Όταν συμβαίνουν μεγάλες καταστροφές, το πρώτο ερώτημα είναι «ποιος φταίει;», «πώς φτάσαμε εδώ;». Ακολουθώντας τη ρήση του Leibniz «nihil sine ratione», «τίποτε δεν γίνεται χωρίς λόγο», προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε την αιτία της καταστροφής, να βρούμε ποιος ευθύνεται, να απαγγείλουμε κατηγορίες.
Ο λόγος περί ευθύνης, μαζί με την περίοδο του πένθους, γίνεται έτσι αμυντικός μηχανισμός απέναντι στην απώλεια και η έρευνα για τα αίτια της συμφοράς ανακούφιση. Για την ταραγμένη ψυχική ισορροπία, η εξέταση της ευθύνης είναι μια πρόσκαιρη παρηγοριά.
Η δημόσια περί ευθύνης συζήτηση εστιάστηκε στην πολιτική ευθύνη και στην υποχρέωση παραίτησης υπουργών. Ακούστηκε κατά κόρον από αρμόδιους και αναρμόδιους «συνταγματολογούντες» ότι ανάληψη πολιτικής ευθύνης χωρίς παραίτηση δεν νοείται. «Είναι θέμα συνταγματικού δικαίου.
Είναι σταθερά όλων των κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων», τόνισε κάποιος εκ των παροικούντων το Σύνταγμα. Εντούτοις δεν υπήρξε καμία αναφορά στους κανόνες που θεμελιώνουν τέτοια υποχρέωση ούτε σε παραδείγματα άσκησής της στο παρελθόν.
Ετσι η συζήτηση περί ευθύνης έγινε παράδειγμα της ένδειας του δημόσιου διάλογου.
Η αντιπαράθεση επανέλαβε μονότονα τα ίδια, αφήνοντας τον πολίτη χωρίς βασική ενημέρωση για την ευθύνη και τις συνέπειές της. Ούτε η ψυχολογική παρηγοριά πέτυχε ούτε το σοκ του τραύματος βοήθησε στην κατανόηση της ευθύνης όλων μας.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με μια ανάλυση της έννοιας της ευθύνης, των προϋποθέσεων και των συνεπειών της. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Karl Jaspers, σε σειρά διαλέξεων για τη γερμανική ενοχή, αναφέρθηκε σε τέσσερα είδη ευθύνης και ενοχής: νομική, πολιτική, ηθική και μεταφυσική.
Το μέγεθος των ναζιστικών εγκλημάτων δεν συγκρίνεται βέβαια με τις εγκληματικές αβλεψίες του ελληνικού κράτους.
Εντούτοις, τα είδη ευθύνης πολιτικών, υπηρεσιακών και πολιτών, που εξέτασε ο Jaspers, έχουν πανανθρώπινη εμβέλεια και εφαρμογή. Συνδέοντάς τα με τις φονικές πυρκαγιές και πλημμύρες, μπορούμε να βάλουμε το πρόβλημα της ευθύνης στις πραγματικές του διαστάσεις.
Η νομική ευθύνη αφορά τις παραβάσεις του νόμου από αξιωματούχους ή πολίτες. Ανεξάρτητα από το αξίωμα ή τη θέση, η διαλεύκανση ανατίθεται στις ανακριτικές Αρχές και η τιμωρία στα δικαστήρια, εφόσον υπάρξουν ενδείξεις ενοχής, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του ποινικού δικαίου.
Στη δική μας περίπτωση, μηνύσεις και αναφορές πολιτών αλλά και αυτεπάγγελτες ενέργειες από τις εισαγγελικές Αρχές έχουν ξεκινήσει την έρευνα για πιθανές ποινικές ευθύνες.
Η ποινική είναι η πιο βαριά, αλλά φιλοσοφικά η πιο εύκολη μορφή ενοχής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δίκαιο είναι πολλές φορές άδικο και η εφαρμογή του δημιουργεί δικαίωμα και υποχρέωση ανυπακοής και αντίστασης.
