδικασίας (όσα είχαν προταθεί από 50 βουλευτές) και να κάνουμε την ψηφοφορία αμέσως μετά, στέλνοντας όσα πάρουν πάνω από 150 ψήφους στην επόμενη Βουλή.
Αυτό ακριβώς έκανε η Νέα Δημοκρατία: ανέγραψε στην τελική της πρόταση τον αριθμό των διατάξεων και τον τίτλο του περιεχομένου τους χωρίς καμία αναφορά στις περισπούδαστες αναλύσεις των βουλευτών της στην επιτροπή. Σ’ εκείνη, παραδείγματος χάριν, για τη συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού (τη νομοθέτηση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και τη μείωση μισθών και συντάξεων, αν υπάρχει έλλειμμα, όπως δήλωσε ο Βορίδης στην επιτροπή και ζητούσε ο Σόιμπλε). Ή, στην ίδρυση ιδιωτικών κερδοφόρων πανεπιστημίων (η πρόταση της Ν.Δ. μιλούσε για «μη κρατικά» και όχι «μη κερδοσκοπικά» πανεπιστήμια, όπως παραπλανητικά έλεγαν οι αντιπρόσωποί της στα ΜΜΕ). Ή στον θεσμικό εκβιασμό Βενιζέλου ότι αν δεν συμπεριλάβουμε το άρθρο 16 δεν θα συμφωνήσουν με την αναθεώρηση του 86 για την κατάργηση της ποινικής προστασίας των πολιτικών, που δεν χρειάζεται εξάλλου, όπως είπε ο Γεωργιάδης. Αυτοί το έφτιαξαν γιατί να το αλλάξουν.
Ας στραφούμε στους συνταγματολόγους. Αυτοί είναι διχασμένοι, δεν υπάρχει κοινά αποδεκτή επιστημονική άποψη και η θεωρία φαίνεται να κινείται προς την πλευρά της δεσμευτικότητας. Οσοι υποστήριξαν με απόλυτο τρόπο τη μη δέσμευση έκαναν τεχνικές ακροβασίες και έδειξαν ότι μαζί με το ουδετερόθρησκο του κράτους πρέπει να νομοθετήσουμε και για την ουδετερότητα της επιστήμης. Τα επιχειρήματα υπέρ της δεσμευτικής κατεύθυνσης είναι σαφή. Πέρα από τον παραλογισμό περί δημιουργίας μιας επιτροπής άνευ λόγου, υπάρχουν δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας που δηλώνουν ότι η πρώτη Βουλή πρέπει να προσδιορίζει τις ουσιαστικές κατευθύνσεις και να τις βάζει στη λεκτική διατύπωση της τελικής απόφασης για να γίνεται ο δικαστικός έλεγχος της αναθεωρητικής διαδικασίας. Αυτό έκανε η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ (άρθρο και κατεύθυνση) για να δεσμεύσει την επόμενη Βουλή ως προς τον προσανατολισμό της αναθεώρησης.
Αλλά και η θεωρία του δικαίου οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα. Το Σύνταγμα αναθέτει την αρμοδιότητα της αναθεώρησης σε ένα σύνθετο όργανο που λειτουργεί με χρονική διάρκεια και έχει τρεις συνιστώσες οργανικά συνδεμένες: την προτείνουσα Βουλή, τις εκλογές που μεσολαβούν και τη Βουλή που προκύπτει. Μια διάταξη τροποποιείται, αν πάρει 151 και 180 ψήφους στις δύο Βουλές ανεξάρτητα από τη σειρά. Οι δύο Βουλές αποτελούν επομένως ισοδύναμα μέρη του σύνθετου αναθεωρητικού υποκείμενου με ελαφρώς διαφοροποιημένες επιμέρους αρμοδιότητες. Η πρώτη αποφασίζει τη δυσλειτουργία, την ανάγκη αναθεώρησης και την κατεύθυνση, η δεύτερη το ακριβές περιεχόμενο της διάταξης ακολουθώντας την κατεύθυνση της πρώτης. Η διαπίστωση της «ανάγκης» αναθεώρησης από την πρώτη περιέχει υποχρεωτικά μια αξιολόγηση των δυσλειτουργιών που οδήγησαν στο πρόβλημα και προτάσεις για τη θεραπεία του. Αν λοιπόν η πρώτη Βουλή αποφασίσει ότι πρέπει να μειωθούν οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν μπορεί να είναι ελεύθερη η δεύτερη Βουλή να αντιστρέψει την κατεύθυνση και να τις αυξήσει.
