Ο δυτικός εαυτός έχει τρεις μορφές: άτομο, υποκείμενο και πρόσωπο. Και οι τρεις είναι εσωτερικά διαιρεμένες. Το άτομο είναι και μοναδικό και μοιάζει με τους άλλους. Το υποκείμενο είναι κυρίαρχο και υπήκοο, υποταγμένο. Τέλος, το πρόσωπο είναι σάρκα και πνεύμα. Αυτές οι κατηγορίες, που βοηθούν τη συμφιλίωση των αντιφατικών μας εμπειριών, απορρέουν από τη χριστιανική κληρονομιά όπως τη μετάλλαξε ο Διαφωτισμός.
Το «ά-τομο», το μη τεμνόμενο, αποτελεί αδιαίρετη μονάδα και βασικό οργανωτικό θεμέλιο της ανθρώπινης κοινωνικότητας. Είμαστε μοναδικοί και ανεπανάληπτοι αλλά ταυτόχρονα τυπικά ίσοι και παρόμοιοι με τους άλλους. Η μοναδικότητα του ατόμου αποτελεί θρησκευτικό «δώρο»: γεννιόμαστε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού. Αλλά είμαστε επίσης παρόμοιοι με τους άλλους -μονάδες σύγκρισης, αντικείμενα ποσοτικού προσδιορισμού και στατιστικής καταμέτρησης- κάτι που επιτρέπει να μας αξιολογούν και να μας κρίνουν.
Το «υποκείμενο» αποτελεί κυρίαρχη μονάδα δράσης και επιλογής, την απροϋπόθετη αιτία των πράξεων. Η θεϊκή κληρονομιά μάς έχει προικίσει με δημιουργικότητα, στοχασμό, αναστοχασμό και ελευθερία.
Το υποκείμενο έχει λόγο, βούληση και δικαιώματα, είναι ηθικά υπεύθυνο για τις πράξεις του και νομικά υπόλογο για τις συνέπειές τους. Αλλά ταυτόχρονα, το νήπιο γίνεται υπο-κείμενο όταν υπόκειται στη γλώσσα και το δίκαιο. Πριν το νήπιο γίνει ομιλούν υποκείμενο με την εισαγωγή του στον νόμο της γλώσσας, έχει ήδη έχει υπαχθεί ως νομικό πρόσωπο στο κρατικό δίκαιο. Οι δύο ετερονομίες της γλώσσας και του νόμου συνιστούν την ηθική αυτονομία της προσωπικότητας.
Το «πρόσωπο» παίρνει πάνω του και εδραιώνει τους δυϊσμούς του ατόμου και του υποκείμενου. Πρέπει να αναγνωρίζομαι ως ταυτόσημος από τη γέννηση ώς τον θάνατο για να αποδοθούν ενέργειες και συνέπειες στις πράξεις μου. Η νομική προσωπικότητα εγγυάται τη διατήρηση της ατομικότητας εφ’ όρου ζωής. Το πρόσωπο δεν είναι μια φυσική ή ψυχολογική οντότητα, αλλά μια «δογματική» νομική κατασκευή.
Ο χριστιανισμός υιοθέτησε την έννοια από το ρωμαϊκό δίκαιο (persona). Το μετουσίωσε, το προίκισε με αξιοπρέπεια και το μετέφερε στην ηθική, κάνοντάς το μέρος της ευρωπαϊκής κληρονομιάς. Το πρόσωπο συνδυάζει το σώμα και το πνεύμα, τη σάρκα και την ύλη. Για τους φιλελεύθερους, το σώμα είναι η έδρα της προσωπικότητας, ο ναός της ψυχής, θέση που ο Michel Foucault ανέτρεψε υποστηρίζοντας ότι η ψυχή, μια σχετικά πρόσφατη προσθήκη στην ανθρωπολογία, είναι αντίθετα η φυλακή του σώματος.
Και τα δύο (σώμα και ψυχή) έχουν γίνει λογικές κατηγορίες και καθημερινές έννοιες που βοηθούν να κατανοήσουμε εαυτόν και αλλήλους. Δεν αποτελούν επιστημονικά συμπεράσματα, αλλά αναπόδεικτα αξιώματα και αυτονόητες αλήθειες. Προέρχονται από τη χριστιανική μεταφυσική και μετασχηματίστηκαν εν μέρει από τον Διαφωτισμό. Η σύγχρονη ιδέα του προσώπου ως συνδυασμού σάρκας και πνεύματος -σώματος και μυαλού- παραμένει κεντρική στις κοσμικές κοινωνίες. Το πρόσωπο, το ενσαρκωμένο πνεύμα, αποτελεί δημιούργημα του δικαίου και της μεταφυσικής.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι μοναδικός χωρίς να είναι παρόμοιος, δεν μπορεί να γίνει υποκείμενο χωρίς να υποταχθεί στον νόμο, δεν μπορεί να έχει ψυχή χωρίς την ενσάρκωσή του σε σώμα. Οι αντιπαραθέσεις δείχνουν τη στενή σύνδεση των δύο πόλων.
Οι τρεις πυλώνες δρουν ως δομικές διπολικότητες. Δημιουργούν τον κώδικα που οργανώνει την ανθρωπότητα. Η χριστιανική ιερότητα καθόριζε το νομικό καθεστώς του σώματος, το οποίο μέχρι πρόσφατα δεν μπορούσε να γίνει εμπόρευμα. Αλλά η ανθρώπινη εργασία ενσωμάτωσε την ύλη στο πνεύμα. Το προϊόν της εργασίας γίνεται εμπόρευμα και πωλείται. Ομως το σώμα του εργάτη και τα μέλη του δεν μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής. Οχι πια. Η ιερότητα του σώματος επιβαλλόταν μέχρι να την καταστρέψει η λογική της αγοράς.
