*Συνέντευξη του Κώστα Δουζίνα στο TVXS και την Αγγελική Δημοπούλου με αφορμή τα τρία χρόνια ΣΥΡΙΖΑ. Δημοσιεύτηκε στις 26 Ιανουαρίου 2018.
Γενάρης 2015 – Γενάρης 2018. Τρία χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στην κυβέρνηση. Ακολούθησαν οι πρώτοι έξι δραματικοί μήνες, το δημοψήφισμα, η συμφωνία του Ιουλίου, οι εκλογές του Σεπτέμβρη για να μπούμε τελικά σε μια περίοδο αναμονής για την εκπεφρασμένη από την κυβέρνηση έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018.
Ο Κώστας Δουζίνας, ακαδημαϊκός και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, πολιτικός «κατά τύχη» στην αρχή, αλλά όχι πια, όπως λέει ο ίδιος, μιλά στο tvxs.gr, κάνοντας έναν απολογισμό για τα τρία αυτά χρόνια, ξεκινώντας από τις αντιφάσεις μέσα στις οποίες κλήθηκε να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίζοντας επιτυχίες και αποτυχίες, απαντώντας στην κριτική από τα αριστερά και θέτοντας τις προκλήσεις της επόμενης ημέρας, όχι μόνο για την κυβέρνηση και το κόμμα αλλά για την Αριστερά συνολικά τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη.
Γράψατε ένα βιβλίο με τίτλο: «Syriza in Power: Reflections of an Accidental Politician» («Ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία: Σκέψεις ενός κατά τύχην πολιτικού). Είστε πράγματι ένας «πολιτικός κατά τύχην», όπως υποδηλώνει ο τίτλος του βιβλίου σας; Και τι σημαίνει αυτό;
Ναι. Όταν ήρθα στην Ελλάδα ήμουν ένας κατά τύχην πολιτικός. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2015, μάλιστα, βρισκόμουν στην Πολωνία σε ένα συνέδριο για το πανεπιστημιακό μου έργο. Τότε με πήραν τηλέφωνο από την Αθήνα και μου ζήτησαν να είμαι υποψήφιος. Κατ’ αρχάς είπα «όχι, δεν με ενδιαφέρει». Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μια τέτοια ιδέα. Δεν το είχα ζητήσει, ούτε είχε γίνει κάποια συζήτηση γι’ αυτό το θέμα. Μετά από κάποιες πιέσεις και μετά από μεγάλη σκέψη, προσωπική και συζήτηση με τα αγαπημένα μου πρόσωπα, αποφάσισα να κατέβω. Και το έκανα όταν μου εξηγήθηκε ότι ως υποψήφιος στην τρίτη θέση, στην Α’ Πειραιά, οι πιθανότητες να εκλεγώ ήταν 20%. Θα ερχόμουν έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα για να βοηθήσω στην προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ και στο μέτρο που δεν ήταν και πολύ πιθανό να βγω, αποφάσισα να είμαι και υποψήφιος.
Μετά από 2,5 χρόνια όμως, που βρίσκομαι εδώ και έχοντας την μεγάλη τιμή να έχω εκλεγεί πρόεδρος της επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων, δεν είμαι πια κατά τύχην πολιτικός. Είμαι βαθιά ενταγμένος στο ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι. Εντούτοις παραμένω και λιγάκι απ’ έξω και μάλιστα όταν έγραφα αυτό το βιβλίο αισθανόμουν ότι ήμουν κάτι σαν εθνογράφος ή ανθρωπολόγος. Δεν είχα ζήσει ποτέ στην Ελλάδα από το 1974 και μετά. Όταν επέστρεψα υπήρξαν για εμένα δυο ριζικές μεταβάσεις. Η μία από το Λονδίνο στην Ελλάδα. Και η δεύτερη και πιο δραματική ήταν η μεταφορά από τις αίθουσες διαλέξεων και τα πανεπιστημιακά γραφεία στη Βουλή και σε ένα κλίμα που είναι πολλές φορές άγριο και σε έναν συνεχή πολιτικό πανικό. Κάποια ιστορία αναδεικνύεται μια ημέρα, ασχολούνται όλοι για δυο – τρεις ημέρες και μετά ξεχνιέται και προχωράμε στην επόμενη. Αλλά η βασική διαφορά με την πανεπιστημιακή ζωή είναι ότι υπάρχει το θεμελιακό αξίωμα ότι στον πανεπιστημιακό διάλογο – γραπτό ή προφορικό – κερδίζει το καλύτερο επιχείρημα κι όχι αυτός που φωνάζει περισσότερο, ούτε αυτός που επαναλαμβάνει κοινοτυπίες, με την υπόθεση ότι επαναλαμβάνοντας ένα ψέμα ή κάτι που δεν υποστηρίζεται από επιχειρήματα μπορεί να το κάνει αποδεκτό.
Γιατί γράψατε αυτό το βιβλίο; Απευθύνεται, αρχικά και στο ξένο κοινό. Ήταν αυτή η στόχευση; Να καταλάβει κάποιος που δεν ζει εδώ την ελληνική πραγματικότητα;
Ναι, έτσι ξεκίνησε. Το πρώτο μέρος αποτελεί ουσιαστικά την ολοκλήρωση ενός προηγούμενου βιβλίου που είχε εκδοθεί το 2013 με τίτλο «Φιλοσοφία και αντίσταση στην κρίση» και το οποίο ήταν μια πιο φιλοσοφική παρουσίαση όλων των δημοκρατικών τρόπων αντίστασης και διαμαρτυρίας, από την Τυνησία και την Αίγυπτο – την Αραβική Άνοιξη – μέχρι και την Ευρώπη, την Ισπανία, την Ελλάδα, τις ΗΠΑ με το Occupy Wall Street κλπ. Το δεύτερο μέρος είναι ένα καθαρά πολιτικό μέρος στο οποίο παρουσιάζω ένα χρονικό του τι συνέβη στην Ελλάδα από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ έως και το Γενάρη του 2015, τους έξι πρώτους τραυματικούς μήνες και την περίοδο που ακολούθησε βέβαια κατά την οποία ήμουν κι εγώ στην Ελλάδα, από το Σεπτέμβριο του 2015 και μετά. Είναι μια προσπάθεια να παρουσιαστούν για ένα μη ελληνόφωνο κοινό τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα τα τελευταία δυο χρόνια, μέσω μιας οπτικής που δεν είναι ούτε πλήρως ενταγμένη στο κυρίαρχο αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ και προσπαθεί να δείξει ότι οι απόψεις οι οποίες κυριάρχησαν από την μία πλευρά στην διεθνή βιβλιογραφία και στις μεγάλες εφημερίδες, όπως οι Times, οι New York Times και η Le Monde και από την άλλη πλευρά στις αριστερές και αριστερίστικες ιστοσελίδες, έδιναν μια τελείως λανθασμένη πληροφόρηση για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Δεν υπήρχε κάτι τέτοιο στην βιβλιογραφία και θεώρησα πως ήταν σημαντικό να το κάνω.
