«Το Μέγαρο Μουσικής εάλω», έγραψαν τα «Νέα», όταν, τον Μάρτιο του 2016, ξεκίνησε η σειρά διαλέξεων «Θεωρία στο Μέγαρο» σε μια συνεργασία του Μεγάρου Μουσικής με το Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Επιστημών του Κολεγίου Birkbeck. Ο δε κ. Πρετεντέρης στο «Βήμα» υποστήριξε ότι η σειρά ολοκληρώνει την επιθυμία της διανόησης να «εισβάλει στον αστικό χώρο καθοσίωσης». Αλώθηκε, λοιπόν, το Μέγαρο από τους εκατοντάδες που άκουσαν μέχρι τώρα τον Ετιέν Μπαλιμπάρ, την Τζούντιθ Μπάτλερ, την Ντέιμ Μαρίνα Γουόρνερ, την Τζοάνα Μπερκ, την Τζάκλιν Ρόουζ, τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ, τον Μπρους Ρόμπινς, τον Ζορζ Ντιντί-Ιμπερμάν και τον υπογράφοντα, μεταξύ πολλών άλλων.
Για τους επιφανείς σχολιαστές η θεωρία, η φιλοσοφία, οι ιδέες δεν έχουν θέση στον «ναό των αστών». Οι αστοί και οι ναοί τους δεν ενδιαφέρονται για τη φιλοσοφία, τη θεωρία, την κριτική, οι ιδέες είναι επικίνδυνες. Η «άλωση» του Μεγάρου από τη θεωρία αποτελεί την ελληνική συνεισφορά στην παγκόσμια συζήτηση για τον θάνατο του διανοούμενου.
Ο θάνατος του δημόσιου διανοούμενου συμπίπτει με την ανέλιξη του ειδήμονα. Προσωπικότητες όπως ο Ράσελ, ο Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Σαΐντ ή ο Ντεριντά αγωνίζονταν για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότητα, αντιστάθηκαν στον ρατσισμό και την αποικιοκρατία, εναντιώθηκαν στον πόλεμο. Το ίδιο και οι Ελληνες – ο Σεφέρης, ο Μάνεσης, ο Καστοριάδης, ο Πουλαντζάς, ο Σβορώνος, ο Τσουκαλάς. Οι διανοούμενοι ήταν συνήθως φιλόσοφοι, λογοτέχνες ή καλλιτέχνες με μεγάλη δημόσια αναγνώριση. Εκπροσωπούσαν τον «ριζικό διαφωτισμό», μιλώντας εν μέρει ως ειδικοί, κυρίως όμως ως αντιπρόσωποι της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Η γνώση και η αλήθεια, υποστηρίζουν, δεν είναι «αντικειμενικές», αλλά πεδία μάχης στα οποία μπαίνουμε οπλισμένοι με ηθικές αρχές, ιστορική συνείδηση και πολιτικές αξίες.
Ο δημόσιος διανοούμενος δεν πουλάει την ειδίκευσή του και δεν δίνει ουδέτερες συμβουλές. Οι ηθικές και πολιτικές του αρχές τον βοηθούν να κρίνει, να καταδικάζει και να αντιστέκεται στις υποδείξεις της εξουσίας και στις κοινοτοπίες της «κοινής γνώμης». Η αλήθεια και η οικουμενικότητα δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, είναι στρατηγικές για τη ριζική της αλλαγή.
Η ηθική και πολιτική ευθύνη των διανοούμενων βασίζεται στην παρρησία τους. Πρόγονός τους, ο Σωκράτης με την ανδρεία και την επίμονη κριτική στη δόξα, την κοινότοπη ορθοδοξία. Η ανδρεία και η παρρησία δεν χρειάζονται εμπειρική γνώση, λέει ο Λάχης στον «Περί Ανδρείας» διάλογο, αλλά την ηθική γνώση του εαυτού, του αγαθού και του ωραίου. Ο παρρησιαστής δεν γεννιέται, αλλά γίνεται από την αρμονία λόγου και βίου.
Ομως ο ηρωικός αυτός διανοούμενος πέθανε, μας λένε, τη δεκαετία του 1990 και αντικαταστάθηκε από τους ειδήμονες, τους συμβούλους, τους εμπειρογνώμονες, ενώ τα αδηφάγα ΜΜΕ έχουν ακόρεστη επιθυμία για «ομιλούσες κεφαλές». Το πανεπιστήμιο δεν οδηγεί πια στη σκέψη και την κριτική. Η μεγάλη εξειδίκευση έκανε την πανεπιστημιακή ζωή μοναχική, διανοητικά απομονωμένη, υπό αυστηρό έλεγχο και αξιολόγηση για να συμμορφώνεται με χρηματοδοτικές προτεραιότητες και ιδεολογικές απαιτήσεις. Η ιδέα του «αναγεννησιακού» ανθρώπου με εγκυκλοπαιδική γνώση, ηθική ακεραιότητα και αισθητική οξυδέρκεια σταδιακά χάνεται.
Δεν ανταποκρίνεται πια ο διανοούμενος, λοιπόν, στην ηρωική μορφή ενός Ράσελ, ενός Σαρτρ, ενός Καστοριάδη. Εφόσον δηλώνει ειδικός, είτε πληρώνεται από το κράτος είτε όχι, πρέπει να απέχει από ηθικές αρχές και πολιτικές δεσμεύσεις και να παρουσιάζεται «ουδέτερος» προμηθευτής αντικειμενικής γνώσης. Διαφορετικά είναι «φανατισμένος», «σταλινικός», «ιδεοληπτικός».
