Το Σύνταγμα αποτελεί ένα σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν την άσκηση της εξουσίας. Κωδικοποιεί τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, προσδιορίζει και περιορίζει τους θεσμούς και βάζει στο κράτος και τους πολιτικούς την απαραίτητη τάξη και προβλεψιμότητα. Οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, του πρωθυπουργού, της κυβέρνησης και των κομμάτων, οι σχέσεις πολιτικής εξουσίας και πολίτη βρίσκονται στο κείμενο του Συντάγματος. Το «τυπικό» γραπτό Σύνταγμα αποτελεί, επομένως, ένα πλαίσιο εσωτερικών ισορροπιών και εξωτερικών.
Το Σύνταγμα και οι κεντρικές έννοιες του συνταγματισμού και της κυριαρχίας προέρχονται από την κληρονομιά της θεολογίας στην πολιτική φιλοσοφία, κληροδοτήματα της «πολιτικής θεολογίας». Στη μεσαιωνική δημόσια τάξη, το δίκαιο ήταν ιεραρχημένο. Το φυσικό δίκαιο, που είχε θεία προέλευση, ήταν ανώτερο και υπερτερούσε του νόμου του αυτοκράτορα ή του φεουδάρχη.
Ετσι, η Εκκλησία καθιέρωνε την πρωτοκαθεδρία της σε σχέση με την κοσμική εξουσία. Μετά την εκκοσμίκευση και την υποχώρηση του δημόσιου ρόλου του Θεού, η ιεράρχηση των κανόνων παρέμεινε, αλλά πήρε νέο περιεχόμενο. Η παντοδυναμία του Θεού μεταμορφώθηκε στην κυριαρχία του αυτοκράτορα, του βασιλιά ή, μετά τις επαναστάσεις του 18ου αιώνα, του λαού (ΗΠΑ) ή του έθνους (Γαλλία).
Ο φορέας της κυριαρχίας είναι πανίσχυρος, νομοθετεί, κυβερνά και αποφασίζει τις κεντρικές αξίες της κοινωνικής οργάνωσης. Το νεωτερικό δίκαιο είναι θετό, το νομοθετεί η πολιτική εξουσία. Ετσι, γίνεται ιστορικά μεταβλητό και εν δυνάμει επικίνδυνο για τους κατόχους της εξουσίας. Ο μεγάλος φόβος της ανερχόμενης αστικής τάξης και της φιλελεύθερης ιδεολογίας είναι ότι η επέκταση της ψήφου στους άκληρους θα υποσκάψει τα θεμέλια της κοινωνίας. Απαιτούν λοιπόν τον περιορισμό της πολιτικής εξουσίας για να αποτραπεί η κατάργηση της ιδιοκτησίας και των άλλων ατομικών ελευθεριών.
Αυτοπεριορισμός και νομιμοποίηση
Πρέπει λοιπόν το δίκαιο που εκπορεύεται πλέον από την πολιτική εξουσία ταυτόχρονα να την περιορίζει. Η δημιουργία του Συντάγματος και του συνταγματισμού από την Αμερικανική Επανάσταση αποτελεί μια πρώτη απάντηση. Η ιεράρχηση μεταξύ Θεού και πιστών γίνεται διάκριση μεταξύ κυρίαρχου και υπηκόων, ενώ η ανωτερότητα του φυσικού επί του κοσμικού δικαίου αναπαράγεται στη σχέση Συντάγματος και δικαίου.
Τα Συντάγματα εκφράζουν την ανώτερη συντακτική εξουσία και υπερτερούν των μετέπειτα νομοθετημάτων που περιορίζονται από τις συνταγματικές διακηρύξεις. Ετσι, η νομοθετική εξουσία και το υποκείμενό της διαιρούνται σε ανώτερες και κατώτερες μορφές: η συντακτική εξουσία εγγράφεται στο Σύνταγμα, ενώ η συντεταγμένη συμμορφώνεται και ελέγχεται από τα δικαστήρια.
Η ρητορική αναγνώριση ότι η συντακτική εξουσία ανήκει στον λαό αποτελεί τη φιλελεύθερη εκδοχή του αυτοπεριορισμού της πολιτικής. «Ολες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» δηλώνει το άρθρο 1 του Συντάγματος. Η αντιπροσωπευτική αρχή όμως έχει περιθωριοποιήσει τις μορφές άμεσης συμμετοχής του λαού στην άσκηση εξουσίας. Η αναφορά στη λαϊκή κυριαρχία έχει συμβολική μόνο σημασία για τη νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας. Αντίθετα, η άμεση εξουσία του λαού προκαλεί φόβο σήμερα όπως και στους φιλελεύθερους του 18ου αιώνα. Οι επιθέσεις στο δημοψήφισμα του «Οχι» είναι βίαιες και συνεχείς.
Οταν ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε τη δημόσια διαβούλευση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, διάφοροι σχολιαστές τη χαρακτήρισαν «τραγελαφική και ασυνάρτητη, μια ανοιχτή πρόκληση, μια συνταγματική ασέβεια προς το Κοινοβούλιο». Ο όρος «θεσμοί άμεσης δημοκρατίας» είναι «στην καλύτερη περίπτωση εσφαλμένος και στη χειρότερη παραπλανητικός». Οι θεσμοί αυτοί «καλλιεργούν τη λογική της παντοδυναμίας του λαού», είπαν οι αντιπρόσωποι της συνταγματικής παντογνωσίας.
