Η πρόσφατη πολιτική φιλοσοφία έχει εισαγάγει μια σημαντική διάκριση μεταξύ της «πολιτικής» (la politique, politics) και του «πολιτικού» (le politique, the political), δύο διαφορετικών και αλληλοσυνδεόμενων μορφών άσκησης της εξουσίας.
Ο Νανσί, ο Μπαντιού, ο Λακλάου, ο Ζίζεκ, ο Ρανσιέρ, ο Νέγκρι ή ο Μπαλιμπάρ χρησιμοποιούν κάποια μορφή της διάκρισης. Κατά τη Chantal Mouffe, η «πολιτική» αποτελείται από τις συνηθισμένες και καθημερινές πρακτικές της πολιτικής δραστηριότητας, απ’ ό,τι γίνεται γύρω από τη Βουλή, τα υπουργεία, τους κομματικούς μηχανισμούς και τα συνδικάτα.
Το «πολιτικό», από την άλλη πλευρά, αναφέρεται στον θεμελιώδη τρόπο οργάνωσης του κοινωνικού δεσμού, που χαρακτηρίζεται από βαθιές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς. Η πολιτική οργανώνει θεσμούς και πρακτικές και δημιουργεί την τάξη και κανονικότητα της κοινωνίας. Αλλά η κοινωνική ευταξία στηρίζεται στη ριζική αντιπαράθεση και κυριαρχία των ισχυρών που εκφράζεται στο «πολιτικό», το επίπεδο του βασικού ανταγωνισμού που θεμελιώνει και σταθεροποιεί την κοινωνική συνύπαρξη. Η σύγκρουση εξηγείται με διάφορους τρόπους.
Για τους μαρξιστές, η πολιτική αποτελεί την επιφανειακή εμφάνιση της πάλης των τάξεων, για τον Σμιτ πολιτική είναι η σχέση μεταξύ εχθρού και φίλου, γι’ άλλους πάλι η πολιτική σχηματοποιεί τη σύγκρουση μέσω ηγεμονικών παρεμβάσεων στην οριζόντια κοινωνική οργάνωση.
Ο ανεξίτηλος ανταγωνισμός αποτελεί προϋπόθεση των περιορισμένων και δομημένων αγώνων της καθημερινής πολιτικής. Η απαραίτητη αναλυτική διάκριση εξηγεί τις αντιφάσεις των μαρξιστών (που ανάγουν τα πάντα στην πάλη των τάξεων και δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον κοινοβουλευτισμό) και των φιλελεύθερων (που αρνούνται την ύπαρξη αδιαπραγμάτευτης σύγκρουσης και ξαφνιάζονται όταν βγαίνει στην επιφάνεια).
Auctoritas και potestas
Η πολιτική ασκείται επομένως πάνω σε δύο άξονες και μορφές εξουσίας: Η auctoritas, η νομιμοποιημένη εξουσία, εκφράζει το «κοινό» ή «δημόσιο» συμφέρον, τη βούληση ενός λαού να συμβιώνει παρά την αναπόδραστη σύγκρουση. Από την άλλη πλευρά, η potestas είναι η δύναμη που διατηρεί τη συνοχή της κοινωνίας μέσω της κυριαρχίας των λίγων πάνω στους πολλούς. Η πολιτική εκφράζει, συμπυκνώνει και διαμεσολαβεί πρόσκαιρα στην κοινωνική και οικονομική σύγκρουση και οικοδομεί νομιμοποιημένη εξουσία πάνω σ’ ένα μόνιμο υπόβαθρο αναπόδραστου ανταγωνισμού.
