Πώς μπορούμε να γράψουμε για την καταστροφή; Ο Μορίς Μπλανσό στο βιβλίο του με αυτόν τον τίτλο γράφει ότι η γραφή η ίδια είναι μια καταστροφή, μια απουσία, μια ρήξη: καταστροφή του υποκειμένου, του Εγώ (είμαι), που χάνει την κυριαρχία του και γίνεται παιχνίδι και έρμαιο των λέξεων. Είναι η γλώσσα γέφυρα ή φράγμα στην επικοινωνία;
Γέφυρα, λέει ο Γκάνταμερ, ένας ορίζοντας όπου συγκλίνουν συγγραφέας και αναγνώστης, μια συνεχής διερμηνεία όπου το ξένο και το άγνωστο γίνεται οικείο και κατανοητό στη δική μου γλώσσα και διάλεκτο. Η γραφή είναι φραγμός, απαντάει ο Ντεριντά, φτιάχνεται με μια διπλή απουσία.
Απουσία του αναγνώστη, που λείπει όταν ο γραφιάς πιάνει την πένα. Αλλά και απουσία του συγγραφέα, που δεν είναι παρών όταν διαβάζεις αυτές τις γραμμές. Το γραφτό σηκώνει άγκυρα, αφήνει το λιμάνι, ανοίγεται στο πέλαγος, όπου θα το πάρουν άλλοι, θα το κάνουν δικό τους, θα του κρεμάσουν τη σημαία τους, έχοντας τόσα δικαιώματα και προνόμια όσα και ο αρχικός καπετάνιος.
Αποδομήσαμε τη γλώσσα, προσθέτει ο Νίτσε, αλλά παραμένει η γραμματική. Ο κώδικας μας δίνει την επιφανειακή ελευθερία του λόγου, του πειραματισμού, της απόλυτης δήθεν μοναδικότητας. Αλλά η γραμματική και οι κώδικες μας κλείνουν στη φυλακή τους. («Αν δεν υπήρχαν οι φυλακές, θα ξέραμε ότι είμαστε όλοι φυλακισμένοι».)
Ρήξη στο νόημα. Η γραφή, μια σιωπηλή άβυσσος που είναι ταυτόχρονα η δύναμη και το όριό της. Αλλά ενώ η γραφή είναι μια συνεχής καταστροφή, λέει ο Μπλανσό, μια αποστροφή από τα άστρα, ένα des-astre ή dis-aster, πρέπει να γίνει και το παλίμψηστο όπου θα ψηλαφήσουμε την καταστροφή.
«Ενα παιδί καίγεται»
«Ενα παιδί καίγεται» αντιγράφει τον Φρόιντ ο Μπλανσό. Αυτή η παθητική φωνή, η σιωπηλή κραυγή, αυτή η νεκρή αιωνιότητα μας ζητάει να της αποδώσουμε τη χρονικότητα μιας ζωής, ενός κόσμου που χάνεται. Το ονομάζουμε απουσία κόσμου για να αντέξουμε αυτό που ήταν έξωση και αποβολή του κόσμου, για να επιθυμήσουμε την επιθυμία που δεν θα επιθυμηθεί, για να μιλήσουμε τις λέξεις που δεν θα ακουστούν. Γιατί ο καθένας αποτελεί έναν μοναδικό κόσμο. Ενα σημείο όπου διαπλέκονται και συμπυκνώνονται παρελθόντα γεγονότα και ιστορίες, άνθρωποι και συναντήσεις, φαντασιώσεις, επιθυμίες και όνειρα, ένα σύμπαν μοναδικών νοημάτων, αξιών και συμβάντων.
Ο κόσμος μου διαπερνάται από κόσμους των άλλων, φτιάχνεται από τη μεταξύ μας συνύπαρξη, η ταυτότητα χτίζεται με την ετερότητα. Γίνομαι η μοναδικότητα που είμαι, υπάρχω επειδή σχετίζομαι με άλλες υπάρξεις και με την ετερότητα της ύπαρξης. Τρεις μορφές ετερότητας: το ασυνείδητο, ο θάνατος, ο άλλος. Αυτό που συνδέει τον κόσμο καθενός με τους άλλους, αυτό που μας δωρίζει τη μοναδικότητά μας, είναι το υπερβατικό που ενσαρκώνεται ιστορικά, το άγγιγμα του ιερού, το απόλυτο της επιθυμίας και της ευθύνης.
Αυτός ο κόσμος καταστρέφεται. Τίποτε, ούτε η γνώση, ούτε η άγνοια, ούτε η ευθύνη, ούτε η αθωότητα μπορούν να γράψουν ή να περιγράψουν αυτόν τον απόντα κόσμο, παρ’ ότι η απλούστερη των προτάσεων με δυο-τρεις λέξεις τον σκιαγραφεί. «Ενα παιδί καίγεται».
Η καταστροφή έγινε ήδη, στο παρελθόν, στον άλλο, εγώ ήμουν αλλού. Αλλά αυτός ο άλλος που ήταν αλλού μου δείχνει ότι είμαστε πάντα στην κόψη του ξυραφιού που κόβει το νήμα και αρνείται το μέλλον, καταστρέφει το ανθρώπινο που, όπως λέει η Χάνα Αρεντ, είναι το ξεκίνημα, το άνοιγμα του κόσμου, ενός νέου κόσμου. Ο κόσμος ως νόημα. Ενα νήπιο, χωρίς έπος, τον ανοίγει μπαίνοντας στον λόγο και την επιθυμία. Η καταστροφή καταστρέφει το μέλλον που δεν θα φτάσει ποτέ, χωρίς όμως να μας αφήνει το παρελθόν ως στήριγμα.