Το τρίτο μέρος που για μένα είναι το πιο σημαντικό για την Ελλάδα είναι ένα μέρος πολιτισμικής κριτικής. Αναφέρεται σε μερικά από τα πολύ σημαντικά θέματα που αντιμετωπίζει όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και η ελληνική κοινωνία. Θέματα αξιακά, για το τι σημαίνει ηθική και ηθικό πλεονέκτημα, για το πως λειτουργεί η ιστορία και κατά πόσον έχουμε σήμερα μια φιλοσοφία της ιστορίας. Επίσης αφορά σε θέματα του προσφυγικού και του ασύλου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας τους παράλληλα με την προστασία και την προώθηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Στο τρίτο αυτό μέρος, υποστηρίζεται ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ αν την κοιτάξουμε ιστορικά δεν αποτελεί το τέλος της μεταπολίτευσης. Αποτελεί μάλλον το τέλος της μετεμφυλιακής περιόδου της ελληνικής ιστορίας, όπου για πρώτη φορά μια κυβέρνηση ενταγμένη στην ιστορία και την παράδοση της Αριστεράς παίρνει την εξουσία. Αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζει όλες εκείνες τις δυσκολίες, τους περιορισμούς και τις αντιδράσεις που μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα θα επρόκειτο να αντιμετωπίσει έτσι κι αλλιώς. Και τις οποίες βεβαίως δεν τις ξέραμε από πριν.
Τα γεγονότα συνέβησαν. Και τώρα κλείνουν τρία χρόνια με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα λάθη της τριετίας και ποια η πιο σωστή κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ;
Δεν είμαστε ακόμη σε μια στιγμή που θα κάνουμε τον λογιστικό απολογισμό. Είμαστε βαθιά μέσα σε έναν αγώνα. Θα το έθετα λιγάκι διαφορετικά. Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι βυθισμένη σε μια σειρά από αντιφάσεις. Θα έλεγα ότι η αντίφαση είναι ακριβώς το όνομα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, η οποία καλείται να κυβερνήσει και να διαχειριστεί και την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική μέσα σε έναν ωκεανό νεοφιλελευθερισμού. Σύμφωνα με την αριστερή θεωρία, η πολιτική ακολουθεί και μια συγκρουσιακή λογική ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Το κράτος δε, σύμφωνα με αυτή την κλασική ανάλυση, είναι ένα δίκτυο θεσμικό αλλά και μια σύμπτυξη ταξικών δυνάμεων που έχει ως βασικό σκοπό να αποτρέψει οποιαδήποτε κατάκτηση του κράτους από την Αριστερά. Εν προκειμένω, στην δική μας περίπτωση, μοναδική στην ευρωπαϊκή ιστορία, της κατάκτησης της κυβέρνησης από την Αριστερά είχε στόχο να δυσκολέψει με κάθε τρόπο την πολιτική της και την επιτυχία της. Αυτή είναι μια γενική αντίφαση και στην περίπτωση της Ελλάδας ακολουθεί μια σειρά από πιο συγκεκριμένες αντιφάσεις.
Πρώτον, ένα κόμμα που έδωσε έναν μεγάλο αγώνα τα προηγούμενα χρόνια εναντίον των πολιτικών της λιτότητας που επιβλήθηκαν με τα μνημόνια, μετά τον Ιούλιο του 2015 και μετά την μεγάλη υποχώρηση – δεν έχω πρόβλημα να δεχτώ ότι ήταν μια ήττα της κυβέρνησης και της ιδεολογίας της Αριστεράς – είχε πια να διαχειριστεί μια σειρά από μέτρα που ήταν εντελώς αντίθετα με την ιδεολογία του. Αυτή η αντίφαση αποτελεί την εξειδίκευση της προηγούμενης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Δεύτερη αντίφαση. Η πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη ήρθε στην Ελλάδα που φέρει την ειδική ιστορία του ελληνικού δεξιού κράτους, του κράτους της εθνικοφροσύνης, των διώξεων της Αριστεράς, ενός κράτους που την αποτροπή της κατάληψής του από αριστερές δυνάμεις την είχε κάνει σκληρή καταστολή: φυλακίσεις, εκτελέσεις, εξορίες κλπ. Τρίτη αντίφαση. Πρόκειται για μια κυβέρνηση υπόλογη πρώτα σε όλο τον ελληνικό λαό και μετά στους ψηφοφόρους της και την κομματική της βάση. Δηλαδή μια κυβέρνηση που από την μια πλευρά έχει υποχρέωση και ευθύνη απέναντι σε όλο τον ελληνικό λαό, τον οποίο πλέον αντιπροσωπεύει και εσωτερικά και διεθνώς και από την άλλη πλευρά έχει τις ταξικές προτεραιότητες μιας αριστερής κυβέρνησης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κατέφερε και σε πιο βαθμό κατά τη γνώμη σας η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει κάποια βασικά ιδεολογικά και προγραμματικά της χαρακτηριστικά;
