Η απεργία πέινας έγινε πάλι μόνιμος τρόπος διαμαρτυρίας και αντίστασης. Οι 300 της Υπατίας, οι μεταναστες στην Αμυγδαλέζα, οι Σύροι προσφύγες στο Σύνταγμα, ο Ρωμανος και ο Κώσταρης επιστρέφουν σε μια αρχαία μέθοδο αντίστασης. Γιατί λιμοκτονούν στην κοινωνία της αφθονίας;
Αυτονομία και ανυπακοή
Οι απεργοί πείνας είναι ο βαθμός μηδέν της ανθρωπότητας. Είναι μάρτυρες με τις δύο έννοιες της λέξεις, αυτόπτες και εξιλαστήρια θύματα. Ως αυτόπτες καταθέτουν ότι αξίζει κανείς να ζει για αξίες για τις οποίες αξίζει και να πεθάνει. Οι απεργοί πείνας ασκούν αυτό που οι φιλόσοφοι θεωρούν την ουσία της ελευθερίας.
«Το ζώο επιλέγει ή απορρίπτει από ένστικτο ενώ ο άνθρωπος με μια πράξη ελευθερίας», λέει ο Ρουσώ, «έτσι που ένα ζώο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τον κανόνα που του έχει οριστεί ακόμα κι αν αυτό θα το ωφελούσε, ενώ ο άνθρωπος συχνά παρεκκλίνει από αυτόν παρότι αυτό τον ζημιώνει». Τα ζώα υπακούουν τον φυσικό νόμο, δεν μπορούν να τον παραβιάσουν. Ο άνθρωπος όμως είναι ελεύθερος να πεθάνει από ελευθερία. Ελευθερία είναι να ενεργεί κανείς ενάντια στους βιολογικούς και κοινωνικούς νόμους στο όνομα μιας υψηλότερης αλήθειας. Αυτονομία να νομοθετώ τον νόμο μου, να επιλέγω να πάω ενάντια στη ανάγκη, την επιθυμία ή την συμβατικότητα.
Για τον Καντ, η ηθική δράση έχει ως κίνητρο αποκλειστικά το σεβασμό για τον ηθικό νόμο που απαιτεί να παραμερίζονται οι ανάγκες, οι επιθυμίες, τα συμφέροντα. Ο Φρόυντ υποστηρίζει ότι ο πολιτισμός είναι μια προσπάθεια άρνησης της επιθυμίας κι’ αυτό δημιουργεί την ανθρώπινη δυσφορία. Γιά τον Ντεριντά, και ο καλύτερος νόμος παραβιάζει την απόλυτη και απροσδιόριστη δικαιοσύνη. Η ουσία του ανθρώπου είναι ότι δεν έχει ουσία, η φύση του είναι η ικανότητά να απομακρύνεται από τους φυσικούς ή κοινωνικούς κωδίκες και να αρχίζει εκ του μηδενός ξανά και ξανά.
Το εστιατόριο του Χέγκελ και του Φρόυντ
Η κραυγή ‘Ελευθερία ή Θάνατος’ έχει ηχήσει σ’ολη την ανθρώπινη ιστορία. Γιατι όμως οι ανυπάκοοι ελεύθεροι επιλέγουν την λιμοκτονία;
Η ζωή χρειάζεται τροφή. Η άρνηση τροφής ειναι ο πιο απλός τρόπος άρνησης του φυσικού νόμου. Στην νεωτερική φιλοσοφία, το φαγητό βρίσκεται στα θεμέλια της υποκειμενικότητας. Για τον Χέγκελ, η αυτοσυνειδησία και η επιβίωση του εαυτού εξαρτάται από τον μη εαυτό, το αντικείμενο και τον άλλο άνθρωπο. Η πείνα αποκαλύπτει την έλλειψη στην καρδιά του εγώ και οδηγεί στην επιθυμία. Μόνο ο εξωτερικός κόσμος μπορεί να πληρώσει την έλλειψη και ικανοποιήσει την επιθυμία.
Η αρχική αντίδραση του εγώ στην έλλειψη είναι να αρνηθεί τον κόσμο καταβροχθίζοντας το φαγητό και αρνούμενο την διαίρεση και την εξάρτηση του. Αλλά η άρνηση του αντικείμενου δεν με κάνει υποκείμενο. Η επιθυμία μετακινείται τώρα από το αντικείμενο στον άλλο. Μόνο η επιθυμία και η αναγνώριση του μπορεί να με βοηθήσει να αποκτήσω αυτοσυνειδησία και ταυτότητα. Καθρεφτίζομαι στα μάτια και την επιθυμία του άλλου, γίνομαι ‘έγώ΄ μέσω της αμοιβαίας αναγνώρισης των άλλων – κοντινών και αγαπημένων, φίλων, συναδέλφων, αλλά και των αγνώστων που συναντώ στο ταξιδι της ζωής. Ο άλλος και η αναγνώριση του βρίσκεται μέσα μου και η δική μου επιθυμία φιάχνει την ταυτότητα του. Είμαι αυτόνομος στην αμοιβαία μου εξαρτηση από τον άλλο.