Αυτό είναι θέμα της κριτικής θεωρίας και της ατομικής συνείδησης. Αλλά η εξιχνίαση ποινικών ή αστικών ευθυνών είναι δουλειά των δικαστών.
Δεύτερη -και πιο σημαντική- είναι η ηθική ευθύνη. Κινητοποιείται από πράξεις ή παραλείψεις που τραυματίζουν την ατομική μας συνείδηση, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από προσωπικούς στοχασμούς σε συνδυασμό με τους πάντα αμφισβητούμενους ηθικούς κανόνες και τις συζητήσεις περί ηθικής με συγγενείς και φίλους. Ο παραβάτης του νόμου φοβάται την κρατική τιμωρία.
Ο παραβάτης της ηθικής καταδιώκεται από εσωτερικές Ερινύες, ντροπή και την απαξιωτική ματιά του κόσμου. Καθένας μας είναι ηθικά υπεύθυνος για τις πράξεις και τις παραλείψεις του, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης σε ανήθικες ή άδικες εντολές.
Οι φονικές πυρκαγιές γίνονται έτσι αφορμή για να εξετάσουμε τη δική μας ευθύνη: τον τρόπο με τον οποίο επιζητήσαμε, ανεχθήκαμε ή αδιαφορήσαμε για τις παραβιάσεις που το συμφέρον επιβάλλει σε όλα τα πεδία.
Η οικιστική αναρχία, η πολεοδομική ασυδοσία, η φοροαποφυγή και μικρο-διαφθορά αποτελούν συστατικά της ενοχής που συνεισέφεραν σ’ αυτήν και μύριες άλλες καταστροφές.
Ολοι μας μοιραζόμαστε την ηθική ευθύνη, πέρα από τους κατασκευαστές και ιδιοκτήτες των αυθαιρέτων στα δάση, τις ρεματιές, τις παραλίες.
Η ηθική ευθύνη μάς καλεί να αλλάξουμε νοοτροπία και συμπεριφορές, μιας και οι απαραίτητες αλλαγές για την αποτροπή της επόμενης καταστροφής ξεκινούν από εμάς.
Η καταγγελία μικρών και μεγάλων παραβιάσεων από κοντινούς αλλά και κάθε μορφή εξουσίας, θα υποχρεώσει τους πολιτικούς να ακολουθήσουν. Αυτή η ευθύνη είναι, ίσως, η πιο σημαντική.
Με τον τρόπο ζωής, με καθημερινές μικρές πράξεις και με μεγάλες αποφάσεις, μαρτυρούμε ότι η αλλαγή είναι δυνατή και ταυτόχρονα την κάνουμε πράξη. Ετσι λογοδοτούμε ο ένας στον άλλον και αλλάζουμε τον κόσμο.
Πιο καθολική και απόλυτη είναι η μεταφυσική ευθύνη. Είμαστε όλοι υπεύθυνοι, γιατί ήμαστε παρόντες, όταν προετοιμαζόταν και όταν έγινε το κακό.
Ημαστε εδώ, όταν ενενήντα μοναδικοί κόσμοι χάθηκαν, μαζί με τα όνειρα και τις επιθυμίες, τις αναμνήσεις και τα σχέδιά τους.
Είναι ευθύνη όλων μας, γιατί, βλέποντας λάθη και παραβάσεις, δεν ενδιαφερθήκαμε, δεν διαμαρτυρηθήκαμε, δεν βοηθήσαμε, όπως ο περαστικός που βλέπει μια επίθεση σε συνάνθρωπο, αλλά συνεχίζει τον δρόμο του αδιαφορώντας.
Απόλυτη ευθύνη προς την ανθρωπότητα και προς τον ιερό χαρακτήρα της ζωής.