Θα απαντήσω και σχέση με αυτό που με ρωτήσατε πριν, ποιες είναι δηλαδή οι επιτυχίες και ποια τα λάθη, κι εγώ το έβαλα σε μια γενικότερη λογική. Μπορούμε να κατονομάσουμε και κάποιες επιτυχίες και κάποιες αποτυχίες. Θα έλεγα ότι οι περισσότερες αποτυχίες έχουν σχέση με το κομμάτι των αντιφάσεων, όπου είσαι υποχρεωμένος να ασκήσεις οικονομικές κυρίως πολιτικές με σαφή ταξική αναφορά που δεν βγαίνουν από την ιδεολογική σου μήτρα. Είναι δυνατό να θεωρήσει κάποιος ότι η αντίφαση οδηγεί σε μία στάση, σε μια σκληρωτική αδυναμία να πάρει κανείς πρωτοβουλίες. Αντίθετα βέβαια στην διαλεκτική – και την κλασική αλλά και την μαρξιστική θεωρία περί διαλεκτικής – η αντίφαση είναι ακριβώς ένα στοιχείο, το οποίο, εφόσον μπορέσεις να ταχθείς στο κομμάτι εκείνο που εμπεριέχει μέσα του την ιδεολογική σου κατεύθυνση, μπορεί να γίνει στοιχείο προώθησης. Μέσα λοιπόν στην κατάσταση αντινομίας μεταξύ της ιδεολογίας του ΣΥΡΙΖΑ και της πολιτικής της λιτότητας, αναπτύχθηκε ένα άλλο πρόγραμμα, το παράλληλο πρόγραμμα. Εγώ θα το έλεγα και πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού. Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση ακολουθεί τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει από το τρίτο μνημόνιο και ταυτόχρονα ξεδιπλώνει ένα πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού, στο οποίο υπάρχει το ταξικό στοιχείο. Γίνεται μια περιορισμένη αναδιανομή πόρων και εξουσίας. Πόρων από το κεφάλαιο προς την εργασία και από το κράτος προς τους πολίτες. Μία περιορισμένη αναδιανομή πόρων και εξουσίας που σιγά – σιγά αρχίζει να αλλάζει την ταξική ισορροπία. Δεν εμφανίζεται με τον πιο απόλυτο τρόπο αυτή τη στιγμή, εντούτοις έχει συμβεί. Για παράδειγμα 2,5 εκατομμύρια πολίτες που ήταν ανασφάλιστοι έχουν τώρα πλήρες δικαίωμα ιατρικής περίθαλψης. Πρόσφατα ελήφθησαν τα μέτρα που έχουν σχέση με το κοινωνικό μέρισμα και την προστασία των αδυνάτων. Μέτρα που είχαν σχέση αρχικά με τη βοήθεια και αργότερα με την ανατροπή αυτού που είχαμε ονομάσει ανθρωπιστική κρίση. Αυτά τα πράγματα έγιναν κι αυτό είναι το κομμάτι της ταξικής πολιτικής. Ταυτόχρονα στην πολιτική των ταυτοτήτων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ελήφθησαν μια σειρά από μέτρα – από το σύμφωνο συμβίωσης και την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, μέχρι αλλαγές στο πλαίσιο πολιτογράφησης των μεταναστών δεύτερης γενιάς και την δημιουργία τζαμιού στην Αθήνα.
Πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι μέσα στο πλήθος των αντιφάσεων, ήταν η πρώτη αριστερή κυβέρνηση της χώρας που ολοκληρώνει τον εκσυγχρονισμό του κράτους, κάτι που δεν έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις και το πολιτικό κατεστημένο, το οποίο κληρονομικώ δικαίω κυβέρνησε την Ελλάδα όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η κυβέρνηση έφτασε δηλαδή την Ελλάδα σε ένα σημείο οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης και της σχέσης κράτους – πολιτών, στο οποίο τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη είχαν φτάσει εδώ και παρά πολλά χρόνια. Η Ελλάδα έμενε πάντα πίσω κι ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους της τόσο άγριας χρεοκοπίας σε σχέση με άλλες χώρες και της μεγάλης καθυστέρησης του τέλους της μνημονιακής πολιτικής. Μιλάω για μέτρα όπως ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και η δημιουργία στελεχών κομματικά ουδέτερων, η δημιουργία κτηματολογίου, η συμπλήρωση των δασικών χαρτών, ο εκσυγχρονισμός του ποινικού και του σωφρονιστικού συστήματος, καθώς και του πλαισίου για την παιδεία και ιδίως την έρευνα. Πράγματα που ενώ είχαν σχεδιαστεί δεν εφαρμόστηκαν ποτέ από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Σε αυτό το κομμάτι, η κυβέρνηση αυτή κλήθηκε να συγκρουστεί με τις παθογένειες του παρελθόντος και με τις καθυστερήσεις και να ολοκληρώσει το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα, πρώτον στην πιο δύσκολη στιγμή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας – ενώ υπήρχε μια συνολική κοινωνική, πνευματική και αξιακή χρεοκοπία του προηγούμενου καθεστώτος και του τρόπου διακυβέρνησης – και δεύτερον, χωρίς ταυτόχρονα να εγκαταλείπει τις ταξικές της δεσμεύσεις και την υποστήριξη που σαν αριστερή κυβέρνηση πρέπει να δείχνει προς τα φτωχότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, προς τους Έλληνες εργαζόμενους.