Αν η κατεύθυνση της πρώτης δεν δεσμεύει τη δεύτερη θα είχαμε το εξής παράλογο: η πρώτη Βουλή να αποφασίζει την αλλαγή μιας διάταξης και να καθορίζει την κατεύθυνση με πλατιά συναίνεση και 180 ψήφους, αλλά η δεύτερη να αποφασίζει τα αντίθετα μόνο με 151 ψήφους. Είναι σαν να λέμε ότι το αποτέλεσμα του πρώτου ημιχρόνου σε ένα ματς διαγράφεται και μόνο το δεύτερο μετράει.
Η αντιπολίτευση θέλει να είναι ελεύθερη να αλλάξει τη διάταξη κατά το δοκούν με 151 ψήφους αν κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Γι’ αυτό υπερψήφισε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη μη διάλυση της Βουλής που πήρε 220 ψήφους. Το «ψηφίζουμε την πρότασή σας παρ’ ότι διαφωνούμε και δεν θα την πάρουμε υπόψη» αποτελεί τον ορισμό του κυνισμού.
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ: Η εστίαση σ’ αυτά τα θέματα επισκίασε τις ουσιαστικές αναθεωρητικές προτάσεις που αναδεικνύουν το χάσμα ανάμεσα στην αριστερή και τη συντηρητική αντίληψη για τον 21ο αιώνα. Οι προτάσεις μας ενδυναμώνουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και δίνουν περιεχόμενο στη λαϊκή κυριαρχία, μετατρέποντάς την από συμβολική́ διακήρυξη σε υλική́, αμεσοδημοκρατική πραγματικότητα. Τέλος, ενισχύουν το κοινωνικό κράτος και τα δικαιώματα.
Η πολιτική ασκείται με δύο μορφές εξουσίας, τη ρωμαϊκή «auctoritas», τη νομιμοποιημένη εξουσία, και την «potestas», την ισχύ που διατηρεί́ τη συνοχή της κοινωνίας με την κυριαρχία των λίγων επί των πολλών. Αυτή́ η διττή έννοια της πολιτικής ως συναίνεσης και σύγκρουσης εκφράζεται στο συνταγματικό επίπεδο. Ο συνταγματικός λόγος είναι διττός: μια τεχνική́ γλώσσα που θέτει συναινετικά τους κανόνες της πολιτικής αλλά́ και μια κριτική πολιτική γλώσσα αμφισβήτησης της κοινωνικής αδικίας και αδράνειας. Συνδυάζει τον χώρο της εμπειρίας και τον ορίζοντα της προσδοκίας, τη συναίνεση και τη σύγκρουση. Γι’ αυτό η Αριστερά συναινεί στον εκσυγχρονισμό της συνταγματικής μηχανικής και της σταθερότητας του πολιτεύματος, αλλά προωθεί τα σημεία αντιπαράθεσης που σηματοδοτούν τον ορίζοντα του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η Αριστερά δεσμεύεται να εμβαθύνει τη δημοκρατία και να μειώσει τις ανισότητες.
Η πραγματική αντιπαράθεση βρίσκεται λοιπόν όχι στον τρόπο εκλογής του Προέδρου, αλλά στα αντιτιθέμενα οικονομικά και κοινωνικά σχέδια. Για τη Δεξιά, ο δημοσιονομικός κορσές και η εσωτερική υποτίμηση, που δοκιμάστηκαν, απέτυχαν και σταδιακά εγκαταλείπονται. Για την Αριστερά, η δημοκρατία και τα δικαιώματα. Για το κεφάλαιο, η συνταγματοποίηση της λιτότητας. Για τους εργαζομένους, η συνταγματοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, πρώτο βήμα στον σταδιακό κοινωνικό μετασχηματισμό προς την ισότητα και τη δημοκρατία. Σ’ αυτή την αντιπαράθεση θα δοθεί η μάχη για την Ελλάδα του 21ου αιώνα. Η πρόοδος θα νικήσει.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών (18/02/2019).