Ετσι, μπορούμε να κατανοήσουμε τη ρουτινιάρικη καθημερινή πολιτική αντιπαράθεση, την ευπρεπή ανταλλαγή επιχειρημάτων και τους συμβιβασμούς που επιτρέπουν τη λειτουργία της κρατικής μηχανής, αλλά και τις ακραίες επιθέσεις από την αντιπολίτευση, τη δολοφονία χαρακτήρων, την προσπάθεια να διακοπεί η κανονική άσκηση εξουσίας και να συκοφαντηθεί το κράτος. Οι πρόσφατες έξαλλες επιθέσεις είναι απόρροια της –πραγματικής ή λαθεμένης- πεποίθησης της εξουσίας ότι η κυβέρνηση απειλεί τις βασικές κοινωνικές ισορροπίες (http://www.efsyn.gr/arthro/politikos-panikos).
Αποτελούν δηλαδή συμπτώματα της έντασης του ανταγωνισμού στο «πολιτικό» και εμφανίζονται ως ακραίες επιθέσεις στην καθημερινή πολιτική. Η συνηθισμένη ανάλυση δεν μπορεί να εξηγήσει την οξύτητα των επιθέσεων, μια που το αντικείμενό τους είναι δευτερεύουσας σημασίας.
Η βασική πολιτική διάκριση πολιτικού/πολιτικής συσκοτίστηκε από τη σύγκλιση φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών στον νεοφιλελευθερισμό. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς ένα ολέθριο οικονομικό μοντέλο. Είναι μια παγκόσμια ιδεολογία και κοσμοθεώρηση που ωθεί τους ανθρώπους να κατανοούν τη ζωή τους και να σχετίζονται με τους άλλους αποκλειστικά ως άπληστοι καταναλωτές και μηχανές επιθυμίας.
Η πολιτική μετατρέπεται σε διαχείριση της οικονομίας, απαρνούμενη τη βασική της λειτουργία, την προσωρινή ειρήνευση των κοινωνικών συγκρούσεων (προσωρινή, γιατί η κοινωνική σύγκρουση είναι μόνιμο συστατικό του κοινωνικού δεσμού και η potestas είναι η συνεχής του έκφραση) και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, που είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμοποιημένη auctoritas. Ο νεοφιλελευθερισμός παρουσιάζει τη σύγκρουση ως τελειωμένη, παρωχημένη, αδύνατη και ταυτόχρονα προσπαθεί να απαγορεύσει την εμφάνισή της. Αλλά η σύγκρουση δεν εξαφανίζεται.
Οι νεοφιλελεύθερες συνταγές αυξάνουν την ανισότητα, τροφοδοτούν τον ανταγωνισμό και στρέφουν την οργή εναντίον των μεταναστών, των φτωχών και όσων ανθίστανται στην εξαθλίωση. Είναι απόλυτα κατανοητό, λοιπόν, γιατί η οικονομικά φιλελεύθερη πολιτική συνοδεύεται από τα πιο καταπιεστικά μέτρα, που στη Δύση έχουν γίνει μια μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Αποκλεισμός και αλήθεια
Εν τούτοις, παρά τις διαβεβαιώσεις και απαγορεύσεις, το «πολιτικό» και η σύγκρουση επιστρέφουν συνεχώς σαν το απωθημένο. Θα εξετάσουμε σήμερα μία πλευρά αυτής της επιστροφής που έχει αναπτύξει ο μεγάλος Γάλλος πολιτικός φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ. Για τον Ρανσιέρ, το «πολιτικό» παίρνει τη μορφή διαταραχής της ισχύουσας ευταξίας από μια ομάδα που υπάρχει κοινωνικά αλλά είναι αποκλεισμένη από την πολιτική.