Πλευρές της πολιτικής ευθύνης
Τέλος, η πολιτική ευθύνη κράτους, κυβέρνησης και υπουργών. Ως πολιτική, αναφέρεται κατ’ αρχάς στη λογοδοσία της κυβέρνησης στον λαό, το πολιτικά κυρίαρχο σώμα. Οι κυρώσεις της είναι πολιτικές.
Η ήττα του κυβερνώντος κόμματος στις επόμενες εκλογές αποτελεί την αυστηρότερη τιμωρία για την αποτυχία πολιτικών και δράσεων. Υπάρχει, όμως, μια πιο τυπική μορφή υπουργικής ευθύνης.
Το άρθρο 85 του Συντάγματος ορίζει ότι οι υπουργοί είναι υπεύθυνοι «για τις πράξεις ή παραλείψεις της αρμοδιότητάς τους». Η ατομική ευθύνη αποτελεί συνταγματική επιταγή του κοινοβουλευτικού συστήματος, όπως εξελίχθηκε στη Βρετανία, την πατρίδα του κοινοβουλευτισμού.
Η συνταγματική σύμβαση θεμελιώνει τη λογοδοσία των υπουργών στο Κοινοβούλιο, περιορίζει την ποινική και αστική τους ευθύνη και εξασφαλίζει ότι οι υπουργοί δεν μπορούν να ενοχοποιούν τους υπηρεσιακούς υπαλλήλους για τις αποτυχίες τους.
Ο υπουργός πληροφορεί τους βουλευτές για το έργο του και υπόκειται στον έλεγχο και την κριτική τους για όλες τις πλευρές του χαρτοφυλακίου του.
Ελεγα στα μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, στο Λονδίνο, ότι ο υπουργός είναι υπεύθυνος για κάθε γραμμα που στέλνει το υπουργείο του.
Σε περίπτωση αποτυχίας, η σύμβαση επιβάλλει την παραίτηση του υπουργού, χωρίς να ορίζει βέβαια το μέγεθος ή το είδος της αποτυχίας. Η πράξη ήταν διαφορετική. Δεν υπήρξε ποτέ μια «χρυσή εποχή» στην οποία η ατομική ευθύνη οδηγούσε στην παραίτηση υπουργών για αποτυχία.
Η μόνη σημαντική παραίτηση στην πατρίδα τού κανόνα ήταν αυτή του λόρδου Κάρινγκτον, το 1983: το υπουργείο Εξωτερικών δεν είχε προειδοποιήσει την κυβέρνηση ότι η Αργεντινή προετοίμαζε αρμάδα για να εισβάλει στα νησιά Φόκλαντ.
Η Αρχή είχε αποδυναμωθεί σημαντικά, μετά τον πόλεμο. Η τεράστια αύξηση των κρατικών λειτουργιών και καθηκόντων και η δημιουργία των ανεξάρτητων Αρχών σημαίνει ότι οι υπουργοί δεν μπορούν να επιβλέπουν όλες τις ενέργειες που ανήκουν τυπικά στην υπευθυνότητά τους. Ετσι η συνταγματική θεωρία υποστηρίζει τώρα ότι οι υπουργοί είναι υπεύθυνοι μόνο για τις αποφάσεις στις οποίες συμμετείχαν άμεσα και προσωπικά.
Αλλη άποψη συμπληρώνει ότι οι υπουργοί είναι υπεύθυνοι μόνο για τις πολιτικές και όχι τις «επιχειρησιακές» αποτυχίες. Ολα αυτά σημαίνουν ότι η βασική ευθύνη των υπουργών σήμερα είναι να πληροφορούν τη Βουλή και να εξηγούν τις αποτυχίες τους. Η απώλεια πολιτικής φήμης -όχι της θέσης τους- αποτελεί την αυστηρότερη τιμωρία για αποτυχία και τη σύγχρονη ερμηνεία της ατομικής ευθύνης.
Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα. Παρά τις πρόσφατες επανειλημμένες απαιτήσεις για το κεφάλι υπουργών, οι σημαντικές παραιτήσεις στο παρελθόν αφορούσαν διαφωνίες τους με τον πρωθυπουργό και τις πολιτικές του, όπως η παραίτηση Κώστα Σημίτη το 1987, του Αναστάσιου Πεπονή το 1994 ή του Παναγιώτη Λαφαζάνη το 2015.
Οι περισσότερες ήταν αποτέλεσμα παραβιάσεων της δεοντολογίας και προσωπικής ηθικής, όπως του Σαββα Τσιτουρίδη το 2004 και το 2007, του Γιώργου Βουλγαράκη και του Μιχάλη Λιάπη το 2008 ή της Ράνιας Αντωνοπούλου το 2018.
Η παραίτηση Τόσκα αποτελεί τη μόνη περίπτωση παραίτησης, απ’ ό,τι ξέρω, για λόγους επιχειρησιακής αποτυχίας, χωρίς να του αποδίδεται οποιαδήποτε προσωπική ενοχή.
Γιατί υπάρχει τέτοια μεγάλη απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης; Βρισκόμαστε στην εποχή των διαρκών -πραγματικών η fake- ειδήσεων και δημοσκοπήσεων.
Κάθε απόφαση παραίτησης ή αποπομπής υπουργού παίρνει, επομένως, υπόψη το πολιτικό κόστος. Ερευνες στη Βρετανία δείχνουν ότι το μέγεθος της λαϊκής δυσαρέσκειας, η οποία βέβαια τροφοδοτείται από τα αντιπολιτευτικά ΜΜΕ, αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα στους υπολογισμούς της κυβέρνησης.
Μ’ αυτή την έννοια, η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τον πρωθυπουργό για τις φονικές πυρκαγιές και η δήλωση ότι «κανείς και τίποτε δεν θα ξεχαστεί» έχει μεγάλη σημασία.
Η διερεύνηση των αιτίων, η απόδοση συγκεκριμένων ευθυνών και η δημιουργία θεσμών και πολιτικών για την πολιτική προστασία, την αποτροπή και διαχείριση μελλοντικών καταστροφών ανάγεται σε πολιτική προτεραιότητα.
Γι’ αυτήν θα κριθεί η κυβέρνηση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πολιτική δέσμευση. Ο πρωθυπουργός αναγνωρίζει τις ευθύνες που ανήκαν σε προηγούμενους και αναλαμβάνει την υποχρέωση να θεραπεύσει δυσλειτουργίες, αστοχίες και λάθη του κρατικού μηχανισμού, που έρχονται από παλιά. Η πολιτική ευθύνη μετουσιώνεται σε ηθική λογοδοσία για παλιές και νέες αμαρτίες.
Αλλά οι νεκροί παραμένουν παρόντες με την απουσία τους. Το πένθος ταιριάζει στους Ελληνες, ενενήντα κόσμοι χάθηκαν.
Το μέγεθος της καταστροφής δεν επιτρέπει εύκολα τον διαχωρισμό μεταξύ υπουργικής, ηθικής και μεταφυσικής ευθύνης.
Η υπουργική ευθύνη δεν επέβαλε στον Νίκο Τόσκα να φύγει. Με την παραίτησή του ανέλαβε ένα βάρος που δεν του ανήκει πολιτικά ή νομικά, αλλά ηθικά.
Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για το κακό που έγινε και εγώ περισσότερο από όλους, θα λέγαμε, παραφράζοντας τον Εμανουέλ Λεβινάς. Αυτή η ρήση εκφράζει το σοκ και δέος που άγγιξε όλους μας.
Θα βοηθήσει το αντίκρισμα της αβύσσου στο να γυρίσει η ηθική στην προσωπική και συλλογική μας δράση; Αυτό είναι ευθύνη όλων μας.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 13/08/2018.