Για ποιο λόγο να επιδιώξει κανείς να αναλάβει την εξουσία αν δεν μπορεί να εφαρμόσει το δικό του πρόγραμμα; Και πως ήταν αυτή η εμπειρία;
Δεν μπορώ φυσικά να σας πω τι σκεφτόταν ο Τσίπρας γιατί δεν ξέρω. Από δικής μου πλευράς, νομίζω η απάντηση βγαίνει από τα προηγούμενα. Όταν φτάσαμε στα πρόθυρα των εκλογών του 2015, η κυβέρνηση είχε ένα πλήρες ταξικά καθορισμένο πρόγραμμα – όχι επαναστατικό, αλλά ένα πρόγραμμα που υιοθετούσε μερικές αρχές ενός, θα λέγαμε, αριστερού κεϊνσιανισμού, ώστε αρχικά να θεραπεύσει την τεράστια ανθρωπιστική κρίση – υπήρχε κόσμος που δεν είχε να φάει, δεν είχε ιατρική περίθαλψη, δεν μπορούσε να μετακινηθεί, δεν είχε ηλεκτρικό και θέρμανση – και μετά να το βάλει σε εφαρμογή. Πίστευα ότι στο μέτρο που η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζεται στις αρχές της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης, μια καθαρή εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ με το δικό του πρόγραμμα θα οδηγούσε τις πρωτεύουσες της Ευρώπης και κυρίως το Βερολίνο να επιτρέψουν αυτό το πρόγραμμα ως πρώτο βήμα σε ένα γενικότερο σοσιαλιστικό αριστερό πρόγραμμα. Δεν συνέβη. Υπάρχει η φιλολογία περί κολοτούμπας και ψέματος. Αυτό είναι απολύτως λάθος βέβαια. Όταν μιλάμε για μια πολιτική υπόσχεση ή ένα μανιφέστο, αυτό γίνεται τώρα αλλά θα εφαρμοστεί στο μέλλον, εφόσον κερδίσεις και με τις συνθήκες που θα βρεις εκείνη στη στιγμή. Αυτές θα σου επιτρέψουν την εφαρμογή του σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Αυτό συνέβη. Οι υποθέσεις που είχαμε κάνει όλοι ότι μια μεγάλη δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης και αυτού του προγράμματος θα άλλαζε τη στάση των ευρωπαίων δεν επαληθεύτηκαν. Κι αυτό δεν συνέβη, όχι επειδή υπήρχε κάποια μεγάλη οικονομική βλάβη στους δανειστές μας. Επιβεβαιώνεται τώρα ότι οι τράπεζες, ιδιωτικές και κρατικές, είχαν πάρα πολύ μεγάλο κέρδος από αυτή την ιστορία. Το θέμα δεν ήταν οικονομικό, ήταν πολιτικό. Δεν δεχόταν η ηγετική πολιτική ομάδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένα μικρό κόμμα, ένας μικρός λαός, ένα μικρό κράτος αλλά με μεγάλο συμβολικό κεφάλαιο να ξεκινήσει μια διαδικασία ανυπακοής απέναντι στους κυρίαρχους και να φανεί ότι πετυχαίνει. Το θέμα ήταν καθαρά πολιτικό. Έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτύχει, να υπάρξει η αριστερή παρένθεση – την οποία βέβαια, ως ιδέα, συνέλαβαν πρώτοι οι δικοί μας, εδώ στην Ελλάδα – για να παραδειγματιστούν και οι υπόλοιποι ευρωπαίοι, όχι μόνο αυτοί που ήταν στα προγράμματα, αλλά όλοι οι ευρωπαίοι. Να δουν δηλαδή, ότι δεν είναι δυνατόν να αμφισβητήσει κανείς κι ακόμη περισσότερο να αντισταθεί πολιτικά και πρακτικά στις κυρίαρχες πολιτικές της Ευρώπης.
Ίσως είναι εύκολο να απαντήσετε στην κριτική από τα δεξιά καθώς τα κόμματα που τοποθετούνται εκεί έχουν σαφώς νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Τι γίνεται όμως με την κριτική από τα αριστερά. Από το ΚΚΕ για παράδειγμα ή από όσους έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και υποστηρίζουν ότι μετατράπηκε σε ένα αστικό κόμμα που εξυπηρετεί το κεφάλαιο;
Μπορώ να καταλάβω απολύτως την κριτική αυτή και την θεωρώ σε μεγάλο βαθμό καλόπιστη. Κυρίως όταν έρχεται από το ΚΚΕ που επαναλαμβάνει μια σειρά απόψεων τις οποίες εκφράζει, εναντίον οποιουδήποτε είναι στην κυβέρνηση. Δεν είμαι από αυτούς που θα πουν, όλα όσα λέτε είναι λάθος. Τις αντιφάσεις που ζούμε αυτή τη στιγμή, ως κυβέρνηση, ως βουλευτές ή ως κόσμος που ανήκει στον αριστερό χώρο τις βλέπουμε. Αυτή τη στιγμή δεν είμαι σε θέση να σας πω ότι πραγματικά προχωράμε προς έναν σοσιαλιστικό ορίζοντα. Τι σημαίνει αριστερά σήμερα; Τι σημαίνει αριστερά σαν ιδεολογία, σαν οργάνωση κι ακόμη περισσότερο τι σημαίνει αριστερά σαν κυβέρνηση, κάτι που δεν υπήρξε ποτέ όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη; Δεν υπάρχει κάποιο εγχειρίδιο, κάποια συνταγή που θα την εφαρμόσουμε και θα πούμε ότι ακολουθούμε τη βίβλο της Αριστεράς και κάνουμε αυτά που κάνουμε. Όχι. Μετά το 1989 και την πτώση του κομμουνισμού, τα δυο μεγάλα αριστερά κατασκευάσματα του 20ου αιώνα, δηλαδή τα κομμουνιστικά καθεστώτα με όλες τις αλλοιώσεις τους και η σοσιαλδημοκρατία που ήταν εκείνη που ξεκίνησε στην Ευρώπη αυτό που σήμερα ονομάζουμε νεοφιλελευθερισμό – ο Σρέντερ στη Γερμανία και ο Μπλερ στην Αγγλία – απαξιώθηκαν. Και το ένα, το κομμουνιστικό μοντέλο, αποχώρησε τελείως από την ιστορική συγκυρία. Και τότε και τώρα δεν ξέρουμε την Αριστερά. Μπορούμε να την βρούμε. Την φτιάχνουμε. Όπως κάποιος που μπαίνει στη θάλασσα και μαθαίνει να κολυμπά.