Η σύγκρουση εδώ πηγάζει από τη συνεχή ένταση ανάμεσα στο δομημένο κοινωνικό σώμα, όπου κάθε ομάδα –επαγγέλματα, συνδικάτα, κόμματα, διάφοροι φορείς– έχει τον ρόλο της, και αυτό που ο Ρανσιέρ αποκαλεί «το μέρος που δεν έχει μέρος». Αυτές οι ομάδες υπάρχουν αλλά είναι ριζικά αποκλεισμένες από την τάξη της κοινωνίας. Είναι αόρατες, έξω από την εδραιωμένη αντίληψη για το τι υπάρχει, ποιος μπορεί να μιλάει, τι είναι αποδεκτό. Η απαίτηση τέτοιων ομάδων να μπουν στην πολιτική –να ακουστούν τα συμφέροντα και οι απόψεις τους– διαταράσσει συνολικά την κατεστημένη ισορροπία. Οι αποκλεισμένοι μπορεί να προσπαθήσουν να διεκδικήσουν πολιτική αναγνώριση υιοθετώντας τους κανόνες του παιχνιδιού και μετατρέποντας τα αιτήματά τους σε τοπικές εκφράσεις της κατεστημένης τάξης.
Αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις η αποκλεισμένη ομάδα ή ιδεολογία αμφισβητεί την κοινωνική ιεραρχία. Αυτό το είδος ανταγωνισμού δεν είναι μια σύγκρουση συμφερόντων ή ιδεολογιών αλλά ένας διχασμός της «κοινής λογικής»: μια διαφωνία σχετικά με το τι είναι δεδομένο, τι είναι ορατό και τι επιτρεπτό στον δημόσιο διάλογο. Η καθ’ αυτό πολιτική ξεπηδάει μόνο όταν ένα αποκλεισμένο μέρος απαιτεί να συμπεριληφθεί στο πολιτικό σώμα.
Για να το πετύχει πρέπει να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού που κάνουν ορισμένες ομάδες και συμφέροντα ορατά και καταδικάζουν άλλα στην αφάνεια. Μέσα από τη διαδικασία αυτή συγκροτείται ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, πέρα από το ιεραρχημένο και ορατό σύνολο ομάδων και συμφερόντων και η κοινωνική αρχιτεκτονική αλλάζει. Μετά την εισδοχή του νέου υποκειμένου, η πολιτική επιστρέφει στην κανονικότητά της αλλά ο τρόπος άσκησης και οι όροι της έχουν αλλάξει.
Η πολιτική διατηρεί την κοινωνία προσηλωμένη σε μια αγωνιστική αλήθεια. Η δήλωση του Αποστόλου Παύλου, για παράδειγμα, ότι δεν υπάρχει Ελληνας ή Εβραίος, άντρας ή γυναίκα, ελεύθερος ή σκλάβος (Επιστολή στους Γαλάτες 3:28), εισήγαγε την καθολικότητα και την ισότητα στον δυτικό πολιτισμό. Ηταν βέβαια μια πνευματική ισότητα που συνοδευόταν από σκληρές πολιτικές και κοινωνικές ανισότητες.
Ολοι οι άνθρωποι μπορούν να σωθούν αν δεχτούν την πίστη, γιατί οι αλλόθρησκοι και οι άπιστοι δεν έχουν θέση στο θείο σχέδιο. Αυτή η ριζική διάκριση και ο αποκλεισμός θεμελίωσαν την οικουμενική αποστολή Εκκλησίας και Αυτοκρατορίας. Η οικουμενική αρχή είναι αρχή διαχωρισμού και αγώνα, όχι μια φιλελεύθερη θέση απόλυτης και μη διαφοροποιημένης ισότητας που λογικά και ιστορικά έχει οδηγήσει πάντοτε σε ανισότητα και ανελευθερία.
Το καθολικό πρόταγμα περιέχεται στην αρχή της ανατροπής των αιτιών του μερικού συμπτώματος που διασχίζει όλες τις τάξεις, ομάδες και συμφέροντα. Το καθολικό, η ηθική της ριζοσπαστικής πολιτικής, αποτελεί επομένως μια στρατευμένη θέση. Κοντά στους πιο αφανείς και άφωνους, η αρχή της επιστροφής της πολιτικής, της πολιτικοποίησης της πολιτικής, γίνεται μια αλήθεια που διασχίζει τον κοινωνικό χώρο και απευθύνεται σε όλους και στον καθένα.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα. Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 18 Σεπτεμβρίου 2017.