Η φαινομενολογία του Χέγγελ είναι λοιπόν ένα τεράστιο εστιατόριο και ένα ρωμαντικό δείπνο. Γίνομαι αυτό που είμαι όταν καταλάβω ότι εξαρτώμαι από το αντικέιμενο για την φυσική επιβίωση. Αλλά δεν μπορώ να απολαύσω το φάγητο – να πληρώσω την έλλειψη – χωρίς συντρόφους, χωρίς συζήτηση, επιθυμία, τους έπαινους και τις κριτικές των συνδαιτημόνων μου.
Στο ίδιο τραπέζι κάθονται και οι ψυχαναλυτές . Γράφει ο Φρόυντ: ‘Κανενας που έχει δει ένα βρέφος που χορτασμένο απο το στήθος ξαπλώνει ευτυχισμένο με κοκκινισμένα μάγουλα και χαμόγελο αγαλλοίασης δεν μπορεί να αποφύγει την σκέψη οτι αυτή η εικόνα γίνεται πρότυπο της σεξουαλικής ηδονής στην ζωή’. Η σεξουαλική επιθυμία αποτελεί μεταφορά της επιθυμίας για τροφή, της αρχικής απαίτησης και ικανοποίησης του μητρικού στήθους. Για τον Λακάν η ιδέα αυτή γίνεατι εξίσωση: ‘Επιθυμια είναι η απαίτηση μείον την ανάγκη’. Το βρέφος ζηταέι το στήθος για τροφή αλλά ταυτόχρονα απαιτει την άνευ ορων αγάπη της μητέρας. Υπάρχει πείνα, αχόρταγη πείνα στην επιθυμία.
Τροφή και λόγος
‘Μην μιλάς με γεμάτο στόμα’ μου έλεγε η μάνα μου. Με ξένιζε αυτό, μια που το φαγητό και η ομιλία είναι δυό μεγαλες χαρές. Είχε δίκιο. Η τροφή και ο λόγος ανταγωνιζονται, διεκδικουν το στόμα, την γλώσσα το σάλιο. Όταν το ένα επικρατεί το άλλο υποχωρεί. Το φαγητό σωπαίνει τα λόγια και οι λέξεις αντικαθιστούν τα εδέσματα. Ό άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμί αλλά με τον λόγο που βγαίνει από το στόμα του Κυρίου’ λεέι το Δευτερονομιο και η Αποκάλυψη απαιτεί να ‘φάμε το ιερο βιβλίο, που είναι πικρό στο στομάχι αλλά γλυκό σαν μέλι στο στόμα’.
Για τον απεργό, η πείνα είναι πολιτικός και επιτελεστικός λόγος. Ο απεργος αρνειται την τροφή, τον άλλο ως αντικείμενο, σκιαγραφώντας μια εικόνα θυσιας αλλά και αυτάρκειας. Δεν αποσκοπεί στον θάνατο. Επιβιώνει από την επιθυμία του άλλου ανθρώπου, του συναπεργού, του αλληλέγκυου, της κοινότητας. Τα λόγια και η ενθάρυνση των απ’ έξω γίνονται τροφή του. Στρατηγική του να επικρατήσει επί των ισχυρών με την απόλυτη εξασθένιση, την ‘αποσωμάτωση’ και τα λόγια του. ‘Οπως έλεγε ο Ιρλανδος Τέρενς ΜακΚουίνι, που πέθανε στο Λονδίνο το 1920 μετά 74 μέρες απεργίας πείνας ‘δεν θα νικήσουν αυτοί που μπορούν να επιβάλλουν τα χειρότερα αλλά αυτοί που μπορούν να υποφέρουν τα περισότερα.’
Λιμοκτονώ άρα αντιστέκομαι
Στον βιοπολιτικό κόσμο, ζωή σημαίνει καταγραφή στα κιτάπια του κράτους, στο ληξιαρχείο, στον δήμο, στην αστυνομία. Οι sans papiers μετανάστες, χωρίς ταυτότητες, βιζες και άδειες, βρίσκονται εκτός της θεσμοποιημένης ανθρωπότητας. Το μαρτύριο – η λιμοκτονία, ο αυτο-τραυματισμός, η αυτοκτονία, τα πλέοντα φέρετρα της Μεσογείου – γίνονται κύριες μορφές αντίστασης.
Στη διαλεκτική αφέντη και δούλου του Χέγκελ, ο αφέντης φτάνει μέχρι το τέρμα στον αγώνα του για αναγνώριση, πρόθυμος ακόμα και να πεθάνει, ενώ ο δούλος, φοβάται για τη ζωή του, συνθηκολογεί και αποδέχεται την υποτέλειά του. Οι απεργοί αντιστρέφουν την εικόνα. Όντας οι ίδιοι οιονεί μη άνθρωποι, αντιμετωπίζουν το θάνατο για να στερήσουν από τον αφέντη την εξουσία να σκοτώνει. Ο φόβος θνάτου γίνεται υπόσχεση ζωής. Κάνοντάς το συλλογικά, με τα λόγια σαν τροφή, σκιαγραφούν μιά εξουσία, που δεν βασίζεται στη καταναγκαστική ή εθελοντική θυσία που επιβάλλει ο Κυρίαρχος. Η θυσία τους γίνεται θεμέλιο ενός νέου τύπου κοινότητας.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 02 Δεκεμβρίου 2014.