Πρώτη επίσκεψη στα Σκόπια, την πρωτεύουσα της Βόρειας Μακεδονίας, την περασμένη Πέμπτη. Ταξίδεψα με την Ελενα και τον Μιχάλη, τους συνεργάτες μου, έχοντας προγραμματίσει συναντήσεις με βουλευτές και υπουργούς της γειτονικής χώρας, μία διάλεξη με θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα και σειρά άλλων πολιτικών και ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων.
Συνδύασα, όπως κάνω συνήθως, την πολιτική με την ακαδημαϊκή ιδιότητα, μιλώντας με πολιτικούς –συζητήσεις που συχνά βρίσκω μονότονες, όμως η συγκεκριμένη συγκυρία με διέψευσε–, με συναδέλφους καθηγητές, φοιτητές και καλλιτέχνες. Κοινός τόπος όλων αυτών: η επόμενη μέρα της Συμφωνίας των Πρεσπών, οι συγκεκριμένες προτάσεις για την εμβάθυνση της συνεργασίας σε κοινοβουλευτικό, κοινωνικό και ακαδημαϊκό επίπεδο, η διασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας, ο αγώνας κατά του εθνικισμού που πλανάται απειλητικά πάνω από την Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Ωστόσο, από τις πρώτες ώρες της άφιξής μου με περίμενε μια έκπληξη: η Ελλάδα βρίσκεται παντού. Κάθε πρόσωπο που συναντήσαμε είχε να μας πει μια ιστορία χωρίς σύνορα. Ιστορίες για την Ελλάδα, την αγάπη για τους Ελληνες. Η υψηλόβαθμη διπλωμάτις που πρωτοήρθε σε νεαρή ηλικία τα καλοκαίρια στα νησιά και για να παρατείνει την παραμονή της δούλευε σε μπαρ. Ο βουλευτής που εξηγεί χαρούμενος ότι το όνομά του –Χάρι– είναι συγκοπή του Χαραλάμπης και τα νταμάρια στην περιοχή του βγάζουν το καλύτερο λευκό μάρμαρο σαν το αρχαίο παριανό.
Στην αίθουσα του Κοινοβουλίου με καλεί στο βήμα να κάνουμε μια εικονική συζήτηση «εσύ ο Πλάτωνας», μου λέει, «εγώ ο Αριστοτέλης». Η βουλευτίνα που είναι περήφανη για την ομιλία της στη Θεσσαλονίκη και δεν μπορεί να καταλάβει πώς οι «ευγενικοί» νεοδημοκράτες που γνώρισε είναι εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών. Εδώ τη λένε Συμφωνία της Πρέσπας, ας μην αρχίσουμε ένα νέο πόλεμο για το όνομα, προσθέτω. Ο υπουργός προτιμάει τη λέξη «συμφωνία» από το αγγλικό agreement. Καλό να ενώνουμε τις φωνές μας, στις συν-φωνίες, του λέω. Πολιτικοί και διπλωμάτες με παππούδες από τον έναν τόπο, γονείς από τον άλλον. Αναμνήσεις από άλλες εποχές, από κοινούς αγώνες κατά του ναζισμού, αλλά και από κοινές ζωές που η μοίρα τις χώρισε.
Υπάρχει κάτι μελαγχολικό, ένα βάρος στα λόγια και τις κινήσεις τους, ένας δισταγμός στον βηματισμό. Περηφάνια για την Ιστορία, όπως όλοι οι λαοί, αλλά μεγάλη αγωνία και φόβος για το μέλλον, όπως λίγοι. Θα συνεχίσουν οι Αλβανοί να συνεργάζονται με την πλειοψηφία ή θα βάζουν συνεχώς εκβιαστικά διλήμματα διακινδυνεύοντας τη συνοχή του κράτους και του λαού; Πώς θα εμπεδωθούν το νέο όνομα και η νέα ιθαγένεια;
Πόσα χρόνια θα πάρει μέχρι να ηρεμήσουν οι διαμαρτυρίες και οι επιθέσεις από την αντιπολίτευση και να επιστρέψει η κοινωνία σε μια κανονικότητα; Θα ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις τον Ιούνιο; Ή μήπως οι Ευρωπαίοι, χαμένοι στις δικές τους προκλήσεις -το διαζύγιο με τη Βρετανία, τις ευρωεκλογές, την άνοδο της Ακροδεξιάς- ξεχάσουν τις υποσχέσεις τους και επιστρέψουν στον παλιό και εύκολο οριενταλισμό περί «βαλκανιοποίησης» και «μακεδονικής σαλάτας».
Μήπως ξαναγυρίσουν οι εθνικιστές του VMRO και συνεχίσουν με τα δυστοπικά αγάλματα του Αλέξανδρου, του Φίλιππου, τις Αψίδες του Θριάμβου, τις νεοκλασικές προσόψεις; Το κέντρο της πόλης έχει καταλήξει να είναι ένα μεταμοντέρνο ντισνεϊκό θεματικό πάρκο που ελάχιστα θυμίζει τους πολιτισμούς που πράγματι συναντήθηκαν σε αυτόν τον τόπο. Οι πολυάσχολοι γιάπις τρέχουν ανάμεσα στα γραφεία από μέταλλο και γυαλί και τις απομιμήσεις του Παρθενώνα. Τους φαντάζομαι ντυμένους με χλαμύδες και τόγκες για να κάνουν πιο «πραγματική» την εμπειρία των τουριστών.