Δεν μπορεί να υπάρξει κανένα δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του Συντάγματος, τόνισε ο κ. Μητσοτάκης πρόσφατα και απέρριψε ως «συριζοποίηση» του Συντάγματος την πρόταση για σημαντική αναβάθμιση των δημοψηφισμάτων. Τα δημοψηφίσματα είναι δευτερεύουσας σημασίας, εργαλεία απλώς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η άμεση συμμετοχή του λαού είναι καταστροφική – δεν οδηγεί στο αποτέλεσμα που επιθυμούν οι «ταγοί». Εντούτοις, το λογικό παράδοξο παραμένει. Αν το Σύνταγμα ρυθμίζει την πολιτική εξουσία, δεν μπορεί να προέρχεται από αυτήν. Η ύπαρξη κάποιας ανώτερης εξουσίας αποτελεί λογική ανάγκη του φιλελευθερισμού.
Το «υλικό» Σύνταγμα
Η συντακτική εξουσία δεν αποτελεί ευήκοη μόνο φράση για προεκλογικές συγκεντρώσεις και βουλευτικές κοινοτοπίες. Ολα τα σημαντικά Συντάγματα της νεωτερικότητας (η συντεταγμένη εξουσία) είναι αποτελέσματα της συντακτικής εξουσίας έπειτα από επανάσταση, απελευθέρωση, ανατροπή δικτατοριών και ολοκληρωτισμών.
Η συντακτική εξουσία απορρέει από μια συλλογική πολιτική πράξη που είναι ταυτόχρονα οντολογική και επιτελεστική: το «εμείς, ο λαός» της Συντακτικής Συνέλευσης μας κάνει λαό, δηλώνοντας ταυτόχρονα «ποιοι» είμαστε και τι θέλουμε να γίνουμε. Αυτό το «εμείς», στη Φιλαδέλφεια, το Παρίσι ή την Τροιζήνα, είναι η δύναμη που αλλάζει την ιστορία, αναπαράγει την κοινωνική ύπαρξη και παραμένει κρυμμένη αλλά ζωντανή στο συνταγματικό κείμενο μέχρι την επόμενη εμφάνισή της.
Εδώ βρίσκεται η υλική έννοια της συντακτικής εξουσίας και το πραγματικό της υποκείμενο. Συντακτική εξουσία είναι η δύναμη αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιοίκησης του λαού, η ισχύς και βούληση που οργανώνει την κοινωνική αναπαραγωγή και βρίσκεται πίσω από κάθε συντεταγμένη μορφή άσκησής της. Η συνταγματική λαϊκή κυριαρχία, από την άλλη μεριά, το ρητορικό θεμέλιο της κρατικής εξουσίας στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, προϋποθέτει τη συντακτική εξουσία ως δύναμη, ως μία ισχύ που προηγείται κάθε μορφοποίησης ή θεσμοποίησής της.
Στο «υλικό» Σύνταγμα ανήκουν οι βασικές αρχές της εκάστοτε οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης – η ελευθερία της αγοράς και των συμβάσεων τον 19ο αιώνα, η μερική αναγνώριση των δικαιωμάτων της εργασίας μετά το 1945, η προσπάθεια συνταγματοποίησης του νεοφιλελευθερισμού σήμερα, ο σοσιαλισμός στο μέλλον. Αποτελεί αυταπάτη των συνταγματολογούντων να πιστεύουν ότι η συντακτική εξουσία είναι μια απλή ρητορική αναφορά που νομιμοποιεί οτιδήποτε επιθυμεί η εκάστοτε πλειοψηφία ή ότι οι σχέσεις κεφαλαίου – εργασίας είναι εξωσυνταγματική ύλη, επειδή δεν απασχολούν κεφάλαιο του Συντάγματος.
Υπάρχει λοιπόν το τυπικό και το υλικό Σύνταγμα. Το πρώτο υποβάλλει την πολιτική στο δίκαιο – πώς εκλέγονται και λειτουργούν ο Πρόεδρος και η κυβέρνηση, πώς οργανώνονται οι σχάσεις μεταξύ των κρατικών εξουσιών. Το δεύτερο περιγράφει και διαμορφώνει την οικονομική και κοινωνική δομή που βρίσκεται πίσω από κάθε τυπικό προσδιορισμό άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Αν το Σύνταγμα υιοθετήσει την άποψη της αντιπολίτευσης περί ισολογισμένων προϋπολογισμών ή ιδιωτικών πανεπιστημίων, θα κάνει τον νεοφιλελευθερισμό κρατική ιδεολογία. Πρώτη φορά μετά την πτώση του «υπαρκτού» μια ταξική ιδεολογία θα γίνει καθολική αξία.
Στο βρετανικό άγραφο Σύνταγμα, η κυρίαρχη Βουλή μπορεί με απλή πλειοψηφία να καταργήσει όλους τους υπάρχοντες θεσμούς, περιλαμβανόμενης της βασιλείας. Εντούτοις, το Σύνταγμα δεν έχει αλλάξει στα βασικά χαρακτηριστικά του για τέσσερις αιώνες. Η ηγεμονία της αστικής τάξης και της πολιτικής δεξιάς αποτελούν πολύ πιο ισχυρή εγγύηση σταθερότητας από τις διάφορες προσπάθειες των λεγόμενων «αυστηρών» Συνταγμάτων που απαγορεύουν την αναθεώρηση διατάξεών τους.
Κατά το άρθρο 108 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952, οι διατάξεις που καθορίζουν τη μορφή του πολιτεύματος ως βασιλευόμενη δημοκρατία δεν αναθεωρούνται. Διάβαζα το άρθρο στους Βρετανούς φοιτητές μου και πρόσθετα ότι ο τέως βασιλιάς ζει στο λονδρέζικο προάστιο του Χάμστεντ. Στο διάμεσο μεταξύ τυπικού και υλικού Συντάγματος θα κριθεί η Ελλάδα του 21ου αιώνα.
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 12/11/2018.