Χρειάζεται ένας συνεχής και μεγάλος πειραματισμός. Αυτό έπρεπε να το κάνουμε. Δεν έπρεπε να πούμε, όπως έκαναν κάποιοι που έφυγαν από το ΣΥΡΙΖΑ ότι «εμείς θέλουμε να κρατήσουμε τα χέρια μας καθαρά, δεν μας ενδιαφέρει τι θα συμβεί με την ανθρωπιστική κρίση, αν ο κόσμος θα πεθάνει από την πείνα, αν θα υπάρχει ιατρική περίθαλψη, γιατί δεν θέλουμε να λερωθούμε από την βρόμα της κυβέρνησης». Τι είναι λοιπόν αριστερά. Είμαστε στη μέση των πραγμάτων. Στο μέτρο που δεν έχουμε τον αριστερό τυφλοσούρτη κι ούτε μπορούμε να δεχτούμε θεωρίες που εφαρμόστηκαν στο παρελθόν και απέτυχαν συνολικά ως βασικό οδηγό. Τι ονομάζω αριστερά; Οτι ονομάζω και την ιδέα του κομμουνισμού. Είναι ένας ορίζοντας. Όσο τον πλησιάζουμε τόσο απομακρύνεται. Η ουσία του είναι δυο πράγματα: ισότητα και δημοκρατία. Η δημοκρατία, όμως όχι μόνο ως μέθοδος μέτρησης ψήφων και εκλογής κυβερνήσεων, αλλά ως τρόπος ζωής που διαχέεται σε όλο τον κοινωνικό ιστό, ξεκινώντας από την πολιτική, πηγαίνοντας στην περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση, μπαίνοντας μετά στην οικονομία, τον πολιτισμό, τον τρόπο που βλέπουμε ο ένας τον άλλο και αλλάζοντας οποιαδήποτε μικροεξουσία μπορεί να υπάρξει σε κάθε χώρο ή τομέα. Αυτός είναι ο ορίζοντας. Κι αυτό σημαίνει ότι κάθε μικρή επιτυχία που μπορείς να έχεις προς την ισότητα και την δημοκρατία δεν την θεωρείς ως τερματικό σταθμό. Δεν θα υπάρξει κάποια ιστορική στιγμή που θα αναφωνήσουμε «Α! Φτάσαμε! Αυτός είναι ο σοσιαλισμός. Αυτή είναι η δημοκρατία». Είναι ένας συνεχής δρόμος. Μετά από κάθε επιτυχία, έστω και μικρή προχωράς στο επόμενο βήμα, ριζοσπαστικοποιείς την επόμενη πολιτική σου απόφαση. Ένα συνεχές κύμα ριζοσπαστικοποίησης που δεν τελειώνει ποτέ. Αυτό είναι για μένα σήμερα η Αριστερά και η ιδέα του κομμουνισμού ακόμη. Βρισκόμαστε στη μέση των πραγμάτων αλλά δεν υπάρχει τέλος και με αυτό το κριτήριο δεν μπορώ να πω ότι αυτή η κυβέρνηση αυτή έχει αποτύχει αναφορικά με την αριστερή της κατεύθυνση.
Έγινε πολύς λόγος για αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τελικά την κυβέρνηση, την εξουσία ή και τα δυο; Και τι σημαίνει αυτό;
Έχω γράψει δυο κεφάλαια στο βιβλίο μου για το ζήτημα αυτό. Το ένα από αυτά τα κεφάλαια ξεκινά με τη φράση «Η Αριστερά στην εξουσία;» και συνεχίζει «τέσσερις λέξεις. Το πιο σημαντικό εξ όλων είναι το ερωτηματικό». Γιατί ακριβώς όπως ξέρουν πολύ καλά ακόμη και οι φιλελεύθεροι που σήκωσαν τόσο μεγάλο κουρνιαχτό όταν το είπε αυτό η κ. Μπαζιάνα, αν η εξουσία είναι μόνο πολιτική τότε οδηγούμαστε στον απολυταρχισμό και τον ολοκληρωτισμό. Αυτό το υποστηρίζει κυρίως η φιλελεύθερη ιδεολογία. Ότι, δηλαδή όταν όλες οι άλλες εξουσίες συγκεντρώνονται στην πολιτική και σε κάποιο κόμμα, τότε έχουμε είτε σταλινισμό, είτε φασισμό. Αυτή την κριτική την έχουν κάνει οι φιλελεύθεροι μεγάλοι πολιτικοί φιλόσοφοι του 20ου αιώνα. Η Χάνα Άρεντ, για παράδειγμα, στο βιβλίο της «The Origins of Totalitarianism» («Οι απαρχές του Ολοκληρωτισμού»). Για την Αριστερά ήταν πάντα ξεκάθαρο ότι οι πηγές εξουσίας βρίσκονται στο κεφάλαιο – σήμερα πλέον και στις τράπεζες, δηλαδή στο χρηματοπιστωτικό κι όχι απλώς στο βιομηχανικό ή παραγωγικό κεφάλαιο – και μετά στις παραφυάδες που εμφανίζονται στα ΜΜΕ, στον πολιτισμό και βεβαίως στην πολιτική εκπροσώπηση. Αυτή είναι η εξουσία. Ένα πολύπλοκο και πολυσχιδές δίκτυο που βρίσκεται μέσα σε όλη την κοινωνία και του οποίου η πολιτική κορυφή, δηλαδή η κυβέρνηση, αποτελεί ένα μέρος. Θα έλεγα δε, έχοντας μιλήσει με κάποιους φίλους υπουργούς τα τελευταία δυόμισι χρόνια, ότι τουλάχιστον στην αρχή, αυτή η κυβέρνηση ήταν μια κυβέρνηση σχεδόν σε εξορία, με πολιτικούς σε ομηρία. Και με την ομηρία εννοώ δυο πράγματα. Πρώτον, τις συνεχείς επιβολές της τρόικας πάνω στις πολιτικές της κυβέρνησης. Και δεύτερον, μια ομηρία που είχε επιβάλει, όχι όλο, αλλά ένα μεγάλο μέρος του κρατικού μηχανισμού, το οποίο είχε απολύτως αποδεχτεί την λογική της αριστερής παρένθεσης και το οποίο, όπως επανειλημμένα έχουν πει και δημοσίως υπουργοί, δεν έδινε ούτε τους φακέλους, όταν τους ζητούσαν οι πολιτικοί προϊστάμενοι. Χρησιμοποιούσαν παρελκυστικές τακτικές για να μην ενεργοποιηθούν οι πολιτικές. Διέρρεαν πληροφορίες στις εφημερίδες για πολιτικές που διαμόρφωναν τα υψηλά κλιμάκια του υπουργείου έτσι ώστε να αποτρέψουν την εφαρμογή τους. Έτσι κι αλλιώς σε οποιοδήποτε οργανωμένο κράτος η κυβέρνηση και η εξουσία είναι δυο πράγματα διαφορετικά. Στην Ελλάδα είχε γίνει ακριβώς το αντίθετο. Η εξουσία έκανε ότι μπορούσε για να ηττηθεί, για να μην πετύχει η κυβέρνηση.