Ετσι, έχουμε από τη μια τους λίγους διανοούμενους παλαιάς κοπής, στρατευμένους στην ηθική κρίση, κι από την άλλη αυτούς με συγκεκριμένη ειδίκευση που προσφέρουν συμβουλές στην εξουσία και διασκέδαση στα κανάλια. Οι πρώτοι είναι «ψευδοπροφήτες»: δεν είναι επαρκώς εξειδικευμένοι και διακατέχονται από ριζοσπαστικές αυταπάτες. Οι επιθέσεις στην ακεραιότητα και τα κίνητρά τους, η χλεύη και οι προσβολές είναι ανελέητες και φτάνουν στα όρια του παροξυσμού, όταν απειλείται η κυρίαρχη ιδεολογία. Οπως κατήγγειλαν τα «Νέα», το ακαδημαϊκό μου έργο έχει προσηλυτίσει «νέα καλά μυαλά στη χαρούμενη γνώση της αντισυστημικής επιστήμης». Ηταν έπαινος, όχι κατηγορία.
Σήμερα η λειτουργία του διανοούμενου είναι διττή. Πρώτον, παρουσιάζει ένα πλαίσιο για την κατανόηση της πραγματικότητας, αποδομώντας τις απλοϊκές και κοινότοπες κατηγορίες που περιορίζουν τη γλώσσα και καθοδηγούν τη σκέψη. Δεν περιφρονεί τον «μέσο άνθρωπο», τον «λαουτζίκο», τη «μικροαστική αισθητική». Δεν αναπολεί τα «παλιά καλά χρόνια» ούτε «πουλάει» αριστεία και προσωπική επίδειξη. Αντίθετα, ενσωματώνει έναν αγωνιστικό τρόπο ζωής, ένα παράδειγμα μετριοφροσύνης προς μίμηση. Βρίσκεται πάντα μεταξύ μοναξιάς και συμπόρευσης, όπως καθένας που ξεκινάει από τον βασανιστικό προσωπικό αναστοχασμό και καταλήγει στη συλλογική ένταξη. Τα γραπτά και τα λόγια του επομένως παρουσιάζουν μια φιλοσοφία βίου και μια ηθική αρχών. Θέτει δύσκολες ερωτήσεις, αντιστέκεται στην ορθοδοξία και τον δογματισμό, αντιπροσωπεύει όσους έχουν ξεχάσει οι εξουσίες.
Εδώ ο διανοούμενος εκπροσωπεί τις καθολικεύσιμες αρχές του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Οπως λένε ο Τσόμσκι και ο Σαΐντ, ρόλος του διανοούμενου είναι «να λέει την αλήθεια στην εξουσία». Είναι ένας σύγχρονος Ρομπέν των Δασών, που δίνει φωνή σ’ εκείνους που αλλιώς δεν θα μπορούσαν να ακουστούν.
Αλλά σε στιγμές κρίσης η μάσκα της ουδετερότητας πέφτει και από τους ειδήμονες. Η σιωπή τους τα πρώτα πέντε χρόνια των μνημονίων ήταν εκκωφαντική. Οταν αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση ανάγκης, η ουδετερότητα και η σιωπή αποκαλύπτονται ως μεταμφιέσεις ιδεολογικής μεροληψίας. Ο ισχυρισμός περί «αντικειμενικής» γνώσης, μια αξίωση πάντοτε προβληματική στις κοινωνικές επιστήμες, γίνεται τώρα ο ίδιος πεδίο αντιπαράθεσης.
Μετά τον Μισέλ Φουκό, η πεποίθηση ότι η εξουσία και η γνώση είναι εξωτερικές και αντίπαλες δεν πείθει πια. Η σχέση τους είναι στενή, η εξουσία δημιουργεί γνώση και η γνώση αναπαράγει την εξουσία. Ο Μισέλ Φουκό γράφει στο σεμινάριο «Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας»: «Ο ρόλος του διανοούμενου δεν είναι ενός νομοθέτη ή φιλοσόφου που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα… Το υποκείμενο που μιλάει (σ.σ.: ο διανοούμενος δηλαδή) είναι εμπόλεμο».
Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι είμαστε «εμπόλεμοι», ότι, υποστηρίζοντας την ηθική και τη δικαιοσύνη, μιλάμε για όλη την κοινωνία. Το καθολικό αναδύεται όταν το μερικό -ένας άνθρωπος, μια ομάδα, ένα κόμμα- υιοθετεί μια ηθική αξία, όπως η ισότητα, και τη γενικεύει για να εξαλείψει τα συμπτώματα και να μειώσει τις αίτιες της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Στα αγγλικά και τα γαλλικά η λέξη «ευθύνη» (responsibility) συνδέεται ετυμολογικά με την «απάντηση» (response). Είσαι υπεύθυνος όταν απαντάς σε ένα ηθικό αίτημα. Το αίτημα μπορεί να έρχεται από την εξουσία και την κοινοτοπία της ορθοδοξίας ή από τον άλλο. Οταν η ευθύνη καταφάσκει στις εντολές της εξουσίας δεν είναι ηθική. Σ’ αυτή την περίπτωση, ηθική στάση είναι η ανευθυνότητα. Ηθική ευθύνη είναι το να πεις «ναι» στο αίτημα του πένητος, του άνεργου, του αποκλεισμένου.
Είτε ως εκπρόσωπος του καθολικά ηθικού είτε ως στρατευμένος στην αποδόμηση της κοινοτοπίας και την απελευθέρωση, ο δημόσιος διανοούμενος είναι περισσότερο αναγκαίος από ποτέ. Ας ελπίσουμε ότι η αναγγελία του θανάτου του ήταν πρόωρη.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στα Ιδεογράμματα της Νέας Σελίδας. Δημοσιεύτηκε στις 04 Μαρτίου 2018.