Είμαστε πάντα στην άκρη του γκρεμού, χωρίς να μπορούμε να τον δούμε ούτε να τον υπολογίσουμε. Είμαστε στο χείλος μιας καταστροφής που θα είναι πάντα πίσω μας, που θα έχει συντελεστεί ήδη και πάντα, αλλού. Οταν η αναγκαιότητα του απρόβλεπτου συναντάει την πιθανότητα του αδύνατου, η γραμμική χρονικότητα αναστέλλεται.
Η κραυγή της καταστροφής δεν λογίζεται ή υπολογίζεται, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο γνώσης ή επιστήμης, καταγραφής ή απογραφής. Γράφεται στη σάρκα. Η σιωπηλή κραυγή της καταστροφής θα μας ακολουθεί με την εκκωφαντική της δύναμη. Οπως λέει ο Μπλανσό, «μάθε τι έγινε, μην ξεχνάς, αλλά ταυτόχρονα να ξέρεις ότι δεν θα μάθεις ποτέ… Απολογήσου, ζήτα συγγνώμη, μη σταματάς αλλά να ξέρεις ότι τίποτε δεν θα σου δώσει άφεση». Στην μέση μια έλλειψη… καταγράφει την απόσταση μεταξύ της γνώσης και της άγνοιας, της συγγνώμης και της ενοχής. Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για ό,τι έγινε και εγώ είμαι πιο υπεύθυνος από όλους, όπως θα έλεγε ο Εμμανουήλ Λεβινάς.
Η καταστροφή αποτελεί το όριο της γραφής, μια και ξεφεύγει από κάθε δυνατή εμπειρία. Αλλά αποτελεί και το όριο του εαυτού, μια και δεν υπάρχει ένα Εγώ για να τη διηγηθεί. Η καταστροφή συντελείται μετά την καταστροφή, το συμβάν είναι αναδρομικό, μια σιωπηλή κραυγή που έρχεται από πίσω και δεν ζητάει τιμωρία ή εκδίκηση, αλλά την παρηγοριά του ακούσματός της. Οι λέξεις στροβιλίζονται, γυρνάνε χωρίς νόημα από ένα παρελθόν που δεν μπορεί να μιλήσει ποτέ, παρ’ ότι αποτελεί το προαιώνιο θεμέλιο του λόγου. Η καταστροφή, παρ’ ότι ονοματίζεται, δεν εμφανίζεται στη γλώσσα, δεν μπορεί να μπει στον λόγο μια και δεν έχει ούτε Εγώ ούτε κόσμο.
Οταν μόνη απάντηση είναι η απουσία απάντησης, τότε ερώτηση γίνεται η απουσία ερώτησης. Χωρίς ερώτηση και απάντηση, μένει μόνο η καθολική ευθύνη. Οχι με την έννοια ότι φταίνε αυτοί εδώ και κάποιοι άλλοι προηγούμενοι, γιατί αυτοί και οι άλλοι δεν έκαναν ό,τι έπρεπε. Αυτά είναι δουλειές των δικηγόρων. Η καταστροφή παραβιάζει κάθε νόμο και κάθε τάξη, κάθε κανόνα και κάθε εντολή. Μένει η παράβαση, η εξαίρεση γίνεται κανόνας, το παράνομο νόμιμο. Η μόνη ευθύνη, η ευθύνη της ευθύνης, δεν είναι νομική ή ηθική, αλλά «μεταφυσική». Είναι η ευθύνη της ύπαρξης όταν «ένα παιδί καίγεται».
Τι μένει από τη σιωπηρή κραυγή της καταστροφής; Πώς να γράψεις, πώς να διαμορφώσεις κάτι που δεν έχει φόρμα, πώς να εκφράσεις ένα απόν νόημα και την απουσία νοήματος; Χωρίς να ξέρω ή να μπορώ να μάθω, θα κάνω μια υπόθεση. Μεταξύ της καταστροφής και του άλλου, στις στιγμές του απόλυτου κινδύνου, της έκτακτης ανάγκης, βρισκόμαστε μαζί και θυμόμαστε κάτι που μας συνιστά, αλλά έχουμε ξεχάσει: την καταστατική θέση του άλλου.
Είμαι εδώ γιατί ο άλλος ήρθε πριν από μένα, γιατί ο κόσμος μου φτιάχνεται από τον κόσμο του άλλου που μου απευθύνει το ερώτημα «Πού είσαι;». «Σώσε με», «δώσε μου καταφύγιο». Μόνο μαζί μπορούμε να απαντήσουμε στην απόλυτη ένδεια της ανθρώπινης ευθραυστότητας, μόνη παρηγοριά ο άλλος στο πιο μοναδικό, αναπόφευκτο και μοναχικό ταξίδι.
Σκόρπιοι διαλογισμοί για την καταστροφή με αφορμή το βιβλίο The Writing of Disaster του Maurice Blanchot (University of Nebraska Press, 1995).
*Άρθρο του Κώστα Δουζίνα στην Εφημερίδα των Συντακτών. Δημοσιεύτηκε στις 30 Ιουλίου 2018.