Μια πρόκληση καθαρή αυτή τη στιγμή είναι η έξοδος από τα μνημόνια. Για εσάς ποιες είναι πραγματικά οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση αλλά και ως κόμμα. Θεωρείτε ότι θα βγει αλώβητος ή πληγωμένος από την κυβερνητική του θητεία; Και πρέπει να είναι το επόμενο βήμα, η επόμενη ημέρα;
Η πρόκληση είναι να υπάρχει πάντα το επόμενο βήμα σε κάθε πολιτική, είτε αυτή μπαίνει στον ταξικό συσχετισμό, είτε στον προγραμματισμό των ταυτοτήτων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ποτέ να μην σταματάμε. Μόλις πετύχουμε κάτι, προχωράμε στο επόμενο βήμα. Για μένα σήμερα, η ιδεολογία της Αριστεράς είναι μια ιδεολογία πολέμου θέσεων. Αυτή είναι μια κλασική ανάλυση του Γκράμσι. Καταλαμβάνεις μια θέση και προσπαθείς να προχωρήσεις στην επόμενη. Δεν υπάρχει πια, και σίγουρα όχι στην δυτική Ευρώπη, η λογική της κατάκτησης της εξουσίας μέσα από ένα ρεσάλτο. Δεν υπάρχει Βαστίλλη ή χειμερινά ανάκτορα, τα οποία αν τα κατακτήσουμε, πήραμε την εξουσία. Από οποιαδήποτε πλευρά της αριστεράς και να συζητήσεις αυτή είναι η λογική. Και το ΚΚΕ λειτουργεί στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και οι πιο αριστεριστές. Έχουμε δεχτεί ότι ο μόνος τρόπος για ανάληψη της κυβέρνησης και εξουσίας είναι ο κοινοβουλευτικός, μαζί βέβαια με τον δρόμο και τα κινήματα. Γιατί ήταν τα κινήματα που έφεραν και τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Ήταν οι αντιδράσεις και οι αγανακτισμένοι που βοήθησαν να καταλάβει ο κόσμος την χρεοκοπία των προηγούμενων και να αποδεχτεί ότι μια παράταξη και μια ιδεολογία που έχει τόσο πολύ δαιμονοποιηθεί στην Ελλάδα, είναι η μόνη δύναμη που βρίσκεται έξω από αυτό το χρεοκοπημένο καθεστώς και πρέπει να της δοθεί η ευκαιρία μήπως καταφέρει από τη μία πλευρά να εκσυγχρονίσει το κράτος και από την άλλη να την κάνει κοινωνικά δίκαιη. Η πρόκληση λοιπόν είναι να συνεχιστεί αυτός ο αγώνας, αυτό το ταξίδι που έχει ξεκινήσει.
Πως κρίνετε τον Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργό και ως πολιτικό;
Ζούμε σε μια εποχή στην Ευρώπη που δεν έχει πια ηγέτες. Η δυτική Ευρώπη και η ΕΕ ανέδειξε στο παρελθόν μια σειρά από προσωπικότητες που έβαλαν τη σφραγίδα τους στις δύσκολες στιγμές των μεταβάσεων. Δεν υπάρχει πια η λογική των μεγάλων ηγετών στην Ευρώπη. Αυτό ίσως έχει να κάνει με την οργάνωση και την κοινωνική αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος. Σήμερα οι περισσότεροι πολιτικοί βγαίνουν από αυτό που ονομάζεται κομματικός σωλήνας, έχουν δηλαδή περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους μέσα στα κομματικά γραφεία. Το πρόβλημα με αυτό δεν είναι αυτό που ακούγεται καμιά φορά στην Ελλάδα, ότι δεν έχουν κολλήσει ένσημα γιατί δεν έχουν δουλέψει αλλού. Το πρόβλημα είναι ότι αν έχεις περάσει ένα μεγάλο διάστημα της ζωής και της δουλειά σου μέσα σε ένα κομματικό γραφείο δεν έχεις τις μεγάλες ιδέες και τη φαντασία που θα σου επιτρέψει πραγματικά να παίξεις το ρόλο που αλλάζει τον ρου της ιστορίας στο κρίσιμο σημείο.
Και να πάμε στον Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο ξέρω λίγο προσωπικά. Τον είχα γνωρίσει πριν γίνει πρωθυπουργός κι αυτό που μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση είναι ότι πρόκειται για έναν εξαιρετικά έξυπνο άνθρωπο. Γρήγορα καταλαβαίνει και μαθαίνει κάτι καινούργιο κι έχει τη δυνατότητα και το πολιτικό κριτήριο να εντάσσει στον συνολικό του προγραμματισμό αυτά που θεωρεί ότι είναι θετικά και να απορρίπτει όσα εκτιμά ότι δεν πρέπει να ενταχθούν. Μίλησα πριν για τους μεγάλους ηγέτες. Κανείς δεν γεννιέται μεγάλος ηγέτης ή ήρωας. Έρχεται η συγκυρία που καλεί τον καθένα μας να πάρει μια θέση. Ανταποκρίνεσαι ή όχι. Ο Αλέξης Τσίπρας, όντας στην ηγεσία ενός μικρού κόμματος εκλήθη να συγκρουστεί με αυτό το κρατικοδίαιτο παρασιτικό καθεστώς των τελευταίων 40 – 50 χρόνων και να βοηθήσει αυτή τη χώρα να αποκτήσει την εσωτερική οικονομική της ευρωστία αλλά και να ξανακερδίσει την διεθνή αναγνώριση και το συμβολικό κεφάλαιο που της ανήκει. Αυτή την πρόσκληση την αποδέχτηκε. Και είναι ενδιαφέρον ότι με εξαίρεση την Μέρκελ είναι ο ηγέτης που έχει παραμείνει στην εξουσία το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο μεγάλος ηγέτης δεν είναι αυτός που έχει «στόφα». Υπάρχει, βέβαια και το ταλέντο. Αλλά αυτό που κάνει τον ηγέτη είναι ότι σε μια κρίσιμη στιγμή μπόρεσε να πάρει αποφάσεις που είχαν θετικές επιπτώσεις και για τον δικό του λαό και εν προκειμένω, αφού μιλάμε για την Ευρώπη και για τους υπόλοιπους λαούς, έτσι ώστε να υπάρχει αναγνώριση και από τους έξω κι όχι μόνο από τους μέσα. Πιστεύω ότι ο Τσίπρας βρίσκεται σε αυτή την πορεία αυτή τη στιγμή. Οπως είπα και σε τηλεοπτική συζήτηση, οι πρωτοβουλίες του για το Μακεδονικό και ο πρόσφατος διάλογος του στο Νταβός με τον Ιταλό Πρωθυπουργό, τον κ. Τζεντιλόνι, με έκαναν να αισθανθώ υπερήφανος. Κυρίως γιατί έβαλε στο κέντρο της συζήτησης, και μάλιστα στο πιο προβεβλημένο διεθνές επίπεδο, θέματα όπως: η αποτυχημένη πολιτική της Δύσης στη Λιβύη και το Ιράκ, το προσφυγικό και η ανάγκη για ισότιμη συμμετοχή στην αντιμετώπιση του όλων των κρατών μελών της ΕΕ, καθώς και η ανάγκη για μια κοινωνική στροφή της πολιτικής της ΕΕ.