Μόνο μια νέα αρχή μπορεί να μας σώσει
Η ανθρώπινη ταυτότητα είναι τεχνητή, δημιούργημα, ζήτημα πίστης στον εαυτό και αναγνώρισης από τους άλλους. Κάποιος πρέπει να εγγυηθεί λοιπόν τη συγκρότησή της. Δεν μπορεί να υπάρξει αυτοσυνειδησία χωρίς μια εξουσία που να εγγυάται το «εγώ», την προσωπική μας υπόσταση. Χρειαζόμαστε λοιπόν μια οργανωτική αρχή που υπερβαίνει την ύπαρξή μας και υποστηρίζει την ολοκλήρωσή της. Η μορφή πρέπει να δαμάζει την ύλη, το όλον να υπερέχει των μερών. Κανένα ελεύθερο υποκείμενο δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν υπάγεται σε ένα επίπεδο που να θεμελιώνει και να υπηρετεί τις απαραίτητες λειτουργίες και ανάγκες του ψυχισμού.
Αυτό το επίπεδο εγγυάται την ταυτότητα, παρεμβάλλοντας ένα «τρίτο» επίπεδο, ένας «καθρέφτη», όπως το θέτουν ο Pierre Legendre και ο Alain Supiot, ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τις αναπαραστάσεις της. Αυτή η υποχρεωτική προϋπόθεση παίρνει τη μορφή του νόμου, έχει υποχρεωτική και απαγορευτική λειτουργία. Διαχωρίζει το βρέφος από το μητρικό σώμα και την ανθρωπότητα από ψευδαισθήσεις παντοδυναμίας. Απαγορεύει πράξεις και επιθυμίες που αν έμεναν ανεξέλεγκτες θα κατέστρεφαν την ανθρωπότητα.
Έτσι ο θεμελιακός ρόλος του «φυσικού» αυτού νόμου είναι ανθρωπολογικός: το νήπιο εισάγεται σε ένα λειτουργικό σύστημα νοήματος και αξιών που εγγυάται την ταυτότητά του, ενώ την ίδια στιγμή τού επιτρέπει να αναπτύξει την ατομικότητά του. Οι περιορισμοί του νόμου μιμούνται τις μυθολογικές φροϊδικές απαγορεύσεις της πατροκτονίας-μητροκτονίας και της αιμομιξίας. Ομως την ίδια στιγμή πρέπει να ιδωθεί ως νόμος, ως προτροπές και απαγορεύσεις που νομοθετούνται πέραν της ανθρωπότητας.
Αυτός ήταν ο ρόλος του φυσικού δικαίου. Οι απαρχές του εντοπίζονται στις πρώτες αυτοκρατορίες, τους Βαβυλώνιους, τους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους. Αυτοί προσπάθησαν να καθιερώσουν έναν κοινό νόμο που επικαλούμενος την τιμή της Φύσης και του Λόγου υπερέβαινε την πολλαπλότητα των τοπικών εθίμων και πρακτικών. Οι νόμοι του φυσικού δίκαιου περιέγραφαν τις αναγκαίες σχέσεις μεταξύ πραγμάτων, θεών και ανθρώπων, μεταξύ εμψύχων και αψύχων. Στον χριστιανικό Μεσαίωνα, έγινε ο Θεός νομοθέτης του φυσικού δικαίου που εφάρμοζε η Εκκλησία με τις εντολές και απαγορεύσεις της.
Η πολιτική θεολογία της πρώιμης νεωτερικότητας πέρασε την υποχρέωση στους κληρονόμους του Θεού, το κράτος και τους νομικούς. Το κράτος μεταμορφώθηκε σε πνευματικό «πρόσωπο», ο Κυρίαρχος σε «θνητό θεό», που επέβαλλε και προστάτευε τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Στην ύστερη νεωτερικότητα το κράτος υποχωρεί μπροστά στην επίθεση των αγορών· οι νομικοί, εγκλωβισμένοι στον καθημερινό φόρτο εργασίας, έχουν εγκαταλείψει τον ανθρωπολογικό ρόλο τους, γοητευμένοι από τη σημασία της οικονομικής τους λειτουργίας. Ο θεμελιακός ρόλος έχει περάσει στις αγορές, τους οικονομολόγους και τους τεχνοκράτες.
Η αγορά όμως δεν μπορεί να υποκαταστήσει το κράτος ή τον υπερβατικό νόμο, δεν μπορεί να δημιουργήσει αξίες, είναι προγραμματικά μηδενιστική. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και η εξουσία των τεχνοκρατών αποδομούν αξίες και αρετές, κοινότητες και ταυτότητες.
Τα θεμέλια της προσωπικότητας αποσύρονται και αντικαθίστανται από φονταμενταλιστικές θρησκείες που αντιγράφουν τις προνεωτερικές προκαταλήψεις και τον μετανεωτερικό σχετικισμό. Αυτό υποβόσκει πίσω από της πολύπλευρη κρίση μας και τη δυσφορία του πολιτισμού. Η πολιτική δεν μπορεί να την επιλύσει από μόνη της. Η ανάγκη για ένα υπερβατικό θεμέλιο, που θα βγαίνει όμως από την Ιστορία, παραμένει. Μόνο μια νέα αρχή μπορεί να μας σώσει. Αλλά γι’ αυτό σε επόμενα.
*Aπόσπασμα από το νέο του βιβλίο του Κώστα Δουζίνα «Radical Theory of Law» (Routledge, 2018). Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 15 Ιανουαρίου 2018.