Οπως έλεγε ο Ουμπέρτο Εκο, τα «θεματικά πάρκα» στις ΗΠΑ που μιμούνται τη Φλωρεντία ή τη Βενετία είναι πιο «αυθεντικά» από τα πρωτότυπα. Αλλά η αβεβαιότητα, το άγχος για το μέλλον χρωματίζει κάθε συζήτηση. Δεν είναι λίγο να σου λένε ότι η ταυτότητα με την οποία μεγάλωσαν αρκετές γενιές δεν ισχύει πια, σαν να ήταν ψεύτικη. Ολοι μας έχουμε μια ανομολόγητη ανησυχία για το ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, πού θα πάμε. Η έλλειψη, το άγχος είναι αδιάσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αλλά στους ανθρώπους της Βόρειας Μακεδονίας το άγχος της ύπαρξης και το ευάλωτο της ταυτότητας έχουν διακηρυχθεί δημόσια και καταγραφεί επίσημα. Κανένας καναπές ψυχαναλυτή ή κήρυγμα από άμβωνος δεν είναι ικανό να πληρώσει αυτό το επίσημα διαπιστωμένο κενό. Υπάρχουν βέβαια και οι πετυχημένοι του ιδιωτικού τομέα που ανθεί ραγδαία στην υγεία και την παιδεία.
Υπάρχουν πέντε δημόσια Πανεπιστήμια που διδάσκουν όλες τις επιστήμες και έχουν ερευνητική δραστηριότητα και είκοσι τρία ιδιωτικά – επαγγελματικά κολέγια, εκ των οποίων τα περισσότερα, όπως μου είπαν χαρακτηριστικά, έγιναν Πανεπιστήμια σε μια νύχτα. Κάπως έτσι θα γίνει και στην Ελλάδα αν ποτέ έρθουν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Δεν θα υπάρχει διαφορά μεταξύ ενός εργοστασίου για οδοντόπαστα και ενός Πανεπιστημίου. Αν οι εθνικιστές στήριξαν τη φαντασιακή τους τάξη στο παρελθόν μας, οι ελίτ μάς δίνουν μια εικόνα από το μέλλον μας.
Οπως συζητούσα με τον τύπο που όταν τον ρώτησα τι κάνει μου είπε ότι «έχει ένα Πανεπιστήμιο», θυμήθηκα πως το Πανεπιστήμιο έχει τα θεμέλιά του στην απόλυτη ελευθερία να αναζητά κανείς την αλήθεια και να ασκεί την παρρησία, τον άφοβο λόγο, διακηρύσσοντας δημόσια τι μας έχει διδάξει η έρευνα και η γνώση. Η σκέψη πρέπει να λειτουργεί χωρίς όρους, χωρίς προϋποθέσεις. Πράγματι, η σκέψη είναι ο ορισμός του απροϋπόθετου. Το Πανεπιστήμιο παραμένει ακόμη η μητέρα της αλήθειας.
Μοναδική προϋπόθεση της γνώσης και της αλήθειας είναι η προστασία τους από απειλές και αντίποινα. Το Πανεπιστήμιο πρέπει να αντιστέκεται στις εντολές και τις δωροδοκίες της κρατικής, της οικονομικής, της ιδεολογικής ή μιντιακής εξουσίας. Και όμως, αυτό είναι αδύνατο, όπως παραδέχτηκαν ο Καντ και ο Ντεριντά. Ωστόσο, αυτή η αδύνατη προσταγή της αντίστασης στις επιταγές της εξουσίας είναι που κάνει το Πανεπιστήμιο δυνατό.
Με αυτές τις σκέψεις πήγα το βράδυ στο παλιό χαμάμ που κρύβεται ντροπαλά πίσω από την Ντίσνεϊλαντ και έχει γίνει κέντρο πολιτισμού για να δώσω διάλεξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. «Νιώθω σαν στο σπίτι μου», ξεκίνησα, «όπως ένιωθα όταν έδινα διαλέξεις στο Σεράγεβο, το Ζάγκρεμπ, το Βελιγράδι. Νιώθω σαν στο σπίτι μου ανάμεσα σε πολίτες των εθνών, σε πατριώτες που δεν είναι εθνικιστές, που αγαπούν τη χώρα τους χωρίς να μισούν τους γείτονες. Νιώθω σαν στο σπίτι μου ανάμεσα σε πολίτες του κόσμου που δεν είναι οι κοσμοπολίτες του Calhoun: κοσμοπολιτισμός, η ταξική συνείδηση του business class frequent flyer».
Πραγματικοί κοσμοπολίτες είναι αυτοί που ανεβαίνουν στα σαπιοκάραβα στην Τουρκία και τη Λιβύη στον δρόμο για την ανύπαρκτη Αρκαδία τους. Νιώθω σαν στο σπίτι μου στο χαμάμ μεταξύ συναδέλφων και φοιτητών την επόμενη μέρα της Συμφωνίας των Πρεσπών: από τα Σκόπια και τη Σόφια μέχρι τη Λιουμπλιάνα και ακόμα παραπέρα, ας ξανανιώσουμε σαν στο σπίτι μας στα Βαλκάνια. Ενάντια στις οριενταλιστικές αντιλήψεις που βλέπουν στη συμβίωση πολιτισμών, γλωσσών και θρησκειών μια περιθωριακή «βαλκανιοποίηση» και «μακεδονική σαλάτα», έχουμε κοινή Ιστορία που ίσως είναι η ώρα να την ξαναδιαβάσουμε.
Εχουμε κοινό μέλλον ειρήνης, συνεργασίας και αλληλοσεβασμού. Αυτή είναι η κληρονομιά μας, αυτό πετύχανε οι Πρέσπες. Είναι η αρχή μιας όμορφης σχέσης των δύο λαών, των δύο Κοινοβουλίων, των δύο κυβερνήσεων. Κι ας το λέμε εμείς «Πρέσπες» και εκείνοι «Πρέσπα».
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 01/04/2019.