Εγώ και πολλοί άλλοι πανεπιστημιακοί είχαμε ασκήσει κριτική στην λιτότητα. Η κριτική αυτή δεν ήταν κυρίαρχη την πανεπιστημιακή κοινότητα αλλά ήταν γνωστή. Όμως ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν οι πρώτοι που είπαν ότι η λιτότητα είναι καταστροφική για την Ευρώπη, ως κυβέρνηση. Ήταν επίσης μια κυβέρνηση που έβαλε σε κεντρικό σημείο στην πολιτική της την σημασία της δημοκρατίας με το δημοψήφισμα και τις δεύτερες εκλογές. Τους έλεγαν τρελούς, τους έλεγαν κομμουνιστές, εδώ στην Ελλάδα έλεγαν ότι θα γίνει Βενεζουέλα. Και κοιτάξτε σήμερα μετά από δυόμισι χρόνια. Ο Σουλτς θα γίνει κατά πάσα πιθανότητα υπουργός οικονομικών στη Γερμανία, ο Ντάισελμπλουμ παραδέχεται αυτά που έλεγε ο Τσίπρας ως πρωθυπουργός, ότι δηλαδή όλα έγιναν για να σωθούν οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Έχει επίσης αρχίσει να μπαίνει ένας αέρας εκδημοκρατισμού στην ΕΕ, κυρίως με την πρόταση του Μακρόν. Αν οι αλλαγές αυτές, στην οικονομική και κοινωνική πολιτική αλλά και στο θεσμικό οικοδόμημα της Ευρώπης προχωρήσουν, θα είναι δυνατόν να πούμε κάποια στιγμή στο μέλλον ότι ο Τσίπρας είναι ένας από τους μεγάλους ηγέτες, ο οποίος εκλήθη εκείνη τη στιγμή – υπήρχε κι ένα στοιχείο τυχαιότητας – να είναι ο εκπρόσωπος των ιδεών και των πολιτικών για την αλλαγή του κυρίαρχου συστήματος που οδήγησε την Ευρώπη σε αυτά τα απαίσια αποτελέσματα. Επομένως ιστορικά μπορεί να καταγραφεί ως μεγάλος ηγέτης. Νομίζω ότι είναι αρκετά πιθανό.
Η κυβέρνηση, αν δεν συμβεί κάτι απρόβλεπτο, δείχνει ότι θα ολοκληρώσει την τετραετία. Αν αυτό συμβεί θα είναι η πρώτη κυβέρνηση που τα καταφέρνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια και ιδιαίτερα μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η εκλογολογία, ωστόσο, δεν κοπάζει. Εσείς τις εκτιμάτε ότι θα συμβεί.
Η άποψή μου είναι ότι αυτή η κυβέρνηση θα κριθεί από αυτό που έκανε μέχρι τώρα και θα κάνει μέχρι τις επόμενες εκλογές. Για εμένα δεν είναι η μεγαλύτερη προτεραιότητα να κοιτάμε ποιος θα κερδίσει τις εκλογές. Προφανώς κατ’ εμέ πρέπει να τις κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ για τον πολύ απλό λόγο ότι οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στις δυο κατευθύνσεις, δηλαδή του εκσυγχρονισμού του κράτους και της αλλαγής του ταξικού συσχετισμού προφανώς δεν είναι δυνατόν να γίνουν σε τέσσερα χρόνια και μάλιστα στα τέσσερα πιο δύσκολα χρόνια της μεταπολιτευτικής ιστορίας της χώρας.
Με δεδομένη την πολύ ρευστή πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη (άνοδος της ακροδεξιάς, αντιευρωπαϊσμός, εθνικισμός, οικονομικός νεοφιλελευθερισμός) πως βλέπετε το μέλλον της Ευρώπης και το μέλλον της αριστεράς στην Ευρώπη. Τι ρόλο πιστεύετε ότι έπαιξε ή θα παίξει ο ΣΥΡΙΖΑ που ήταν η πρώτη αριστερή κυβέρνηση;
Η πρώτη αριστερή κυβέρνηση και η πρώτη κυβέρνηση που είπε τα όσα ανέφερα προηγουμένως. Όπως γράφω και στο βιβλίο μου πιστεύω ότι η Ευρώπη περνά μια τεράστια υπαρξιακή κρίση. Υπάρχει και ο κίνδυνος να μην μπορέσει να επιβιώσει με την μορφή που την ξέρουμε. Πρόκειται για μια κρίση που ξεκίνησε από τις πολιτικές και θεσμικές προτεραιότητες της Ευρώπης, χοντρικά το 2008 – 2009 και πλέον έχει οδηγήσει στις διάφορες προτάσεις για τη θεσμική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική μεταρρύθμιση. Ωστόσο, η κρίση αυτή είναι μέρος μια πολύ μεγαλύτερης διαδικασίας η οποία ξεκίνησε πιθανόν από το 1960 ή 1970, με τον αγώνα για ανεξαρτησία των αποικιών και η οποία οδηγεί σε μια διαδικασία εξισορρόπησης και εξίσωσης στον παγκόσμιο πολιτικό χάρτη, με τις πρώην αποικίες ή τις λεγόμενες χώρες του τρίτου κόσμου να απαιτούν και να κερδίζουν μια ισότιμη συμμετοχή. Το βλέπουμε με την άνοδο της Κίνας, της Ινδίας των λεγόμενων Bricks και βέβαια με τις μεταναστευτικές ροές. Εδώ στην Ελλάδα οι ροές αυτές έχουν σχέση με τον πόλεμο στη Συρία, όμως κι αύριο να τελείωνε ο πόλεμος οι πληθυσμιακές ροές από το νότο προς τον βορρά θα συνεχιζόντουσαν. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, 80 εκ. πρόσφυγες αυτή τη στιγμή σε όλη την υφήλιο ζητούν ένα ασφαλές μέρος για να ζήσουν και 250 εκ. οικονομικοί μετανάστες ψάχνουν να βρουν ένα μέρος για να έχουν μια αξιοπρεπή δουλειά και ζωή.
Αυτό είναι το σημαντικότερο πρόβλημα για το οποίο, αυτή τη στιγμή, δυστυχώς η Ευρώπη δεν φαίνεται να έχει τον παραμικρό προγραμματισμό. Απλώς το ζει και υιοθετεί πολιτικές αποσπασματικές. Όπως στο ζήτημα των προσφυγικών ροών για παράδειγμα. Οι πολιτικές δεν είναι ολοκληρωμένες και τελικά επιτρέπουν την έξοδο από τον προγραμματισμό ομάδων κρατών, όπως οι χώρες Βίζεγκραντ. Αυτό ακριβώς δείχνει την έλλειψη ηγεσίας και δυνατότητας σκέψης, όχι μόνο για τους επόμενους έξι μήνες ή ένα χρόνο αλλά για τα επόμενα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια. Αυτό θα περίμενε κανείς από τους υποτιθέμενους εξαιρετικούς τεχνοκράτες και εμπειρογνώμονες που κατοικοεδρεύουν στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και την Φρανκφούρτη. Και δεν συμβαίνει. Κοιτώντας το άμεσο μέλλον της Ευρώπης για τα επόμενα πέντε – δέκα χρόνια και τη συζήτηση που ξεκινά αυτή τη στιγμή, δεν είμαι τρομερά αισιόδοξος. Έχουμε τις προτάσεις Γιούνκερ και Μακρόν. Να δούμε και τι θα πουν οι Γερμανοί που συνήθως δεν θέλουν καμία αλλαγή. Η κ. Μέρκελ – την ονομάζω πολιτικό – τεφλόν, γιατί τίποτε δεν κολλάει πάνω της – πάντά ήταν στη γραμμή: «μέχρι εδώ, όλα πάνε καλά». Έτσι στο μέτρο που η Γερμανία θα παραμείνει ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη και εντός της Γερμανίας θα παραμείνουν κυρίαρχες οι απόψεις Σόιμπλε – Μέρκελ, νομίζω ότι οι αλλαγές που θα γίνουν τα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια δεν θα είναι μεγάλες, θα έχουν κυρίως κοσμητικό χαρακτήρα. Εκτός αν υπάρξουν κάποιες ριζικά μεγάλες πολιτικές διαφοροποιήσεις. Αν για παράδειγμα η πολιτική του Κόρμπιν στη Βρετανία – που δυστυχώς θα φύγει από την ΕΕ – αρχίσει να έχει ανταπόκριση και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Αν υπάρξει δηλαδή μια καθαρά αριστερή κεϋνσιανή πολιτική που θα οδηγήσει τη σοσιαλδημοκρατία έξω από το νεοφιλελεύθερο σχήμα το οποίο αυτή λανσάρισε και προώθησε σε όλη την Ευρώπη.
Πάντως θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή η ΕΕ παραμένει ακόμη σε μια απαρχαιωμένη σχεδόν αποικιοκρατική λογική και δεν κατανοεί την ιστορική της ευθύνη ως πολιτικός χώρος, ο οποίος κέρδισε από την τεράστια λεηλασία των φυσικών και κοινωνικών πόρων των αποικιών. Μια πραγματική ηγεσία θα έβαζε αυτά τα θέματα στον χάρτη του πολιτικού προγραμματισμού και θα προσπαθούσε να βρει με ποιον τρόπο είναι δυνατόν αυτή η διαδικασία της αλλαγής της ισορροπίας ισχύος να γίνει με τον πιο ήπιο τρόπο, έναν τρόπο φιλικό προς τους πληθυσμούς και τους δικούς μας και του υπόλοιπου κόσμου αλλά κι έναν τρόπο πιο φιλικό για τον πλανήτη. Πρέπει να ξανασκεφτούμε στη λογική αυτής της παγκόσμιας αλλαγής και να λάβουμε υπόψη όλα εκείνα τα πράγματα που θεωρητικά ξέρουμε για το τι σημαίνει μια ήπια ανάπτυξη που σέβεται και τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Να ξανασκεφτούμε από την αρχή πιο είναι το μέλλον της ανθρωπότητας, ποιές είναι οι αξίες που πρέπει να υπηρετήσουμε τον 21ον αιώνα. Αυτό φοβάμαι ότι δεν μπαίνει μέσα στη λογική της ΕΕ και των ηγετικών της κύκλων κι εκεί είναι που πιθανόν μια μικρή Ελλάδα, η οποία άρχισε σιγά – σιγά να τα λέει αυτά, να τα βάζει στη συζήτηση, όχι μόνο την πανεπιστημιακή αλλά την πολιτική, να μπορέσει να παίξει έναν πιο σημαντικό ρόλο από αυτόν τον οποίο μας επεφύλαξαν τα προηγούμενα δέκα χρόνια.